Μετά το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου του 2023, νιώθω πως υπολειτουργώ. Δεν μπορώ να συνέλθω. Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι πώς στην πιο πολυσύχναστη σιδηροδρομική γραμμή, η τύχη των επιβατών εξαρτάται από έναν σταθμάρχη. Είμαστε στο 1950 και δεν το ξέρουμε; Η μετωπική σύγκρουση των δύο αμαξοστοιχιών, προκαλεί μια συλλογική οργή και μετέπειτα μια συλλογική θλίψη και συγκίνηση. Σκέψεις όπως «θα μπορούσα να είμαι εγώ, οι γονείς μου, ο αδερφός μου, οι φίλοι μου» κρατάνε περίοπτη θέση στο μυαλό μου.
Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τις οικογένειες. Τα θύματα. Αυτούς που γλίτωσαν αλλά θα θυμούνται αυτό το συναίσθημα του τρόμου, της αγωνίας, του σοκ. Αυτούς που ήταν να επιβιβαστούν στο μοιραίο δρομολόγιο αλλά ένα χέρι της τύχης τούς βοήθησε και δεν ταξίδεψαν. Ποιος δεν έχει κάνει αυτό το δρομολόγιο; Ποιος σκέφτηκε ποτέ πώς θα μπορούσε να έχει ατύχημα με τρένο; Που όταν ταξιδεύεις με αυτό, η θεσσαλική πεδιάδα σβήνει κάθε ταλαιπωρία.
Όλα τα άνωθεν μικρή σημασία έχουν αυτή τη στιγμή. Όμως αυτό που έχει πραγματική σημασία, είναι αυτός ο κυματισμός απόψεων από όλους. Αυτό το υποκριτικό στοιχείο που μας συνοδεύει σε κάθε καταστροφή, σε κάθε φυσικό φαινόμενο, σε κάθε δυστύχημα. Αυτό το κούνημα δαχτύλου, που πάντα γίνεται εκ των υστέρων. Είμαστε πολύ καλοί σε αυτό. Ποιοι φταίνε; Ποιοι παίρνουν την ευθύνη; Γινόμαστε οι δικαστές των πληκτρολογίων. Αλλά όταν γίνεται μια απεργία από τους ανθρώπους των μέσων μεταφορών βρίζουμε, νευριάζουμε και χαλιόμαστε που δεν βρίσκουμε τρόπο να πάμε στη δουλειά μας, που μας χαλάνε τα σχέδια.
Αν το πάρω από πολιτική σκοπιά το θέμα, προφανώς το κράτος έχει μερίδιο ευθύνης. Και μεγάλο μάλιστα. Το κράτος πρέπει να φροντίζει για την ασφάλειά μας όταν ταξιδεύουμε. Για την ασφάλειά μας γενικά, σωστά; Σωστά. Μας ενοχλεί που οι πολιτικοί πήγαν σωρηδόν στον σημείο της τραγωδίας. Μας ενοχλεί που μίλησαν. Όμως δεν είναι κι αυτός ο θεσμικός τους ρόλος; Προφανώς δεν εξαγνίζεται η ευθύνη και μακάρι στην πορεία των πραγμάτων να αναλάβει ο καθείς τη δική του. Το ότι εμφανίζονται δεν αναιρεί και το ότι δεν πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες.
Στο Μάτι, που χάθηκαν τόσες ζωές και είχαμε γίνει μάρτυρες άλλης μίας φρίκης, οι πολιτικοί δεν υπήρχαν. Ξέρετε τι μας ενοχλούσε τότε; Ότι ήταν άφαντοι. Ότι δεν εμφανίστηκαν πουθενά. Ότι δεν είχε κάποιος το φιλότιμο να παραιτηθεί. Τώρα που ο υπουργός Μεταφορών παραιτήθηκε και είχε την ευθιξία να το κάνει, και ορθώς, επιδιδόμαστε στον αγαπημένο μας λαϊκισμό. Όλα αυτά, στην Ελλάδα της ασυδοσίας που δεν παραιτείται ποτέ κανείς, που είναι το πρώτο πράγμα που ζητάμε μετά από μία τραγωδία.
Το Μάτι και τα Τέμπη δεν συγκρίνονται. Ποτέ μία τραγωδία δεν πρέπει να συγκρίνεται με άλλη. Κάθε μία προκαλεί ένα μούδιασμα και ένα βάρος που ελπίζουμε κάθε φορά να μην το ξανανιώσουμε. Όμως, πολλές φορές αναρωτιέμαι αν πρέπει οι πολιτικοί να εμφανίζονται ή όχι μετά από ένα κακό και τραγικό συμβάν. Και καταλήγω στο συμπέρασμα ότι πρέπει να πράττουν τα δέοντα. Και πριν και μετά τη τραγωδία. Και οι παραιτήσεις να γίνονται. Και η παρουσία τους να υπάρχει. Αλλάζει κάτι; Όχι, αλλά ούτε να κράζουμε έναν πολιτικό που δίνει αίμα χαμογελαστός είναι κατάλληλο τη δεδομένη στιγμή, αλλά ούτε αυτόν που εμφανίζεται στο σημείο της τραγωδίας.