Σε μια µεσαιωνική ιστορία, ένας σοφός γέρος βουδιστής ιερέας ζει στο χωριό του με τη γυναίκα, τον μικρό του γιο και τους μαθητές του. Τους διδάσκει τις μεγάλες λεγόμενες «ευγενείς αλήθειες» του δόγματός τους, ότι ο πόνος είναι ο βασικός νόμος της ζωής, ότι η αιτία του πόνου είναι η επιθυμία και το ότι η θεραπεία του πόνου είναι η κατάργηση της επιθυμίας. Και βέβαια ότι όλος ο κόσμος είναι μάταιος, τα φαινόμενα ψευδαισθήσεις και πίσω και πάνω από αυτά υπάρχει η μία και αιώνια αλήθεια.

Πέρα από τα λόγια, η υπομονή, η εγκαρτέρηση, η απάθεια και η στωικότητα του δασκάλου τους στα δύσκολα είναι το μεγαλύτερο μάθημά τους. Οι μαθητές του τον πιστεύουν σαν πατέρα, δάσκαλο, θεό. Μέχρι που μια μέρα πεθαίνει ο μικρός γιος του ιερέα. Τότε αυτός διαλύεται. Κλαίει σαν μωρό παιδί. Στην αρχή οι μαθητές του συμπάσχουν. Αλλά με τις μέρες, όταν ο πόνος του δεν κοπάζει αρχίζουν να κλονίζονται, να σκανδαλίζονται, σχεδόν να χάνουν την πίστη τους. Και τον ρωτούν μια μέρα: «Δάσκαλε, δεν μας έχεις διδάξει τις ευγενείς αλήθειες; Δεν μας έχεις μάθει τόσες φορές ότι η κατάργηση της επιθυμίας είναι το μυστικό; Δεν μας έχει διδάξει ότι όλα τα φαινόμενα είναι ψευδαισθήσεις;». «Ναι, παιδιά μου», λέει, «σας τα έχω διδάξει». «Δεν τα πιστεύεις;», τον ρωτούν. «Τα πιστεύω», λέει. «Και τότε γιατί κλαις τόσες μέρες απαρηγόρητος για τον θάνατο του γιου σου; Η αγάπη σου γι’ αυτόν δεν είναι επιθυμία; Ο θάνατος ενός παιδιού δεν είναι και αυτός ψευδαίσθηση;». «Ναι», τους λέει. «Ο θάνατος ενός παιδιού είναι και αυτός ψευδαίσθηση. Αλλά είναι η χειρότερη ψευδαίσθηση στον κόσμο».

Οσοι είχαμε –και ποιος δεν είχε;– το θλιβερότατο προνόμιο να γνωρίζουμε στον κύκλο μας ανθρώπους που έχασαν παιδί τους, καταλαβαίνουμε το νόημα της ιστορίας. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα στον άνθρωπο, και όσοι ξέρω που τους συνέβη αυτό το δράμα έγιναν άλλοι άνθρωποι, λίγοι τρελάθηκαν, μα όλων άλλαξε για πάντα η ζωή και δεν θα ξαναζήσουν ποτέ όπως πριν. Ο θάνατος ενός παιδιού δεν είναι απλώς η μεγαλύτερη τραγωδία στη ζωή, για τους γονείς είναι ίσως το μόνο γεγονός του βίου που είναι πραγματική τραγωδία. Ο Αισχύλος μιλάει για τον «μνησιπήμονα πόνο», αυτόν τον «πόνο της ανάμνησης του πόνου», ο οποίος δεν μας αφήνει ποτέ γιατί ακόμα και να θέλαμε και στον ύπνο ακόμα «στάζει προ καρδίας», σταγόνα σταγόνα στην καρδιά.

Ολων μας οι σκέψεις αυτόν τον καιρό είναι με τις οικογένειες και τους οικείους των θυμάτων του τραγικού δυστυχήματος. Αλλά καθώς τα περισσότερα από τα θύματα ήταν από τραγική συγκυρία πολύ νέοι άνθρωποι, οι σκέψεις μας είναι πάνω απ’ όλα με τους γονείς τους. Κανείς δεν θα ήθελε ούτε στον χειρότερο εφιάλτη του να είναι στη θέση τους. Μα όσο και να τους σκεφτόμαστε, κανείς μας δεν τους νιώθει πραγματικά. Και πώς να τους νιώσει; Είναι ανθρώπινο.

Ετσι κι εγώ, όπως ο κάθε Eλληνας και η κάθε Eλληνίδα έχουμε συγκλονιστεί από την τραγωδία, τις εικόνες, τις ανταποκρίσεις, τις σκέψεις. Προσωπικά, όμως, δεν αντέχω να διαβάζω ειδικά τα ρεπορτάζ για τα θύματα και τις οικογένειες και, μιλώντας σε φίλους, είδα και σε άλλους την ίδια στάση. Είναι ανθρώπινη. Βλέπετε, έχουμε την πολυτέλεια, ως αμέτοχοι άμεσα στο γεγονός, να εξασκούμε την αποφυγή του «μνησιπήμονος πόνου» να μην αφήνουμε τη θύμησή του να μας κυριεύει. Αλλά παρ’ όλα αυτά κυριαρχεί τώρα και θα κυριαρχήσει για πολύ στη ζωή μας. Ο πόνος θέλει χώνεμα και το χώνεμα δεν γίνεται αμέσως.

Αλλά όχι για πάντα – αυτή είναι η μεγάλη μας διαφορά από τους συγγενείς των θυμάτων. Και βέβαια η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών της χώρας δεν είναι γονείς θυμάτων.

Κι όμως. Κάτι άλλαξε. Πρόσκαιρα η ζωή μας δεν θα είναι ίδια. Για ημέρες, για εβδομάδες αυτό το γεγονός δεν θα μπορεί να ξεχαστεί απ’ όσους έχουν έστω και στοιχειώδη ενσυναίσθηση και θέλω να πιστεύω ότι είμαστε οι περισσότεροι. Σταδιακά, με τον χρόνο, πρώτα θα γίνουμε όλοι, για να το πω έτσι, καλοί βουδιστές, και μετά θα γυρίσουμε στην καθημερινότητα. Και κάποτε θα αναφέρουμε την τραγωδία ως ακόμα ένα συμβάν. Ολοι άνθρωποι είμαστε στο κάτω κάτω και όλους μας μνήμη του πόνου είναι αυτό που μας κάνει πραγματικούς ανθρώπους. Μας συμφιλιώνει με το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή τη μνήμη του πόνου πρέπει διαρκώς να την ανακαλούμε στη μνήμη, διότι αυτή μας θυμίζει τελικά το πόσο ευάλωτοι και εφήμεροι είμαστε ως άνθρωποι. Μας κατεβάζει από το άλογο της αλαζονείας. Αυτό το συλλογικό πένθος επομένως πρέπει να το ζήσουμε όσο μπορούμε και να το μοιραστούμε ως κοινωνία για να μπορέσουμε και να το διαχειριστούμε και εντέλει να το θεραπεύσουμε. Αν προσπαθήσουμε να το προσπεράσουμε με συνοπτικές διαδικασίες θα μας βρει στην επόμενη γωνία και θα είναι σφοδρότερο.

Μα ειδικά όσοι και όσες έχουμε παιδιά πρέπει να το βιώσουμε ακόμα περισσότερο, γιατί νιώθουμε αυτές τις ημέρες για την υγεία τους, μα πάνω απ’ όλα για την ύπαρξη και τη ζωή τους διπλή ευγνωμοσύνη. Είναι ανθρώπινο κι αυτό. Μα αυτό το διπλό συναίσθημα ίσως θα πρέπει να προσπαθήσουμε να το διατηρήσουμε, ακόμα περισσότερο απ’ όσο θα διαρκέσει η θλίψη για την τραγωδία. Ο δικός μας «μνησιπήμων πόνος» θα σβήσει. Μα τα παιδιά μας αυτή τη διπλή ευγνωμοσύνη που υπάρχουν την αξίζουν και καλό είναι να μην τη χάσουμε. Να τη θυμόμαστε κάθε στιγμή όπως ετούτη την πικρή, πικρότατη της τραγωδίας.

* Ο κ. Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας.

Πηγή: kathimerini.gr