Τις προηγούμενες μέρες βρέθηκα στο Ρέθυμνο, ένα μέρος της Κρήτης που δεν το είχα δει καθόλου. Στα Χανιά έχω δει αρκετά πράγματα, στο Ηράκλειο όχι τόσα πολλά, αλλά σχετικά αρκετά, στο Λασίθι λιγότερα, στο Ρέθυμνο σχεδόν τίποτα. Μια μέρα μόνο είχα πάει πριν 8 χρόνια. Οπότε, φέτος ήταν μια καλή ευκαιρία να δω καλά την πόλη.
Όσοι ζουν στο Ρέθυμνο, ειδικά οι φοιτητές, ή όσοι το έχουν γυρίσει αρκετά, θα του αναγνωρίσουν πως έχει μια κουλτούρα ως πόλη, πως υπάρχει μια αισθητική στην παλιά πόλη και στα πέριξ. Ταυτόχρονα όμως, αυτή η αισθητική δείχνει και μια αποκόλληση από το παραδοσιακό. Δεν ξέρω αν ισχύει και στα Χανιά ή το Ηράκλειο, που είναι εξίσου πολύ τουριστικά. Στα Χανιά όταν είχα πάει το 2017, στον πυρήνα της παλιάς πόλης, έβλεπες πολλή παράδοση.
Περπατώντας αρκετά, υπήρξε ένα στοιχείο που μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στο Ρέθυμνο και το συνειδητοποίησα την τελευταία μέρα, λίγες ώρες πριν φύγω για να επιστρέψω. Ήμουν στην παλιά πόλη και είδα έναν πιτσιρικά να αρχίζει να παίζει λύρα. Τότε κατάλαβα πως ήταν η πρώτη φορά που άκουσα λύρα στις 5 μέρες της διαμονής μου, είτε live είτε από ραδιόφωνο.
Τα μαγαζιά στην παλιά πόλη, τα μεζεδοπωλεία, τα εστιατόρια με την ντόπια κουζίνα, είτε δεν έχουν καθόλου μουσική είτε έχουν πολύ χαμηλά τη μουσική, που είναι σαν να μην την έχουν καθόλου, αφού οι φωνές του κόσμου την καλύπτουν.
Ακόμα κι αυτά που έχουν μουσική σε νορμάλ ντεσιμπέλ ώστε να την ακούς σχετικά καλά, περισσότερο επιλέγουν μια lounge μουσική με ξένα τραγούδια, παρά παραδοσιακή κριτική μουσική. Μπορεί να έπεσα στην περίπτωση, μπορεί να πήγα σε λάθος μαγαζιά, αν και πέρασα απ’ έξω από πολλά μαγαζιά και κανένα δεν με κράτησε με τη μουσική του.
Ήθελα να το ζήσω καλά, να πίνω τη ρακή μου, να ακούω κανέναν Σκουλά ή Χαρούλη ή άλλους ντόπιους λυράρηδες, αλλά τζίφος. Μόνο σε ένα μαγαζί άκουσα Μπιθικώτση και ήταν ό,τι πιο κοντινό σε παραδοσιακή ελληνική μουσική. Κι αυτό δεν ήταν καν στην παλιά πόλη μέσα, αλλά ήταν στο Ενετικό λιμάνι, όπου γύρω του υπήρχαν κυριλέ εστιατόρια και καφετέριες, όπου προφανώς δεν θα άκουγες κρητική μουσική.
Δεν είναι μόνο το Ρέθυμνο
Αν περιμένεις ένα πράγμα στα μεζεδοπωλεία, είναι να ακούσεις λίγη παράδοση. Όταν ρώτησα σε ένα αν θα έχουν live μουσική, μου είπαν ότι έχουν μόνο Παρασκευές και με ξάφνιασε, αφού συνήθως είναι και Σάββατο. Δεν είχε όμως ούτε δυνατή μουσική από ραδιόφωνο ή κάποια playlist. Και αυτό το είδα παντού. Από συζητήσεις που είχα με τους ανθρώπους που τα δουλεύουν, κατάλαβα ότι δεν ήταν κάτι τυχαίο αυτό.
Πρώτον, το καλοκαίρι προφανώς όλη η παράδοση βρίσκεται στα χωριά, με τους οργανοπαίκτες να είναι κλεισμένοι σε γλέντια γάμων, βαφτίσεις, σε πανηγύρια. Δεύτερον, στη Χώρα του Ρεθύμνου υπάρχουν πολλοί ξένοι. Και τα μαγαζιά κοιτάνε να τους προσελκύσουν, οπότε με την παραδοσιακή κρητική μουσική, αυτό δε συμβαίνει. Έτσι, τα μόνα μαγαζιά που έχουν δυνατή μουσική και σε τραβάνε, είναι τα μπαρ στον δρόμο μπροστά στο λιμάνι που παίζουν pop, ελληνικά και ξένα, κι είναι, από αυτό που έζησα, αυτά στα οποία γίνεται ο χορός και το γλέντι. Από όσα μου είπαν, είναι και η Αίγα που δεν έτυχε να κάτσω, που έχει κρητική μουσική.
Εκτός από τη μουσική, κάτι αντίστοιχο παρατήρησα και στη φιλοσοφία αρκετών μαγαζιών. Είδα πολλά που είχαν ως χαρακτηριστικό ότι είναι πιτσαρίες, τρατορίες, ιταλικά εστιατόρια, και κοίταζες έναν πίνακα με φωτογραφίες με τα πιάτα και ήταν όλα τα κλασικά ελληνικά που βλέπεις σε τουριστικές ταβέρνες, δηλαδή μουσακάς και τα σχετικά.
Αυτό με οδηγεί στο επόμενο μου ερώτημα που προκύπτει από όσα είδα στο Ρέθυμνο, αλλά σίγουρα δεν αφορά μόνο αυτό το μέρος. Εικάζω πως συμβαίνει σε πολλά μέρη, νησιά και χωριά, στην Ελλάδα.
Μήπως παραδινόμαστε περισσότερο σε επίπεδο κουλτούρας στον τουρισμό; Μήπως γινόμαστε ένα χωνευτήρι πραγμάτων χωρίς ταυτότητα; Γιατί εμείς όταν πάμε στο εξωτερικό θέλουμε να φάμε τα φαγητά τους, να μάθουμε την κουλτούρα τους, κι εδώ πάμε να απορρίψουμε τους εαυτούς μας για να ικανοποιήσουμε τον τουρίστα; Δεν έχω πάει στο εξωτερικό αναζητώντας σουβλάκι ή γεμιστά; Γιατί ως επιχειρηματίας εστίασης εδώ να εναγκαλιστώ τις γευστικές ανάγκες του τουρίστα; Έστω και στο κατ’ επίφαση, αφού, όπως είπα, σε πολλές περιπτώσεις ήταν μια ταμπέλα απλά το «italian pizzeria/restaurant» στο Ρέθυμνο.
Κι όλο αυτό με οδήγησε γενικά σε μια σκέψη για το αν γενικώς απορρίπτουμε το οτιδήποτε παλιό στην Ελλάδα, ενώ στο εξωτερικό το θεωρούμε κομμάτι της κουλτούρας, της ζωής της κάθε πόλης και το επαινούμε. Θα δούμε κάπου ένα παλιό ραφτάδικο για παράδειγμα, και θα μας φανεί όμορφο και γλυκό. Θα το δούμε εδώ και θα λέμε ότι είμαστε βλαχομπαρόκ.
Ξαναλέω, δεν αφορά μόνο το Ρέθυμνο και σίγουρα, στο τέλος της ημέρας, οι άνθρωποι εκεί θα κοιτάξουν την επιβίωση της επιχείρησης. Απλώς, θαρρώ, χάνεται η μαγεία του συνολικού πακέτου που έχει να προσφέρει κάθε τόπος. Αν δεν πάω δηλαδή σε ένα πανηγύρι σε κάποιο χωριό, αν δεν έχω τη δυνατότητα γιατί δεν έχω αμάξι, για παράδειγμα, δε μπορώ να απολαύσω κρητική μουσική μέσα στη Χώρα, στην κάθε πόλη;
Στο δε Ρέθυμνο, υπάρχει εδώ και κάποια χρόνια και ένα ζήτημα έντασης του ήχου, αφού ο νόμος είναι αυστηρός, μετά τις 12 και 30 δεν συναντάς εύκολα μέρος με κόσμο, πέρα από 2-3 αφτεράδικα τύπου Ice, και περνάει συχνά η αστυνομία για να επιβάλλει χαμηλή ένταση.
Από τη μεριά του ανθρώπου που θέλει να διασκεδάσει, αυτό είναι ξενέρωτο. Αλλά εγώ είμαι απλώς ένας τουρίστας 5 ημερών, ένας περαστικός. Τον τόπο τους και τις ανάγκες τους, αλλά και τα πρέπει τους, τα ξέρουν πάντα αυτοί που ζουν στο Ρέθυμνο και στο κάθε Ρέθυμνο, όλο τον χρόνο.
Μπορεί τελικά όλα αυτά να αφορούν μόνο το καλοκαίρι και να είναι μια λήψη της στιγμής, ένα στιγμιότυπο χωρίς αξιοπιστία και να αφορούν μόνο δικά μου βιώματα από το Ρέθυμνο. Θα με ενδιέφερε το feedback των ανθρώπων που το ζουν περισσότερο, που το έχουν γυρίσει, οπότε αναμένω και τα σχόλιά σας στα social μας, εδώ κι εδώ.