Δε βλέπω γιατί δεν είναι εύκολο. Και δεν είναι εύκολο γιατί πια, μέσα στο σπίτι μας, έχουμε μία πληθώρα σειρών απ’ όλο τον πλανήτη, που πατάμε ένα κουμπί και βλέπουμε σειρές το ίδιο εύκολα, όπως και τις ελληνικές. Μια σειρά από πλατφόρμες (Netflix, Disney+, Cosmote TV, Vodafone TV, Amazon Prime, Nova, ΑΝΤ1+) είναι διαθέσιμες στην ελληνική αγορά και δηλώνω «θύμα» αυτών των παραγωγών, σε τέτοιο βαθμό που όταν θα γυρίσω για ένα πεντάλεπτο ή δεκάλεπτο σε ελληνική σειρά, αισθάνομαι σα να μπήκα στη μηχανή του χρόνου και να βρέθηκα σε προηγούμενες δεκαετίες. Για να πω την αλήθεια, δε χαίρομαι καθόλου γι’ αυτό. Θα ήθελα να βλέπω.
Θυμάμαι ότι μου έστελναν από το 2001 τα CD από την Αμερική για τη σειρά «24» με τον Κίφερ Σάδερλαντ. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με ξένες σειρές. Μπορεί να περνούσα και 6ωρο μπροστά στην τηλεόραση, κρατώντας ακόμα και το κατούρημα. Και μετά, ακολούθησε ένας ποταμός σειρών, οι οποίες σιγά σιγά άρχισαν να ανταγωνίζονται ακόμα και το επίπεδο του καλού κινηματογράφου. Το πιο τρανό παράδειγμα είναι το Breaking Bad. Αλλά δεν ήταν μόνο αμερικάνικες. Σειρές που πέτυχαν, ήρθαν από Κορέα, από Ισραήλ, από Γερμανία, από Ισπανία, και βέβαια, πάνω απ’ όλα Βρετανία.
Μπαίνοντας κάποιες μέρες σε κάποιες από τις θεωρούμενες καλές ελληνικές σειρές, το πρώτο που δε μπορώ να καταλάβω πια, είναι γιατί σχεδόν όλες είναι εποχής. Είναι σαν να έχουμε κολλήσει τη βελόνα στις δεκαετίες ’50-’60. Μόνο φέτος, έχουν βγει στο γυαλί 6 νέες σειρές που τοποθετούνται σε εκείνα τα χρόνια και πιο πίσω – η Μάγισσα κάνει τη διαφορά και είναι κάπου στα 1815. Είδαν την επιτυχία που είχαν οι Άγριες Μέλισσες (εγώ ούτε αυτές τις μπόρεσα, λόγω σύγκρισης) και σκέφτηκαν, μάλλον, ότι αφού βρήκαμε παπά, ας θάψουμε 5-6. Ανοίγω κάποιες φορές τηλεόραση με καλή διάθεση, επηρεασμένος από τα trailer και τις συζητήσεις που γίνονται, παρακολουθώ για 10 λεπτά, και συνήθως ξενερώνω.
Η μόνη ελληνική σειρά, σύγχρονης εποχής, που είδα αρκετά επεισόδια, ήταν το Κάνε Ότι Κοιμάσαι. Είχε και σασπένς και κάπως γρήγορη πλοκή. Κι είχε και μια σειρά από θέματα σημερινής εποχής.
Από την άλλη μεριά, η κωμωδία έχει εκλείψει για τα καλά. Πράγμα εντελώς δυσνόητο και, σχεδόν, δυστοπικό για την ψυχοσύνθεση του Έλληνα τηλεθεατή, όπως τη μάθαμε ως τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Μέχρι το 2010 υπήρχαν κωμικές σειρές ή, έστω, ρομαντικές κομεντί, που ήταν στην κορυφή της τηλεθέασης και με κοινό χαρακτηριστικό τη σύγχρονη εποχή: Παρά Πέντε, Ευτυχισμένοι Μαζί, 50-50, Κόκκινο Δωμάτιο, Στάβλοι της Εριέττας Ζαΐμη κ.α. Και χτυπούσαν 40άρια αυτές οι σειρές.
Οι σειρές εποχής έχουν και μια μεγάλη δυσκολία σε σύγκριση με τις ξένες, που είναι το μπάτζετ, πέραν του ταλέντου των ηθοποιών, του σκηνοθέτη ή των σεναριογράφων. Η απόδοση των χώρων της εποχής, στις τοποθεσίες δηλαδή, τα σκηνικά, τα κοστούμια, θέλουν τρομερή δουλειά που εδώ δεν διαθέτουμε και τους ανθρώπους με το know how για να το πετύχουν, αλλά σίγουρα όχι και το μπάτζετ.
Πομπώδεις ερμηνείες στις ελληνικές σειρές
Άλλο πρόβλημα κατά τη γνώμη μου, είναι οι ερμηνείες. Υπάρχουν μια σειρά καλών ηθοποιών που παίζουν με μοντέρνο, φυσικό τρόπο. Αλλά κάποιες ώρες, βλέπω ερμηνείες σαν να είναι αναπαραγωγή των κάστινγκ στο Εθνικό Θέατρο πριν από 30 χρόνια. Πομπώδεις, υπερβολικές για το τηλεοπτικό κομμάτι. Άλλο το θέατρο όμως, και άλλο η τηλεόραση. Οκ, όλοι έχουμε σε μεγαλύτερη υπόληψη το θέατρο και την live performance, αλλά η τηλεόραση και το σινεμά απαιτούν ρεαλισμό και απλότητα.
Όπως βλέπουμε, μεγάλοι σταρ του Χόλιγουντ δε μπορούν να παίξουν θέατρο. Δεν το έχουν. Ακόμα και ηθοποιοί οσκαρικοί. Αντίστροφα, άνθρωποι που έσπασαν ταμεία με τις ερμηνείες τους στο Broadway, δε θα παίξουν ποτέ κινηματογράφο. Δεν είναι όλοι Αλ Πατσίνο.
Εξίσου, ηθοποιοί με τεράστιες τηλεοπτικές επιτυχίες, όπως οι πρωταγωνιστές στα Φιλαράκια, στο Homeland, στο Modern Family, στο Big Bang Theory, δεν μπόρεσαν να πετύχουν κινηματογραφικά. Το κάθε μέσο έχει τους δικούς του κανόνες. Αν έχεις δει, εκατοντάδες ξένες σειρές και όχι αυτές που θεωρούνται top (The Sopranos, Boardwalk Empire, Game of Thrones, το μυθικό Breaking Bad, οι προαναφερθείσες κωμωδίες, το Fargo, The Office, The Kominsky Method κ.α.) αλλά και ελαφριά μυθοπλασία που δεν ανήκει στην κατηγορία των αριστουργημάτων ή των υπερεπιτυχιών (άλλο το ένα, άλλο το άλλο) και κάνεις ένα ζάπινγκ στην ελληνική τηλεόραση, σε πιάνει ένα πολιτισμικό σοκ.
Υπερβολικά πολλά επεισόδια
Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι όταν έχεις συνέχεια σειρές με 3-4 επεισόδια την εβδομάδα, το εκάστοτε σίριαλ μετατρέπεται αισθητικά και λειτουργικά σε παλιά, απογευματινή σαπουνόπερα. Παλιά, τόσο στην Αμερική και εν γένει στο εξωτερικό, όσο και σε μας εδώ στην Ελλάδα, αλλά και σήμερα στο εξωτερικό, τα βραδινά σίριαλ παίζονταν μια φορά την εβδομάδα. Υπήρχε και ο χρόνος για προετοιμασία για τους ηθοποιούς, το σενάριο και τον σκηνοθέτη, έτσι ώστε η ποιότητα του προϊόντος να ξεπερνάει τη βαρεμάρα και την επανάληψη της σαπουνόπερας και να προσφέρει ένα πιο ολοκληρωμένο προϊόν.
Το πακέτο-γύρισμα 3-4 επεισοδίων την εβδομάδα, θέλει δε θέλει, έχει τρύπες σε όλα τα επίπεδα. Μπορεί τώρα να είναι πιο ολοκληρωμένα από τη Λάμψη, το Καλημέρα Ζωή και τα άλλα απογευματινά, αλλά δύσκολα μπορούν να σταθούν σαν σίριαλ της prime time ζώνης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν και η επιτυχία του Maestro του Παπακαλιάτη. Πέραν της τελειομανίας που διακρίνει τον Χριστόφορο, που ό,τι και να πεις, είναι ένα εμπνευσμένο παιδί, το γεγονός ότι έκανε 9 επεισόδια που έπαιζαν μία φορά την εβδομάδα, του έδωσε την ευκαιρία να παρουσιάσει ένα άψογο προϊόν. Τόσο άψογο που μπήκε στο διεθνές Netflix, δίπλα στα σίριαλ που προανέφερα. Αυτή ήταν μια σειρά που την είδα όλη. Με ό,τι παρατηρήσεις κι αν έχει ο καθένας, και ερμηνευτικά, και σε επίπεδο location, και σε επίπεδο σκηνοθεσίας, και ότι αναφέρεται στο τώρα, στην εποχή μας, το βρήκα άρτιο.
Χαίρομαι που γίνονται ξανά παραγωγές, χαίρομαι που εκατοντάδες άνθρωποι δουλεύουν σε αυτά, χαίρομαι που τα κανάλια επενδύουν, αλλά δυστυχώς η σύγκριση παραπέμπει στο ποδόσφαιρο. Δηλαδή, αν βλέπεις ματς με τη Μάντσεστερ Σίτι, τη Μπαρτσελόνα, τη Ρεάλ, τη Λίβερπουλ ή τη Μπάγερν, πώς να δεις μετά ελληνικό πρωτάθλημα..; Σε πιάνει ύπνος. Ελπίζω ότι τα φετινά σίριαλ είναι μια καλή προπόνηση ή ένα μεταβατικό στάδιο.
Πιστεύω ότι η οικονομική κρίση ευνόησε τα δράματα και εξοστράκισε την κωμωδία. Σε μια φάση που σαν κοινωνία, απ’ όσο φαίνεται, είμαστε λιγότερο δραματικοί (ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξε έναν άνθρωπο χαρούμενο, με λευκά πουκάμισα), ίσως ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε όχι μόνο στην κωμωδία, αλλά και στη σύγχρονη εποχή. Κι όχι στρατευμένα με κριτήριο την εξυπηρέτηση ενός αφηγήματος της πολιτικής ορθότητας, που κι αυτό είναι ένα νέο trend, έστω κι αν αναφέρεται σε άλλες εποχές.
Δεν έχω καμία διάθεση σνομπαρίσματος, ίσα ίσα έχω ένα στερητικό σύνδρομο. Θέλω ελληνικές σειρές, θέλω ελληνική πραγματικότητα, θέλω ελληνική γλώσσα, γιατί βλέποντας μόνο τα ξένα, είναι σα να έχεις παντρευτεί μια τουρίστρια, κούκλα, η οποία μιλάει μόνο αγγλικά. Κι αυτό δίνει άλλους τρόπους επικοινωνίας και άλλα συναισθήματα. Αλλά όχι, δε θα ΄θελα απλώς παπούτσι από τον τόπο μου κι ας είναι μπαλωμένο.