Πολλές φορές σε αυτή τη δουλειά ξεκινάς να γράψεις κάτι και το κεφάλι σου κολλάει που γράφεις κάτι άλλο και δεν έχεις εκείνη τη στιγμή την αντίληψη να δεις ότι άλλο νόημα βγαίνει, διαφορετικό από αυτό που ήθελες. Έτσι μου συνέβη και μένα σε ένα κείμενο που ανέβηκε για τους ταξιτζήδες στην Ελλάδα, στην Αθήνα κατά βάση και αφού το διάβασα και το ξαναδιάβασα, κατέληξα πως δεν έχει καμία σχέση με αυτό που ήθελα εξ αρχής να πω.

Πρώτα και κύρια, ήταν ασαφές και οδηγούσε σε γενικεύσεις για τους ταξιτζήδες, ενώ δεν ήθελα με τίποτα να συμβεί αυτό. Αλίμονο αν σε έναν οποιονδήποτε κλάδο πολλών ανθρώπων, δεν υπάρχουν και πολλοί καλοί. Το έγραφα και στο κείμενο, αλλά όχι με τον τρόπο που θα το καθιστούσε σαφές. Το κείμενο αυτό κατέβηκε γιατί δεν ένιωθα καλά με αυτό που διάβαζα και με τη σκέψη πως έχει αρνητικό αντίκτυπο ακόμα και για αυτούς που δε φταίνε.

Και θα έπρεπε να το γνωρίζω καλύτερα όντας σε ένα επάγγελμα που είναι θύμα γενικεύσεων. Έγινε όμως το λάθος, πρέπει να αναγνωρίζεται και να υπάρχει επανόρθωση.

Τα κακά περιστατικά με ταξιτζήδες που ανέφερα στο κείμενο αυτό, δεν μπορούν να οδηγούν σε συμπεράσματα, παρά το ότι δεν είναι τα μόνα που έχω ζήσει και δεν είμαι ο μόνος που τα έχει ζήσει. Μπορούν να οδηγούν σε συμπεράσματα μόνο για αυτούς που ατιμάζουν το επάγγελμα, τους συναδέλφους τους και, εν τέλει, τους εαυτούς τους.

Ένα κείμενο αστοχίας για τους ταξιτζήδες

Αλλά υπάρχουν κι αυτοί οι ταξιτζήδες που επιλέγουν τον δρόμο της τιμιότητας, παρά τις τόσες αντιξοότητες και, ιδίως, παρά το ότι δε βλέπουν να τιμωρούνται οι ανήθικοι. Θα ήταν πολύ εύκολο και για αυτούς να μπουν στο κλαμπ, αλλά δεν το κάνουν. Δίνουν τον αγώνα τους έχοντας να αντιμετωπίσουν και επικίνδυνους πελάτες ενίοτε, πληρώνουν το ενοίκιο του ταξί, πληρώνουν όσα δυσβάσταχτα τους ζητάει το κράτος και βαράνε τα 14ωρα τους στον δρόμο.

Η ουσία του προηγούμενου κειμένου ήταν να αναδείξει τη δύναμη του καταναλωτή και την αναγκαιότητα να αρχίζουμε να κάνουμε καταγγελίες όταν πρέπει, όχι μόνο για να δικαιωθούμε εμείς για μια άσχημη εμπειρία, αλλά και για να πάρουν θάρρος οι καλοί ταξιτζήδες, οι τίμιοι, αυτοί που θέλουν να προσφέρουν επαγγελματισμό και μια άρτια υπηρεσία στον πελάτη.

Επομένως, αυτό το κείμενο είναι μια συγγνώμη προς εκείνους και μια υπενθύμιση πως δεν είναι μόνοι και πως υπάρχουν δημοσιογράφοι – ίσως εγώ δεν είμαι ο κατάλληλος – για να δώσουν δύναμη στη φωνή τους.

Ευχαριστώ τους 3-4 ταξιτζήδες που επικοινώνησαν μαζί μου με ευγένεια, χωρίς διάθεση να με βρίσουν ή να αρνηθούν την πραγματικότητα που περιέγραφα στο προηγούμενο κείμενο, εξηγώντας μου και κάποια πράγματα που δε γνώριζα, τόσο ως προς το τι πρέπει να κάνει ο πελάτης όσο και ως προς το τι έχουν συναντήσει από συναδέλφους και από την αστυνομία.