Περιεχόμενα
Είναι πολύ στενάχωρο και άβολο να θες να γράψεις άσχημα, όχι ακριβώς άσχημα, αλλά αρνητικά σε κάθε περίπτωση, για έναν άνθρωπο, ένα μέρος, ένα αντικείμενο, μια μουσική, που έχεις αγαπήσει πολύ στο παρελθόν. Δε συμβαίνει και συχνά. Αλλά πρέπει να κάνεις τον πολύ μαλάκα ή να πάσχεις από ανοσμία για να μην καταλαβαίνεις ότι η Μύκονος δεν έχει καμία σχέση πια με αυτό που ήταν.
Οκ, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι δικό σου είναι το πρόβλημα, μιας και η νέα τάξη πραγμάτων φαίνεται να μη σε σηκώνει. Είναι μια άποψη κι αυτό. Θέλω να πω όμως απλά πως τίποτα απ’ όλα όσα έκαναν τη Μύκονο για 50 χρόνια να ειναι συνιστώσα διακοπών σε εντελώς διαφορετικές ράτσες ανθρώπων, δεν υπάρχουν πια.
Όλες οι παραλίες έκλεισαν από τεράστια beach bars, εκεί που κάποτε ήσουνα χύμα στο κύμα. Μετά το 2000 εμφανίστηκαν, με πρώτο το Nammos, μεγάλα εστιατόρια beach bars, club, αλλά μέσα σε μια 10ετία είχαν καταλάβει όλες τις παραλίες εκτός από 2-3 που έμειναν ελεύθερες.
Η Μύκονος έγινε διάσημη κατ’ αρχήν για τα νερά της και την ανέγγιχτη Χώρα της από τη λαίλαπα των διώροφων και τριώροφων με μπαλκόνι που έχει καταστρέψει τα μισά ελληνικά νησιά. Σε κάποια νησιά, φτάνοντας στο λιμάνι τους και έχοντας πίσω τη θάλασσα, έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις μία αρχιτεκτονική εικόνα κάπου στη βαθιά Θεσσαλία.
Η Χώρα της Μυκόνου προστατεύτηκε. Ήταν από τα λίγα μέρη που τη δεκαετία του ’60 προστατεύτηκαν από αυτό. Κατά τη γνώμη μου η Μύκονος διαθέτει πιο πολλές παραλίες, όμορφες παραλίες με τιρκουάζ νερά, απ’ ό,τι σχεδόν το σύνολο των Κυκλάδων. Μπορεί να φαίνεται υπερβολή, αλλά τις έχω μετρήσει με φουσκωτό μία προς μία. Και δεν χρειάζεται να σπάσεις το αυτοκίνητο για να φτάσεις εκεί. Αυτές οι παραλίες, τελικά, καταλήφθηκαν κατά 90% από beach bar. Οι τιμές δε που συναντά κανείς στις ξαπλώστρες, εκτοξεύτηκαν σε απίστευτα επίπεδα.
Η Μύκονος τίγκαρε στα beach bars
Δε μπορείς να είναι εναντίον των beach bars. Αυτό εννοείται. Ούτε εναντίον κάποιων που θέλουν να απευθύνονται σε ένα πλούσιο κοινό. Και αυτό είναι αναγκαίο. Π.χ. το πρώτο από αυτά, το Nammos, πριν καμιά 20αριά χρόνια, έγινε μάλλον το καλύτερο beach bar-restaurant στην Ευρώπη. Καλύτερο των αντίστοιχων του Σεν Τροπέ, με ένα διαστημικό σέρβις. Και διαφήμισε με τη σειρά του τη Μύκονο όσο κανένα άλλο μαγαζί. Μόνο το μικροσκοπικό Pierro’s στο κέντρο της Χώρας είχε γίνει κάποτε διάσημο. Και ήταν βέβαια γκέι μαγαζί. Ίσως και το πρώτο στην Ευρώπη. Οι γκέι της εποχής ήταν από τις βασικές συνιστώσες για τον κοσμοπολιτισμό και τη φήμη του νησιού.
Εννοείται ότι από οικονομικής μεριάς προτιμάς πλούσιους τουρίστες από άφραγκους Γερμανούς ή Εγγλέζους που έρχονται και περνάνε μια βδομάδα με 500 ευρώ, μαζί με τα αεροπορικά. Έχει σαφώς τα καλά του. Το πρόβλημα έρχεται όταν η εξαίρεση μετατρέπεται σε λαίλαπα και κλείνουν όλες οι παραλίες η μία μετά την άλλη. Και τελικά δε μπορείς να πας κι ο ίδιος.
Σε ένα υπερκυριλέ beach bar-restaurant, η τιμή ξεκινάει από τα 50 ευρώ και φτάνει και στα 125 ευρώ το κεφάλι για μια ξαπλώστρα! Που βέβαια κεφάλι δε σου μένει γιατί στο έχουν πάρει μαζί με τον λογαριασμό.
Φέτος, μετά την παρέμβαση του Μητσοτάκη, ευτυχώς ξηλώθηκαν από τον Πάνορμο μέχρι το Καλό Λιβάδι πάρα πολλά μαγαζιά που λειτουργούσαν και χωρίς άδειες και οι παραλίες έγιναν ξανά ελεύθερες. Κανείς δεν ξέρει για πόσον καιρό θα μείνουν.
Και δεν είναι μόνο οι παραλίες. Οι τιμές για τα σουβλάκια στη Μύκονο έχουν γίνει viral σε όλο το διαδίκτυο και τα social media. Η προσωπική μου εμπειρία λέει ότι έξω από τη Χώρα, στη μέση του πουθενά, δύο τυλιχτά με διπλό γύρο και μία κόκα κόλα κόστισαν 23 ευρώ…
Σε ένα από τα γνωστά ξένα διάσημα εστιατόρια στη Χώρα, όταν παίρνεις τηλέφωνο να κλείσεις κάποιο τραπέζι, σε ενημερώνουν ότι η μίνιμουμ κατά κεφαλήν κατανάλωση, είναι 500 ευρώ.
Το ότι για να φάει ένα ζευγάρι, κρέας με σαλάτα και ένα μπουκάλι κρασί σε ένα διάσημο εστιατόριο θέλει 500 ως 700 ευρώ, επίσης φαίνεται γκροτέσκο. Πας στον χασάπη, ψωνίζεις ένα αμερικάνικο ribeye, το ακριβότερο που έχει, και προφανώς καλύτερο του εστιατορίου και πληρώνεις μαξ το κιλό 80 ευρώ. Άσε που κι αυτό με το ribeye είναι το νέο καρκατσουλιό, μου ‘χει σπάσει τα νεύρα που το σερβίρουν σε όλη την επικράτεια (και της κακιάς ώρας) όπως το σούσι που σερβίρεται και στην τελευταία ταβέρνα.
Η Μύκονος δεν είναι πια bohemian rhapsody
Θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα ότι δεν έχω περάσει κι εγώ από το στάδιο (κι ακόμα παραμένω εν μέρει) του «see ή του be seen». Δεν πας μόνο για να φας κάπου, πας και για να δεις, ένα crowd που σου αρέσει, που μπορεί να πιστεύεις ότι σου μοιάζει και αν μη τι άλλο, σου δίνει μια χαρά στο μάτι. Πολλές ράτσες μου έχουν αρέσει και μου αρέσουν. Μία δεν έχω μπορέσει να καταπιώ. Αυτή που περιστοιχίζεται από 5-6 μπράβους, που ακολουθείται από συνοδούς «πολυτελείας» (το βάζω σε εισαγωγικά γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν ούτε γούστο) και που ανοίγουν σαμπάνιες με μικρούς πυρσούς καρφωμένους απάνω.
Για να το πούμε με απλά ελληνικά, η Μύκονος έχασε σχεδόν παντελώς την bohemian ψυχή της και την έχει αντικαταστήσει με μία χλιδομανία. Μπορεί κάποιοι να αντιπαθούν τη Μύκονο εδώ και 50 χρόνια. Όμως, είναι εντελώς λάθος να πιστεύουν ότι εκεί, στα 70s-80s-90s, ακόμα και στα 00s, τα πράγματα ήταν όπως τώρα. Χύμα κύμα ήταν. Δεν ήταν αυτό που βλέπαμε στο δελτίο του STAR την προπερασμένη δεκαετία.
Και πολλοί καλλιτέχνες ζούσαν εκεί, και διάσημοι άλλης κοπής και αισθητικής έτρωγαν εκεί κάθε καλοκαίρι. Και οι ράτσες ήταν μιξαρισμένες. Και καπνισμένοι, και χιποειδείς, και εστέτ, και μπον βιβέρ, και χλιδάτοι, και όλη η πιτσιρικαρία 18-25 της Αθήνας. Και το νησί από μόνο του σε έβαζε σε ένα modus vivendi πιο μποέμικο.
Παραλίες χωρίς ξαπλώστρες, ταβέρνες, κανένα μεγάλο club ή megaparty. Άντε να μάζευε κανένα ο Λάκης Γαβαλάς στα στερνά. Στον Άγιο Σώστη μαζεύονταν παρέες και μετά την Δύση άναβαν φωτιές, έψηναν σουβλάκια και μπριζόλες, κουβαλούσαν πίτες από το σπίτι και σαλάτες, και έκαναν πάρτυ με φορητά boombox.
Το τέλος των Ελλήνων και οι κάθε καρυδιάς djs
Πολλοί ντόπιοι επιχειρηματίες εδώ και 15 χρόνια, άλλοι σιγοψιθυρίζοντας και άλλοι φωνάζοντας δυνατά ότι «δε θέλουμε άλλο τους Έλληνες». Γιατί; Γιατί δεν αφήνουν πολλά. Οι Άραβες π.χ., οι Λιβανέζοι ή οι Τούρκοι, θα μπορούσαν να ανοίγουν και 20 σαμπάνιες και να τις συνοδεύουν με δύο μερίδες κεφτέδες, μια χωριάτικη και δυο ταραμοσαλάτες. Έλληνες δεν τα έκαναν και δεν τα κάνουν αυτά. Ντάξει, νούμερα υπάρχουν παντού.
Το έργο τους βγήκε για 6-7 χρόνια. Έγινε ένα απίστευτο μπουμ σε ανάπτυξη, σε καταπάτηση, σε υπερβολικές τιμές (καμία σχέση οι υπηρεσίες με την τιμή, τζάμπα κερατιάτικα), σε μαγαζιά. Χτίστηκαν και κάποια τεράστια πάνω σε παραλίες με αισθητική…Ινδονησίας!
Και ακολουθώντας το παράδειγμα της Ίμπιζα, άρχισαν όλοι να κουβαλάνε djs. Άλλη λαίλαπα κι αυτή…Κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα. Δεν υπάρχει beach bar να μην κάνει guests 2-3 φορές την εβδομάδα με djs απ’ όλο τον κόσμο. Εκεί που το fun για δεκαετίες έβγαινε αβίαστα και απρόβλεπτα, τώρα δουλεύει με οδικό χάρτη και όλα τα «εξαρτήματα» για ένα τύπου fake fun…
Το Cavo Paradiso έγραψε ιστορία, παγκόσμια θα έλεγα, με τους καλύτερους djs που υπήρχαν στον κόσμο. Έπρεπε να πάει 4 το πρωί για να πας και να κουβαλάς γυαλιά ηλίου, αλλά ήταν one of a kind. Τώρα όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη. Και πατείς με, πατώ σε.
Και γιατί να μην το κάνουν έτσι..; Αφού έτσι μπαζώνουν πολύ πιο εύκολα εκατοντάδες χιλιάδες κάθε φορά. Αφού υπάρχει ζήτηση, υπάρχει και προσφορά. Μόνο που ο συνωστισμός τόσων πολλών ανθρώπων κάνει κι αυτό που βλέπεις όλο και λιγότερο ελκυστικό, για να το θέσω επιεικώς.
Η αισθητική, το στυλ, το ντύσιμο, πολύ πιο εύκολα παραπέμπουν σε επαρχιακό beach club στην Κουρούτα, απ’ ό,τι σε jet set νησί, που περιμένεις να δεις αυτά που έβλεπες παλιά. Ναι οκ, την θέση του Ζαν Πολ Γκοτιέ, του Τιερί Μιγκλέρ και του Τζιανφράνκο Φερέ, την έχουν πάρει οι συμπαθέστεροι Dsquared. Οι παλιοί εγκατέλειψαν ο ένας μετά τον άλλον. Ίσως έπαθαν σοκ όταν είδαν σε πολύ γνωστό μαγαζί να σερβίρουν σαμπάνιες σε μεσανατολική παρέα και τα γκαρσόνια να είναι ο ένας πάνω στον άλλον και να φοράνε ψεύτικη προβιά καμήλας.
Η Μύκονος θα είναι πάντα υπέροχο νησί
Αυτή τη στιγμή η αισθητική στα περισσότερα μέρη έχει έναν βιζιτέ αέρα (άλλωστε χιλιάδες κορίτσια έρχονται στο νησί για δουλειά) και μια χλιδάτη μπασκλασαρία. Όσο πιο μεγάλα τα γράμματα του Balenciaga και του Dior πάνω σε t-shirt και σε τσάντες, τόσο περισσότερος ο αέρας στο περπάτημα και στο στήσιμο.
Μιλώντας φέτος με δυο-τρεις επιχειρηματίες του νησιού, μου είπαν ότι μέχρι 30 Ιουνίου η Μύκονος είχε μια τρομακτική πτώση στα έσοδα σε σχέση με πέρσι κοντά στο 40%! Αν κάποιος ξέρει τα μαγαζιά, βλέπει ότι αυτά που απευθύνονται σε ένα ελληνικό κοινό, είναι σχεδόν άδεια. Και γεμάτα ήταν όλα όσα απευθύνονται σε ξένους. Η ευχή των ανθρώπων έπιασε. Οι Έλληνες έφυγαν. Και κυρίως οι νέοι Έλληνες, μιας και τα μπάτζετ που απαιτούνται, δε θέλουν απλά να έχεις λεφτά, αλλά να είσαι και μαλάκας για να τα ξοδεύεις όπως απαιτούν εκεί.
Η Μύκονος δεν θα πάψει ποτέ να είναι ένα υπέροχο νησί. Πανέμορφο. Ίσως περάσει μια κάμψη, όπως, στο φινάλε, έχουν περάσει πρόσφατα τόσο η Ίμπιζα όσο και το Σεν Τροπέ. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο η αγορά, όπως λένε, θα επαναφέρει μια κανονικότητα. Ακόμη, για μια πελατεία που μπορεί να ξοδεύει πάρα πολλά, παραμένει ιδανικός τόπος, όπως επίσης και η φήμη της κάνει πολύ εύκολο να μαζεύονται μέσα σε μια βδομάδα εκεί άνθρωποι όπως ο «Batman» Κρίστιαν Μπέιλ, ο Ματ Ντέιμον, οι Κρις και Λίαμ Χέμσγουορθ, ο Τζορτζ Κλούνεϊ, ο Μοχάμεντ Σαλάχ, η Ανίτα, η Κιάρα Φεράνι και όλο το ανφάν γκατέ του σελεμπριτοκόσμου. Αυτό από μόνο του είναι η καλύτερη, παγκόσμια διαφήμιση.
Τώρα θα μου πείτε «γιατί πας;». Σωστός. Απλά πάω αλλιώς, πάω περιφερειακά, πάω αφασικά…Σαν να χω παβλοφικό σύνδρομο. Έχω χαρτογραφήσει ό,τι έχει μείνει σχεδόν ίδιο όπως παλιά. Τις παραλίες, τις ψαροταβέρνες, τα εστιατόρια, τα μπαρ. Και υπάρχουν, ευτυχώς, πολλά. Για να πω την αλήθεια, είναι σαν να γυρνάω σε νεανικό έρωτα. χωρίς να βλέπω ούτε το πολύ make up πια, ούτε το πιθανό lifting. Άλλωστε, μεγάλωσα κι εγώ.
ΥΓ. Δεν υπάρχει κοσμοπολίτικο νησί στον πλανήτη, όπου για να κάνεις 800 μέτρα στον περιφερειακό (από κει πας αναγκαστικά παντού) με αυτοκίνητο, χρειάζεσαι 30-40 λεπτά…