Το πρόσωπο της σκληρό και σαγηνευτικό. Το βλέμμα της άμεσο και αυστηρό. Η ματιά της σε κατακτούσε. Η εξωτερική της εμφάνιση σε έκανε να δηλώνεις υποταγή. Το κοινό παραληρούσε. Και οι παραγωγοί. Κι οι σκηνοθέτες. Κι ήταν τόσο τρομακτικά κατακτητική η ομορφιά της, που δεν επέτρεπε σε κανέναν να την κάνει στην άκρη και να δει πέρα απ΄αυτό. Η Ζέτα Αποστολού, αυτό ήταν το όνομά της, δεν αρνήθηκε ποτέ να κάνει γυμνό, αλλά θα ήθελε για μια φορά να μην ήταν αυτός ο πρωταρχικός σκοπός ενός σκηνοθέτη.
Είναι από εκείνα τα πρόσωπα του παλιού ελληνικού σινεμά που η μοίρα τα καταριέται να γίνονται αναγνωρίσιμα από την εμφάνιση κι όχι από το όνομα.
Η Ζέτα Αποστόλου είχε το βάρος της ομορφιάς της που για την εποχή ήταν κάτι το εξωτικό σχεδόν, πάνω ακόμα κι από την Ζωή Λάσκαρη που είχε μια ευαίσθητη ομορφιά. Η Ζέτα ήταν πιο σκληρή, απότομη, με ένα τραχύ sex appeal και μια επιτακτικότητα στο να της υποκλιθείς.
Στις λίγες ταινίες που συμμετείχε σε εκείνη την εποχή του ελληνικού κινηματογράφου, στα 60s και 70s, η Ζέτα είχε την ευκαιρία να συμμετέχει σε λίγες μεν ταινίες, μα ταινίες που σου δίνουν την ευκαιρία να εδραιώσεις το όνομα σου.
«Χωρίς Ταυτότητα», «ΑΜΟΚ», «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός», «Οι Εχθροί» είναι οι 5 ταινίες που της θεμελίωσαν την καριέρα, στο παρελθόν της οποίας υπήρξαν άλλες δύο ταινίες και στο μέλλον της, μετά τα λοίσθια που έπνευσε ο ελληνικός κινηματογράφος, βιντεοταινίες και συμμετοχές σε τηλεοπτικές σειρές.
Με το ΑΜΟΚ έγινε γνωστή και στους παραγωγούς του εξωτερικού, αφού η ταινία, αν και στην Ελλάδα κατακεραυνώθηκε, έφτασε να προβάλλεται σε κινηματογράφους στη Νέα Υόρκη.
Η Ζέτα Αποστόλου τάραζε τα πουριτανικά ύδατα της εποχής, αποτελούσε το πρότυπο της γυναικείας χειραφέτησης πολύ πριν αυτό τεθεί ως έννοια σε παγκόσμιο επίπεδο και αυτό ενοχλούσε. Το να εμφανίζεται μια γυναίκα τόπλες με τόση άνεση στο φακό, ήταν για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής, κάτι το ακραίο. Κι ίσως αυτό να ήταν που μεγάλωσε τόσο τη φήμη της ως προς τα γυμνά, ώστε οι σκηνοθέτες να τη χρησιμοποιούν ως εργαλείο πρόκλησης προς την ελληνική κοινωνία και να κάνουν τις ταινίες τους να ακούγονται.
«Καημό το έχω, να μου δώσουν ένα ρόλο που δεν θα είμαι αναγκασμένη να γδύνομαι. Δεν με ενοχλεί που εμφανίζομαι γυμνή. Τη δουλειά μου κάνω. Εκείνο όμως που θα ευχόμουν είναι να βρεθεί ένας σκηνοθέτης, που θα μου έδινε την ευκαιρία να με δει το κοινό ντυμένη», είχε πει σε μια συνέντευξή της.
Το στριπτίζ που έκανε στην ταινία Οι Εχθροί, άφησε εποχή και στιγμάτισε γενιές ανδρών που έβλεπαν στη Ζέτα Αποστόλου αυτό που δεν ομολογούσαν ούτε στις καταπιεσμένες γυναίκες τους: πως τους εξίταρε να βλέπουν μια τόσο επιβλητική γυναίκα που δεν υποτασσόταν και τα έβαζε με έναν ολόκληρο στρατό στερεοτύπων. Όπως το ότι όλοι την είχαν κατατάξει ως στριπτιτζού, καμπαρετζού, ενώ η γυναίκα ήταν ηθοποιός με τα όλα της και έκανε απλώς άρτια αυτό που της ανέθεταν.
Όπως όλοι αυτοί που ζούσαν στη σκιά των μεγάλων ονομάτων και αναγκάζονταν να κάνουν διαρκώς το ίδιο πράγμα, η Ζέτα Αποστόλου ηττήθηκε ψυχολογικά από το παράπονό της και γι΄αυτό αποσύρθηκε. Αποσύρθηκε γιατί δεν ήθελε πια να τη λυπούνται επειδή δεν ήταν η σεξοβόμβα που είχαν στο μυαλό τους.
Αυτό ήταν που την ενοχλούσε περισσότερο. Ότι μόλις θα έβγαιναν οι ρυτίδες και ο χρόνος θα την άλλαζε, κανείς δεν θα έμπαινε στη διαδικασία να της αναγνωρίσει κάτι πέρα από την εξωτερική της εμφάνιση. Θα τη θεωρούσαν τελειωμένη γιατί πια δε θα είχε στητό στήθος.
Υπάρχουν φορές που αυτό που βλέπεις σε έναν άνθρωπο, είναι τέτοιο, ώστε να σε συνταράσσει. Όχι γιατί ο άνθρωπος μένει στην εξωτερική εμφάνιση. Είναι ένας συνδυασμός άυλων πραγμάτων που πλαισιώνουν το ωραίο και το σέξι, που φιμώνουν την ικανότητα, το ταλέντο. Η Ζέτα Αποστόλου είναι το πιο τρανό παράδειγμα αυτού.
Διαβάστε ακόμη στο intronews.gr:
Austin Butler: Ο άνθρωπος που θα κρατήσει «ζωντανό» τον Elvis Presley