Είναι μυστήριο τρένο ο Κουέντιν Ταραντίνο. Δεν καταλαβαίνεις αν κάνει κινηματογράφο για την πάρτη του, για την Τέχνη, για τον κόσμο, για να τιμήσει το παρελθόν ή να το ξορκίσει. Στην πραγματικότητα, δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις αν κάνει ταινίες που απλά θέλει να τις βλέπει με τους φίλους του στην αίθουσα που έχει φτιάξει στο σπίτι του ή αν επιθυμεί να κάνει ταινίες που να γεμίζουν αίθουσες, να ξετρελαίνουν τους κριτικούς και να φτάνουν μέχρι τα Όσκαρ.
Ως «νέος Μωυσής», κουβάλησε τις 10 Εντολές
Το είχε πει από τα ξεκινήματά του: «εγώ θα κάνω δέκα ταινίες και μετά τέλος». Ψυχαναγκασμός, ώστε να πιάσει το στρογγυλό δέκα; Ένα όριο που έβαλε στον εαυτό του, όπως ο «κόφτης» στα αυτοκίνητα, ώστε να μην βαρεθεί και να μην κάνει και τους άλλους να βαρεθούν; Μια εμμονή – από τις πολλές και διάφορες που έχει; Ένα «πυροτέχνημα» που θα μας κάνει να τον «παρακαλάμε» να κάνει και 11 η και 12 η ταινία κι εκείνος, με μεγαλοψυχία, θα μας κάνει τη χάρη να επιστρέψει; Προς το παρόν, ας μείνουμε στο «εγώ θα κάνω δέκα ταινίες και τέλος». Και μένουμε σε αυτό, διότι έχει φτάσει ήδη στις εννιά και – λέγεται ότι – ετοιμάζει τη δέκατη και τελευταία.
Μας συστήθηκε με ένα πραγματικό αριστούργημα
Είναι μυστήριο τρένο ο Ταραντίνο και το ίδιο είναι και οι ταινίες του. Δεν είναι «εύκολες». Δεν είναι «συνηθισμένες». Έχουν σκαλώματα, κολλήματα, ατέλειωτους διαλόγους, ειρωνεία, σαρκασμό, επαναλήψεις, σουρεαλισμό. Δεν είναι «για όλους» – γι’ αυτό υπάρχουν αυτοί που τον λατρεύουν κι αυτοί που τον απεχθάνονται. Αλλά δεν τον νοιάζει και ιδιαίτερα, ούτε για τους φανς, ούτε για τους haters. Καρφάκι δεν του καίγεται – εκείνος κάνει αυτά ακριβώς που τον ευχαριστούν.
Το «Reservoir Dogs», με το οποίο μας πρωτοσυστήθηκε, ήταν ένα αριστούργημα, ένα βίαιο έπος που σου έριξε πρώτα μια γροθιά στο στομάχι εκεί που καθόσουν στην αίθουσα του σινεμά, μετά μια στα μούτρα και μετά σε κλώτσησε όσο εσύ κυλιόσουν στα πατώματα. Ατμόσφαιρα, διάλογοι, βία, μπινελίκια, αίμα – δάκρυα κι ιδρώτας. Σοκ. Με λίγα χρήματα, διότι δεν χρειάζεται πάντα ένας πακτωλός χρημάτων, 3 φιρμάτοι πρωταγωνιστές και όλοι οι υπολογιστές του κόσμου να «μαγειρεύουν» οπτικά εφέ, για να παραχθεί κάτι απολαυστικό. Σε εκείνη την πρώτη ταινία, ο Ταραντίνο μας ξεδίπλωσε μερικές από τις αρετές του αλλά και τις εμμονές του, μαζί με την τεράστια ανάγκη που έχει, να διαλέγει ένα προς ένα τα τραγούδια που θα ντύνουν τις ταινίες του, χωρίς το παραμικρό σκόντο: λέγεται ότι είχε ζητήσει οπωσδήποτε το «Stuck in the Middle with You» κι επειδή δεν του έδιναν τα δικαιώματα να το χρησιμοποιήσει, απείλησε να μην τελειώσει την ταινία. Μεταξύ μας, πιθανότατα το εννοούσε αυτό που είπε, αλλά για καλή μας τύχη πήρε τα δικαιώματα και κάπως έτσι έκανε το ντεμπούτο του.
Το «Pulp Fiction» δεν είναι απλά μια ταινία
Είναι ένα ποίημα. Με την «ανάσταση» του Τραβόλτα και την πιο μεστή ερμηνεία του Μπρους Γουίλις. Με τον Σάμιουελ Τζάκσον να κεντάει και τη «Μισιρλού» να κελαηδάει. Με την Ούμα Θέρμαν να «στουφιάζει» (respect σε αυτόν που έκανε τον υποτιτλισμό) και ένα σωρό σπονδυλωτές ιστορίες που κάνουν μπρος – πίσω στο χωροχρόνο και με έναν μαγικό, Ταραντινικό τρόπο κουμπώνουν και βγάζουν νόημα. Ο Ταραντίνο προκάλεσε, σόκαρε και δικαιώθηκε, κερδίζοντας το Όσκαρ Σεναρίου. Μπήκε στο Χόλιγουντ με τσαμπουκά, σαν τους καουμπόιδες που έμπαιναν στο σαλούν κλωτσώντας την πόρτα, τους έβρισε, τους περιφρόνησε, έκατσε σε ένα τραπέζι, ήπιε, ρεύτηκε και τελικά έφυγε με το αγαλματίδιο στην τσέπη. Εκείνη τη μέρα όλοι κατάλαβαν ότι είχαν μπλέξει άσχημα…
Οι επόμενες κινήσεις του Ταραντίνο
Έγραψε σενάρια που έγιναν ταινίες, το «Ιλιγγιώδης Έρωτας» του Τόνι Σκοτ και το «άρρωστο» (και λίγα λέμε) «Γεννημένοι Δολοφόνοι» του Όλιβερ Στόουν. Έκανε την τρίτη του ταινία, το «Τζάκι Μπράουν», αποθεώνοντας την θεάρα των 70’s Παμ Γκριρ, ζητώντας με τον τρόπο του «συγγνώμη» για το Blaxploitation της εποχής εκείνης.
Το «Kill Bill» 1 και 2 ήταν η στιγμή της Ούμα Θέρμαν να λάμψει, χωμένη μέσα στην κίτρινη φόρμα του Μπρους Λη και κραδαίνοντας το μυθικό σπαθί «Χατόρι Χάντζο» – ίσως αυτό το «1» και «2» να ήταν το κόλπο του Ταραντίνο για να «κλέψει» λίγο τη δεκάδα των ταινιών, αφού εμείς είδαμε δυο ταινίες κι εκείνος τις λογίζει ως μια.
Το «Dead Proof» με τον Κερτ Ράσελ ήταν μια ωδή στα b-movies και ένα πρότζεκτ, το «Grindhouse» που έτρεξε παρέα με τον Ροντρίγκεζ (η άλλη ταινία του «πακέτου» ήταν το «Planet Terror»), με τον οποίο είχε συνεργαστεί «παριστάνοντας» τον ηθοποιό και στο υπέροχο «From Dusk till Dawn» με τον Τζορτζ Κλούνεϊ στα (πολύ) νιάτα του και στο «Desperado» με τον Αντόνιο Μπαντέρας.
Στη συνέχεια «Inglourious Basterds», «Τζάνγκο: ο Τιμωρός», «Οι Μισητοί 8» και «Κάποτε στο Χόλιγουντ». Απολογισμός; Εννέα ταινίες. Και λίγο από το «Τέσσερα Δωμάτια», όπου σκηνοθέτησε το ένα από τα τέσσερα μέρη της ταινίας. Και ένα διπλό, αφάνταστα κλειστοφοβικό επεισόδιο για το CSI, το «Grave Digger».
Και ένα επεισόδιο του ER – αυτό που μάθαμε στην Ελλάδα, ως «Στην Εντατική». Και μια σκηνή από το «Sin City». Και παραγωγή σε κάτι βαθιά αρρωστημένες ταινίες, όπως το «Hostel» και το «Hostel 2». Και άλλα διάφορα «μικρά» – είπαμε, ο τύπος είναι μυστήριο τρένο. Και, εντελώς μεταξύ μας, δεν πρέπει να τα πηγαίνει και πολύ καλά….
Άλλαξε τον κινηματογράφο ο μάστορας;
Όχι απλά τον άλλαξε, αλλά του άλλαξε τα φώτα. Με την καλή έννοια πάντα. Πήρε ιστορικά γεγονότα και τα επαναλανσάρισε όπως ακριβώς τα φανταζόταν ο ίδιος – σαν να ξανάγραψε την ίδια την Ιστορία. Πήρε ηθοποιούς ταυτισμένους με συγκεκριμένους ρόλους και τους έβαλε να υποδυθούν κόντρα ρόλους και να ανακαλύψουν (κι εκείνοι κι εμείς) χαρίσματα που ούτε οι ίδιοι φαντάζονταν πως είχαν κρυμμένα μέσα τους. Πήρε βαρετές ιστορίες και τις νοστίμισε, έδωσε άλλοθι στη αλόγιστη βία, έκανε πλάκα με τη φρίκη, αποδόμησε το mainstream και πάντρεψε την υπερβολή με την κανονικότητα. Με άλλα λόγια, πήγε και πήρε ό,τι του έκανε κέφι από παλιές ταινίες, b-movies, καουμπόικα, σπλάτερ, «Δύο έργα Σεξ και Καράτε», τα έριξε στην κινηματογραφική του χύτρα, τα ανακάτεψε με την κλακέτα του και μας σέρβιρε ένα πιάτο με εντελώς διαφορετική γεύση, παρότι τα υλικά του μας ήταν οικεία. Είπαμε, δεν αρέσει σε όλους ο Ταραντίνο – όπως ακριβώς δεν αρέσουν σε όλους τα ίδια φαγητά. Αυτό όμως είναι το ωραίο με τον κινηματογράφο: όπως ακριβώς και με τα φαγητά, ο καθένας μπορεί να βρει αυτό που του ταιριάζει. Ή να ανακαλύψει κάτι που ποτέ του δεν περίμενε ότι μπορεί να είναι τόσο συναρπαστικό και να γίνει ο μεγαλύτερος οπαδός του.