Πόσο μεταδοτική ήταν η χαρά του, πόσο ωραίο να το βλέπεις. Ήταν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Γεμάτος ενέργεια, πάθος και προοπτική. Χοροπηδούσε, σχεδόν χόρευε πάνω στη σκήνη. Μοίραζε τα «Σ’ αγαπώ» στο κοινό μέσα από την καρδιά του. Τι κρίμα που τελικά αυτό το Όσκαρ Β’ Ανδρικού ρόλου για το Jerry Maguire ήταν ένα ύψος καριέρας που ο Κούμπα Γκούντινγκ Τζ. πρακτικά ποτέ δεν δικαιολόγησε.

“Show me the money!” («Δείξε μου το χρήμα») η ατάκα-trademark του ήρωα που υποδυόταν σε αυτήν την ταινία του 1996, παίζοντας στο πλάι του Τομ Κρουζ. Στην πράξη, o Κούμπα Γκούντινγκ Τζούνιορ ήταν τότε «όλα τα λεφτά». Και οι κριτικοί το αναγνώρισαν βραβεύοντάς τον.

Ήταν η λογική συνέχεια των ως τότε πεπραγμένων του. Η πρότερη παρουσία του στα A Few Good Men και Outbreak αποτελούσε αδιάψευστο πειστήριο μιας ευλογημένης κατάστασης «υπάρχει ταλέντο εδώ». Τα καλλιτεχνικά γονίδια από τους τραγουδιστές γονείς του είχαν περάσει σε αυτόν, κληρονόμος και συνεχιστής έστω σε άλλο «μετερίζι».

Κι ύστερα; Τι πήγε τόσο στραβά με τον Κούμπα Γκούντινγκ Τζ; Γιατί βρέθηκε να ακούγεται μόνο για τους λάθος λόγους σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο; H απάντηση είναι μία και μόνο μία: Δεν του φταίει κανείς άλλος παρά μόνο ο εαυτός του.

Ο Κούμπα Γκούντινγκ Τζούνιορ έγινε ειδικός στο να κλωτσά την τύχη του

Σπάνια συναντάς άνθρωπο με τόσο κακό αισθητήριο στην επιλογή των ρόλων του. Μα πραγματικά. Του προτάθηκαν ρόλοι πρωταγωνιστή σε ταινίες όπως Amistad, Ray, The Last King of Scotland και Hotel Rwanda, όλες με αρκετές υποψηφιότητες για βραβεία, κι όμως αυτός αρνήθηκε.

«Παίζε μόνο με μεγάλους σκηνοθέτες», του είχε πει ο (σκηνοθέτης του Jerry Maguire) Κάμερον Κρόου κι αυτός πήγε κι έκανε ακριβώς το αντίθετο από ένα σημείο κι ύστερα, βγαίνοντας εκτός «πιάτσας».

Παρότι ο Κούμπα Γκούντινγκ έπαιξε σε καλές ταινίες όπως το As Good As It Gets και το Pearl Harbor μετά το Όσκαρ, ήταν η εξαίρεση, η φόρα του «αμέσως μετά». Κυρίως την έβγαλε με ταινίες β’ διαλογής. Κερδίζοντας αυτή τη φορά υποψηφιότητες για το Χρυσό Βατόμουρο. Αρκετές, μάλιστα.

Και ακόμα και κάποιες αναλαμπές όπως η εμφάνισή του στο American Gangster του Ρίντλεϊ Σκοτ, δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τη γενικότερη πεποίθηση πως οι καλές μέρες γι’ αυτόν τελείωσαν πριν καλά καλά αρχίσουν.

Σχεδόν όλες οι ταινίες που εμφανιζόταν ο Κούμπα Γκούντινγκ ήταν αποτυχία. Καλλιτεχνικά, εισπρακτικά. Ταυτίστηκε με τη χασούρα, του βγήκε το όνομα. Σταμάτησαν να του προτείνονται καλά σενάρια. Από το 2006 ως το 2013 έπαιζε μόνο σε φιλμ που πήγαν κατευθείαν στο DVD, δεν πέρασαν δηλαδή ποτέ από το σινεμά.

Τι τον κινητοποιούσε άραγε; Τα λεφτά και μόνο αυτά; Ο ίδιος το αρνείται. Απαντώντας πως «το μόνο που μετρούσε πάντα για μένα ήταν η προστασία της ιερότητας αυτού του χρυσού αγάλματος… Επειδή ένιωθα ότι έπρεπε να δείξω στους ανθρώπους ότι μπορώ να κάνω περισσότερα, μπορώ να τα καταφέρω καλύτερα». Με άλλα λόγια, το Οσκαρ περισσότερο κακό παρά καλό του έκανε. Τον φόρτωσε με ένα βάρος που δεν μπορούσε να διαχειριστεί.

Ενώ έπειθε πως θα φωνάξει «I am back», έριξε μία και τα διέλυσε όλα μόνος του

Λίγο έλειψε πάντως να κάνει το μεγάλο comeback ο Κούμπα Γκούντινγκ Τζούνιορ. Red Tails, The Butler και Selma την περίοδο 2012-14 ήταν όλες καλές και με impact δουλειές.  Και μέσω της τηλεόρασης, πήρε πραγματικά το πρώτο του μεγάλο «μπράβο» μετά από πολλά χρόνια.  

Στο American Crime Story του Ράιαν Μέρφι έπαιξε τον O.J. Simpson και ήταν επιτέλους to the point. Μόνο τυχαία δεν ήταν ένας ρόλος που ταίριαζε υφολογικά με αυτόν που είχε παίξει στο Jerry Maguire, ως προς τη σχέση με τον αθλητισμό των χαρακτήρων. Και μάλλον γι’ αυτό μπόρεσε να αποδώσει καλά. Ξανά με τον Ράιαν Μέρφι στο τιμόνι, έπαιξε στο American Horror Story: Roanoke – μια χαρά κι εδώ.

Και εκεί που πήγαινε να επανέλθει, έστω το πάλευε, έριξε μια και τα πέταξε όλα κάτω. Ή πιο σωστά, ήρθε το παρελθόν να τον στοιχειώσει, να τιμωρηθεί για τις ανοησίες του. Και δεν μιλάμε για την προσπάθεια που έκανε το 2018 πίσω από την κάμερα, σκηνοθετώντας το Bayou Caviar, ένα action movie που συμμετείχε μάλιστα και στο σενάριο. Αυτό δεν άρεσε, αλλά ΟΚ. Συμβαίνει. Συγχωρείται.

Τα ασυγχώρητα έσκασαν μύτη αμέσως μετά, το 2019. Με τη μορφή χιονοστιβάδας. Αλλεπάλληλες κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση – 30 καταγγελίες έγιναν συνολικά εις βάρος του! Η σοβαρότερη εξ αυτών αφορούσε μια γυναίκα που τον κατηγόρησε ότι τη βίασε σε δωμάτιο ξενοδοχείου της Νέας Υόρκης το 2013. Μόλις τις προάλλες, επιτεύχθηκε δικαστικός διακανονισμός για την υπόθεση αυτή. Αλλά εκκρεμούν κι άλλες υποθέσεις εναντίον του.

Πώς βρέθηκε ένας άνθρωπος που πρόβαλε ως πρότυπο οικογενειάρχη κάποτε να γυρίζει τα μπαρ και σουρωμένος να χουφτώνει σερβιτόρες και πελάτισσες – αυτό αφορούν οι περισσότερες κατηγορίες;

Τα φαινόμενα απατούσαν. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ο Κούμπα Γκούντινγκ Τζ παρά τις δημόσιες ερωτικές εξομολογήσεις προς τη Σάρα Κάπφερ, είχε λερωμένη τη φωλιά του. Έλεγε πως ήταν η αγάπη της ζωή τους, ότι το σπιτικό του ήταν ο ορισμός της αγάπης. Έκανε χιούμορ όταν τον ρώτησαν κάποτε «πόσο συχνά κάνεις σεξ;» λέγοντας «Καλύτερα να ρωτήσετε τη γυναίκα μου – αυτή ελέγχει αυτήν την απάντηση», αλλά τίποτα το αστείο δεν υπήρχε στην πραγματικότητα.

Κουτσουκέλες έκανε ήδη από την εποχή που ήταν παντρεμένος. Πριν δηλαδή τα «σπάσουν» το 2014 – το διαζύγιο βγήκε επίσημα το 2017. Σημειωτέο πως με τη Σάρα ήταν ζευγάρι από το σχολείο και παντρεμένοι από το 1994, ενώ έχουν μαζί και τρία παιδιά. Μετά το χωρισμό ξέφυγε εντελώς. Άρχισε να βγαίνει ασταμάτητα, να πίνει, να παρτάρει. Αδυνατώντας να ελέγξει τον εαυτό του, τις ορμές του. Όπως ξεκάθαρα φάνηκε.

Η ζωή δεν του σκάρωσε πλάκες και σίγουρα δεν έκανε καλύτερη αυτή των γύρω του

Δεν πάνε πολλά χρόνια που ο Κούμπα Γκούντινγκ Τζ δήλωνε πως περισσότερο χαρούμενος νιώθει όταν εργάζεται. Όμως φαίνεται πως ήταν λόγια του αέρα. Έχει χάσει τη χαρά της δημιουργίας, της ομαδικότητας.

Είχε τελικά διαβάσει καλά τον εαυτό του όταν έλεγε πως η απληστία είναι το μεγαλύτερο ελάττωμά του. Πως ήθελε κι άλλα, πως δεν του έφταναν όσα είχε. Ονειρευόταν να πετάξει, αν είχε μια σούπερ δύναμη αυτή θα ήθελε να είναι. Όμως προσγειώθηκε τόσο ανώμαλα μετά την πτήση των Όσκαρ. «Πρέπει να ζητήσω συγνώμη από το νεότερο εαυτό μου για τις βλακείες που έκανα μικρός», έχει πει, αλλά είναι πταίσματα σε σχέση με όσα έκανε όταν, και καλά, ωρίμασε.

Τελικά ίσως πάντα ήταν ένας άνθρωπος που παγιδεύτηκε στην παιδική του ηλικία, δεν μπόρεσε να μεγαλώσει και να καταλάβει πως δεν είναι πάντα ο χαϊδεμένος, αυτός που περνά το δικό του. Η πρώτη του ανάμνηση είναι, 4 ετών, στο Μανχάταν να παίζει στο δρόμο με χιόνια στα χέρια του, ακόμα λατρεύει τη μυρωδιά των δρόμων της Νέας Υόρκης.

Εκεί γεννήθηκε, στο Μπρονξ , αλλά μετακόμισαν οικογενειακώς στο Λος Άντζελες καθώς ο πατέρας του έκανε επιτυχία, ως μουσικός, με τη soul μπάντα The Main Ingredient. «Μην παίρνεις πολύ στα σοβαρά τη ζωή» ήταν το μότο του, αλλά του γύρισε μπούμερανγκ αυτή η ανεμελιά, η αφέλεια. Και μόνο καλύτερη ή υπέροχη (η αγαπημένη του λέξη) δεν έκανε τη ζωή των γύρω του, όπως έλεγε πάντα πως ήθελε.