Έχει αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα ο Λούις Άρμστρονγκ ακόμα και τώρα, μισό αιώνα μετά το θάνατό του. Με το που ακούς το όνομά του σου έρχεται στο νου η χαρακτηριστική φωνή του, αλλά και η χαρακτηριστική φιγούρα του. Του σεβάσμιου Αφροαμερικανού με το καλοραμμένο κοστούμι, τη φανταχτερή ορχήστρα και την λαμπερή του τρομπέτα, με την οποία δημιουργούσε μουσικά ποιήματα. Ένας καλοκάγαθος χιουμορίστας ο Λούις Άρμστρονγκ, πάντα με το χαμόγελο και τον καλό λόγο.
Αυτή ακριβώς η εικόνα του μεγάλου σταρ της τζαζ μουσικής αποτελεί ακόμα αντικείμενο διχασμού. Διότι εκτός από αυτούς που τον θεωρούν μία από τις σημαντικότερες μουσικές προσωπικότητες του 20ου αιώνα, και έναν πρωτοπόρο που κατάφερε να επιβάλλει τη φιγούρα του στη μουσική πραγματικότητα των ΗΠΑ σε πολύ δύσκολες εποχές για τους Αφροαμερικανούς, υπάρχουν και πολλοί που δεν διστάζουν να τον αποκαλούν «ξεπουλημένο», «προδότη» της τζαζ, ως και «μπαρμπα-Θωμά»! Ένας όρος που χρησιμοποιείται ευρύτερα στην Αμερική για να χαρακτηρίσει τους Αφροαμερικανούς εκείνους που με τη συμπεριφορά τους «υπηρετούν» τα στερεότυπα των λευκών, όπως και στο βιβλίο «Η Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά».
Ο «Pops» (αυτό ήταν το καλλιτεχνικό παρατσούκλι του Λούις Άρμστρονγκ όταν ξεκίνησε την καριέρα του, έφηβος ακόμα) κατηγορείται ότι απομακρύνθηκε από τη τζαζ, δοκίμασε mainstream πράγματα με κύριο στόχο το χρήμα και την αναγνώριση, όχι την ανάδειξη της ίδιας της μουσικής. Αν είχε μείνει πιστός στο δρόμο που ξεκίνησε, θα είχε ακόμα σημαντικότερη εξέλιξη, λένε.
Ο Άρμστρονγκ ήταν παρών και ενεργός στη μουσική εξέλιξη της Αμερικής για πέντε δεκαετίες. Παρ’ όλα αυτά, οι φανατικοί της τζαζ θεωρούν «αυθεντική» μόνο την πρώτη εποχή του, τη δεκαετία του 1920, όταν συμμετείχε σε μπάντες όπως η Hot Five και η Hot Seven.
Στη συνέχεια άρχισε τους πειραματισμούς και τις συνεργασίες μ’ αυτό που αποκαλούμε βιομηχανία του θεάματος: Συνεργασίες με τον Μπιλ Κρόσμπι, μίξη της τζαζ με τη χαβανέζικη μουσική, συμμετοχή ως ηθοποιός και μουσικός σε B-movies. Βεβαίως ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός μουσικός που το κατάφερε, αλλά λίγοι είναι αυτοί που του το πιστώνουν.
Είναι τέτοια η απόσταση που προσπαθούν κάποιοι να κρατήσουν, που μοιάζει να γίνεται επίτηδες. Στις πανεπιστημιακές εργασίες που κατατέθηκαν την τελευταία πενταετία με θέμα τη τζαζ το όνομα του Λούις Άρμστρονγκ αναφέρεται πολύ πίσω σε σχέση με τους άλλους ογκόλιθους του συγκεκριμένου μουσικού στυλ.
Κι αυτό διότι την εποχή του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, του Μάλκολμ Χ, του Μοχάμεντ Άλι, των οργισμένων Αφροαμερικανών που πρωτοστατούσαν στην επανάσταση, ο Άρμστρονγκ ήταν το αντίπαλο δέος: Ο καλοκάθαγος μουσικός που δεν έλεγε ποτέ κακή κουβέντα κι έμοιαζε έτοιμος να δεχτεί τα πάντα.
Μήπως όμως δεν είναι ακριβώς έτσι; Μήπως ο Λούις Άρμστρονγκ επέλεξε έναν δικό του τρόπο για να κάνει την επανάστασή του και να επιβληθεί; Μήπως αποφάσισε να μπει στο σύστημα για να το πολεμήσει από μέσα; Και μήπως, τελικά, αυτή του η στάση πρόσφερε περισσότερα στους Αφροαμερικανούς από το να έμενε εκτός των τειχών, οργισμένος μεν, αλλά και παραγκωνισμένος;
Λούις Άρμστρονγκ: Η φυλακή, ο ρατσισμός και οι κατηγορίες
Η αλήθεια είναι ότι ο Λούις Άρμστρονγκ δεν βρήκε καθόλου στρωμένο δρόμο στην προσπάθειά του να φτάσει στην κορυφή. Με το που ξεκίνησε τις εμφανίσεις του φυλακίστηκε και εκδιώχθηκε από την Καλιφόρνια για κάπνισμα κάνναβης. Αργότερα κυνηγήθηκε από το Σικάγο από γκάνγκστερ.
Σε περιοδεία στις νότιες πολιτείες απομακρύνονταν συνεχώς από τα καταλύματα, δυσκολευόταν να πάρει άδεια για συναυλίες από ρατσιστές κρατικούς υπαλλήλους και παρενοχλήθηκε από την αστυνομία, με αποκορύφωμα την προληπτική (!) φυλάκισή του στο Μέμφις, όταν οι αστυνομικοί «υποψιάστηκαν» αυτό και τη μπάντα του για κλοπή επειδή ανακάλυψαν στις αποσκευές του φανταχτερά κοστούμια…
Οι στιγμές του στην Ευρώπη δεν ήταν λιγότερο προκλητικές. Την πρώτη του νύχτα στο Λονδίνο το 1932, ο Λούις Άρμστρονγκ δεν μπορούσε να βρει ένα κατάλυμα για να κοιμηθεί, επειδή τα ξενοδοχεία δεν δέχονταν μαύρους επισκέπτες. Οι κριτικοί, μάλιστα, τον στόλισαν με διάφορα καθόλου κολακευτικά σχόλια: από τους «ρυθμικούς θορύβους της ζούγκλας» στη «φυσιογνωμία του ιπποπόταμου» και από τον «χαλικώδη βρυχηθμό του γορίλλα» μέχρι τις «πρωτόγονες κραυγές του άγριου νέγρου Αφρικανού προγόνου».
Ο Λούις Άρμστρονγκ, πάντως, πέτυχε το πρώτο ντουέτο με λευκό τραγουδιστή στην ιστορία της μουσικής ήδη από το 1928, το Rockin’ Chair με τον Χόγκι Καρμάικλ. Το δε σινγκ του Black and Blue το 1929 θεωρείται το πρώτο τραγούδι διαμαρτυρίας της αμερικανικής μουσικής ενάντια στη φυλετική ανισότητα.
Σε περιοδεία στη Νέα Ορλεάνη, την ιδιαίτερη πατρίδα του, ο Λούις Άρμστρονγκ ήταν ο πρώτος Αφροαμερικανός που μίλησε σε ραδιοφωνικό σταθμό. Ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε αυτοβιογραφία, ο πρώτος που παρουσιάστηκε σε εθνικό δίκτυο στην τηλεόραση και ο πρώτος που εμφανίστηκε σε κινηματογραφική ταινία του Χόλιγουντ. Από αυτή τη σκοπιά, η σημασία του Άρμστρονγκ για την υπόθεση της φυλετικής ισότητας δεν είναι απλά σημαντική, είναι ανυπολόγιστη.
Ακόμα και η παρεξηγήσιμη ικανότητά του να χαμογελάει πάντα (κάποιοι τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «κλόουν») έχει τη σημασία της. Ο Άρμστρονγκ υπήρξε μια φιγούρα πολύ οικεία στον μέσο λευκό Αμερικάνο, την εποχή που πολλά εκατομμύρια λευκών, όχι μόνο στο νότο, θεωρούσαν πράγματι τους Αφροαμερικανούς ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Όσο για τους πειραματισμούς του στη μουσική, ο ίδιος είχε δηλώσει ότι ακόμα και η τζαζ είναι πείραμα. Μπορεί οι μουσικές του τις ώριμες δεκαετίες να μην έχουν ούτε την τραχύτητα, ούτε την αμεσότητα της «ωμής» τζαζ της Νέας Ορλεάνης, ωστόσο οι καλλιτέχνες που μένουν επί δεκαετίες στον μουσικό «αφρό» ακολουθούν την εξέλιξη, δεν μένουν προσκολλημένοι σ’ ένα στυλ.
Με το πέρασμα των χρόνων, η στάση ζωής του Λούις Άρμστρονγκ επανεκτιμάται. Μπορεί να μην συμμετείχε σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, ούτε να έκανε προκλητικές δηλώσεις για χάρη της φυλής του, μπορεί να πειραματίστηκε και να απομακρύνθηκε από την κοιτίδα του στυλ που τον ανέδειξε, αλλά αυτός ήταν ο δικός του δρόμος.
** Με πληροφορίες από Guardian.