Περιεχόμενα
Λένε ότι ένας καλλιτέχνης, ένας πολιτικός, ένα δημόσιο πρόσωπο τέλος πάντων, μπαίνει στην καρδιά του λαού όταν γίνεται γνωστός με το μικρό του όνομα. Σ’ αυτή το μικρό μπουκέτο ανθρώπων συγκαταλέγεται και η Ρίτα. Η ερώτηση «ποια Ρίτα» είναι περιττή, όταν μιλάμε για μια γυναίκα που μεσουράνησε στο καλλιτεχνικό στερέωμα της Ελλάδας για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες. Η Ρίτα Σακελλαρίου, που γεννήθηκε σαν σήμερα, 22 Οκτωβρίου του 1934, το κέρδισε αυτό με το σπαθί της.
Αν πρέπει να βρεθεί μία και μόνη λέξη για να χαρακτηρίσει τη Ρίτα Σακελλαρίου είναι «χαμελαίων». Από την κοπέλα με τη λαμπερή φωνή που ξεκίνησε από μια ταβέρνα του Περάματος και την ανακάλυψε τυχαία ο Στέλιος Χρυσίνης μέχρι την ακομπλεξάριστη γιαγιά που στα 60 της χρόνια θα τραγουδούσε για Μέγαρο και παίδαρο, μεσολάβησαν πολλές μεταμορφώσεις.
Μοναδικές στο είδος τους. Με στόχο ορατό και πάντα πραγματοποιήσιμο: Την έφερναν πάλι στην πρώτη γραμμή της μουσικής επικαιρότητας, πάνω ακριβώς στη στιγμή που φαινόταν ότι η εικόνα της άρχιζε να ξεφτίζει. Δεν υπάρχει καλλιτεχνικό πρόσωπο, και πολύ περισσότερο γυναίκα, που να έχει τόσο διαχρονική καριέρα και σε τόσο διαφορετικά στυλ. Στα οποία, για να τα υποστηρίξει, έδινε όλο της το είναι.
Ο γάμος στα 14 και η ανακάλυψη στο Πέραμα
Η ζωή της επεφύλαξε πολλές δυσκολίες στα πρώτα της χρόνια. Τόσες, ώστε να ασκηθεί όχι μόνο η φωνή της, αλλά και η ψυχή της, και να αποδώσει ντέρτια, καημούς και πίκρες. Η Πριν ανέβει στο πάλκο είχε περάσει πολλά. Γεννημένη στη Σητεία της Κρήτης, η Ρίτα Σακελλαρίου ακολούθησε μικρή την οικογένειά της στις δυτικές συνοικίες του Πειραιά.
Έχασε τον πατέρα της στην προεφηβεία και βρήκε διέξοδο σ’ έναν γάμο σχεδόν αναγκαστικό, σε ηλικία μόλις 14 ετών, που της χαρίζει τα δύο της πρώτα παιδιά. Μετά τον πρώτο χωρισμό της εργάζεται σε καπνεργοστάσια, στα λιπάσματα της Δραπετσώνας, μέχρι και στη χωματερή του Σχιστού. Τραγουδάει συνεχώς και οι φίλοι της την σπρώχνουν να εργαστεί στον «Μύλο», μια παραλιακή ταβέρνα στο Πέραμα.
Εκεί την ανακαλύπτει ο Στέλιος Χρυσίνης, ο άνθρωπος που ανακάλυψε και τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ο τυφλός μαέστρος πιστεύει στο ταλέντο της, μεσολαβεί για ραντεβού σε δισκογραφικές εταιρείες και της γνωρίζει τα ιερά τέρατα, Τσιτσάνη και Παπαϊωάννου. Η σταθερότητα του μεροκάματου και των δουλειών τους έπεισαν τη Ρίτα Σακελλαρίου να μείνει πλάι τους ως δεύτερη φωνή στα τραγούδια τους, χωρίς προσωπική δισκογραφία.
Η απογείωση και η Ρίτα Σακελλαρίου επιχειρηματίας
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρώτος της προσωπικός δίσκος, το «Κάθε Ηλιοβασίλεμα» του Γιώργου Μανισαλή, έρχεται το 1970. Είναι η περίοδος που έχει πατήσει πια τα 35, δεν θεωρείται «νέο αίμα», αλλά απογειώνει τα τραγούδια του Μανισαλή, με αποκορύφωμα βέβαια το «Ιστορία μου, αμαρτία μου» του 1973. Παράλληλα η Ρίτα Σακελλαρίου είχε παντρευτεί για δεύτερη φορά, το 1969, τον παλαιστή Στέφανο Σιδηρόπουλο, κι απέκτησε μαζί του τρία παιδιά.
Η δεκαετία του 1970 τη βρήκε καταξιωμένη πια και… επιχειρηματία. Με τον σύζυγο επένδυσαν στη δημιουργία ενός μαγαζιού που άφησε ιστορία, έστω και για λίγα χρόνια, το «Κουίν Αν» στην Εθνική Οδό (από τα πρώτα της περιοχής). Μετά το 1973 και τα σουξέ του Μανισαλή το κέντρο γνωρίζει μεγάλες στιγμές, το επισκεπτόταν μετά τη μεταπολίτευση και ο Ανδρέας Παπανδρέου, στα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ.
Μουσαφίρης και Καρβέλας: Πάλι στο προσκήνιο
Μετά το 1977, όταν και χώρισε με τον Σιδηρόπουλο και το «Κουίν Αν» έκλεισε, η Ρίτα Σακελλαρίου φαινόταν ότι και πάλι βρισκόταν πίσω από την εποχή της. Εκείνη, όμως, βγήκε πάλι στον αφρό με εντυπωσιακό τρόπο. Συνεργάζεται με τον Τάκη Μουσαφίρη και ερμηνεύει μοναδικά σουξέ όπως το «Μια Ζωή Πληρώνω», το «Ένα Τραγούδι Πες Μου Ακόμα» και κυρίως το «Αυτός ο Άνθρωπος», ένα ζεϊμπέκικο που άρεσε υπερβολικά και στον Ανδρέα, το χόρευε συχνά στο Καστρί.
Ήταν η πρώτη από τις καταξιωμένες λαϊκές τραγουδίστριες του παρελθόντος που δεν φοβήθηκε τη σύγκριση και τη στροφή της ποπ και είπε «ναι» στη συνεργασία της με την Άννα Βίσση στη «Νεράιδα», στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Εκεί γνωρίζει τον Νίκο Καρβέλα και, χωρίς να το ξέρει όπως παραδέχτηκε η ίδια, άνοιξε ένα από τα τελευταία εντυπωσιακά κεφάλαια της καριέρας της.
Ο Καρβέλας της γράφει το «Σώσε Με», το οποίο επιβάλλεται αμέσως στη νύχτα. Στη συνέχεια, όμως, όσο γνωρίζει καλύτερα τον μπριόζικο χαρακτήρα της, της προτείνει πιο παιχνιδιάρικα τραγούδια. Από το «Αρέσω» μέχρι το «Ο Κοντός Με Τη Γραβάτα» και «Οι Σαραντάρες Ίσον Με Δύο Εικοσάρες», κάθε τραγούδι της πλέον ισοδυναμεί μ’ ένα σλόγκαν που χρησιμοποιείται ευρέως κι εκτός πίστας. Η Ρίτα Σακελλαρίου συνδέει το όνομά της με την δεκαετία του κεφιού και τις μεγάλες ζημιές στα μπουζούκια και ζει τις στιγμές της τόσο έντονα, που οι επιτυχίες αυτές, από τις τελευταίες που έκανε, επισκιάζουν τα όσα είχε πετύχει προηγουμένως.
Τα σλόγκαν και ο παίδαρος
Η τελευταία της μεγάλη επιτυχία ήταν και το σλόγκαν που έχει μείνει μέχρι τις μέρες μας. «Εγώ Δεν Πάω Μέγαρο, Θα Μείνω Με Τον Παίδαρο». Του 1993, από έναν συνθέτη της νέας γενιάς (Νίκος Τερζής) που την εμπιστεύθηκε. Η Ρίτα Σακελλαρίου είχε καλλιεργήσει κι αυτή την εικόνα της σούπερ-τεκνατζούς γιαγιάς, της ώριμης γυναίκας που θα μπορούσε παράλληλα να είναι και σέξι.
Το 1998, στα 64 της πια, αισθάνεται έναν πόνο στην πλάτη και νομίζει ότι είναι ψύξη. Κάνει εξετάσεις και διαπιστώνεται καρκίνος. Δεν το βάζει κάτω, μετά τις χημειοθεραπείες έκανε μέχρι και περιοδεία στην Αυστραλία, φορώντας περούκα. Η Ρίτα Σακελλαρίου δεν το δημοσιοποιεί, απαγορεύει ακόμα και τις διαρροές. Με την επιστροφή της, όμως, από εκεί μπήκε στο νοσοκομείο και δεν ξαναβγήκε. Ο θάνατος τη βρήκε στις 6 Αυγούστου 1999 και προκάλεσε σοκ στο πανελλήνιο, δεδομένου ότι η κοινή γνώμη, οι θαυμαστές της, δεν είχαν συνειδητοποιήσει την σοβαρότητα της κατάστασής της.