Ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος είναι που κάποτε ήτανε πουλί (και τον αγαπούσανε πολλοί) και πια δεν είναι. Άλλο αυτό όμως, κι άλλο μία τέτοια πτώση. Με κρότο. Ξανά και ξανά, σαν σε λούπα. Χτύπα κι άλλο, δεν αντέχει. Μα, άραγε, σε τι σπιράλ αρνητισμού παγιδεύτηκε ο Ρούντι Τζουλιάνι; Τι πήγε τόσο στραβά με την περίπτωσή του;

Ήταν ο «δήμαρχος της Αμερικής». Άπαντες θαύμασαν το σθένος, την αυτοκυριαρχία και την ενσυναίσθηση που επέδειξε μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Η Νέα Υόρκη ήταν μια πόλη σε βαθύ πένθος. Η Αμερική ένα έθνος σε υπαρξιακή αγωνία. Κι αυτός βγήκε μπροστά, ατρόμητος, to the point. Παίζοντας ως όφειλε το ρόλο του ηγέτη, θεσμικά και πρακτικά, σε αυτήν την τόσο ιστορική συγκυρία.

Υπερασπίστηκε τη λαβωμένη πατρίδα του σε μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές της. Το έκανε τόσο καλά, ώστε ήταν συχνό φαινόμενο εκείνη την εποχή να τον βλέπουν και να τον χειροκροτούν στο δρόμο απλοί πολίτες, αυθόρμητα και ζεστά. Ο Ρούντι Τζουλιάνι έδωσε τότε πρόσωπο στην αντοχή, στο «ένας για όλους και όλοι για έναν».

Τζουλιάνι: Από τα ψηλά στα χαμηλά

Το 1994 όταν ανέλαβε δήμαρχος του «Μεγάλου Μήλου» εκκινώντας αυτό που θα ήταν μια σπουδαία 7ετής θητεία, μόνο δώρο δεν ήταν. Η πόλη ήταν βρώμικη, επικίνδυνη, έμοιαζε εκτός ελέγχου και δομικά μη διαχειρίσιμη – έτσι τουλάχιστον νόμιζαν όλοι. Όμως, αυτός, κατάφερε κι άλλαξε το τοπίο.

Με φόρα από την προϋπηρεσία του ως ομοσπονδιακός εισαγγελίας που, μεταξύ άλλων, είχε στείλει στη φυλακή έναν γερουσιαστή και κάμποσους μαφιόζους. Δεν ήταν σύνθημα, ήταν αλήθεια πως χάρη στις κινήσεις του, οι δρόμοι έγιναν ένα πολύ πιο ασφαλές μέρος για να κυκλοφορεί κανείς. Ακόμα και οι εχθροί του, του πιστώνουν πως επί των ημερών του του οι δείκτες εγκληματικότητας έπεσαν κατά πολύ.

Flash forward 22 χρόνια μετά, κι έχουμε να κάνουμε με μια καρικατούρα του τότε πανίσχυρου και αξιοθαύμαστου άνδρα. Η πρώην βοηθός του, Νοέλ Ντάνφι τον κατηγορεί για σεξουαλική παρενόχληση, ζητώντας του αποζημίωση 10 εκατ. δολαρίων.

Τον καταγγέλλει πως απαιτούσε να του κάνει στοματικό έρωτα ενόσω αυτός μιλούσε τηλεφωνικά με τον Ντόναλντ Τραμπ. Πως την ανάγκαζε να φοράει μπικίνι και σορτς με την αμερικανική σημαία στη δουλειά. Kαι αυτά ήταν μόνο μέρος όσων υποδηλώνουν πως «δεν πάει καλά ο άνθρωπος». 

Και ξέρετε, ξέρουμε, κανείς δεν είναι ένοχος μέχρι το δικαστήριο να πεις πως έτσι είναι, αλλά πώς να διακρίνεις στον Τζουλιάνι του σήμερα το οποιοδήποτε ίχνος αξιοπιστίας; Μια ένδειξη πως δεν είναι αλήθεια όσα του χρεώνονται; Ο 78χρονος σήμερα άνδρας είναι εδώ και καιρό βυθισμένος σε φάση «από το κακό στο χειρότερο».

Ξεμωράθηκε; Πραγματικά είναι μεγάλος ο πειρασμός να το θέσουμε έτσι. Κυκλοφόρησε και βιβλίο, σχετικώς. Από τον Άντριου Κίρτζμαν. Νεοϋορκέζο δημοσιογράφο που επί σειρά ετών παρακολουθούσε ρεπορταζιακά το βίο και την πολιτεία του. Με τον εύγλωττο τίτλο «Ρούντι Τζουλιάνι: Η άνοδος και η τραγική πτώση του δημάρχου της Αμερικής».

Το Borat που θα τον στοιχειώνει και η βαφή μαλλιών που τον πρόδωσε

Η ακούσια εμφάνισή του στο Borat 2 θα τον στοιχειώνει για πάντα. Σε μια σκηνή, ακολουθεί μια ηθοποιό (Μαρία Μπακάλοβα) που υποδύεται τη δημοσιογράφο σε ένα υπνοδωμάτιο, ξαπλώνει στο κρεβάτι και βάζει τα χέρια του στο παντελόνι. Δείχνει σημάδια παράδοσης στον πόθο της σεξουαλικής προσμονής, μέχρι που ο Σάσα Μπάρον Κοέν (aka Borat) μπουκάρει στο δωμάτιο φορώντας ένα τουλάχιστον εκκεντρικό ροζ κοστούμι, φωνάζοντας ότι η γυναίκα, είναι 15 ετών (στην πραγματικότητα ήταν 24)…

Ο ίδιος, στη συνέχεια εξήγησε ότι ήταν μια προσπάθεια να βάλει στη θέση του το παντελόνι του. Είπε επίσης πως θέλησαν να τον παγιδεύσουν και να κάνουν κακό, μέσω αυτού, στον Ντόναλντ Τραμπ. Του οποίου είναι δικηγόρων επί σειρά ετών και πιστός ακόλουθος του.

Αξέχαστη θα μείνει και η συνέντευξη Τύπου κατά την οποία η βαφή μαλλιών έτρεχε από το ιδρωμένο κεφάλι του την επομένη της ήττας του Τραμπ από τον Τζο Μπάιντεν, ενώ μιλούσε live στις κάμερες. Ήταν άλλωστε η βασική «φωνή» της αρχικής άρνησης του «Πορτοκαλί» να παραδεχτεί πως έχασε τις εκλογές.

Εκείνη την ημέρα, είχε ενστερνιστεί ό,τι θεωρία συνομωσίας υπήρχε και δεν υπήρχε. Τα όσα θλιβερά ακολούθησαν και κυρίως η εισβολή στο Καπιτώλιο ήταν αποτέλεσμα και της στρατηγικής που ο ίδιος καλλιέργησε, από κοινού με τον τότε πρόεδρο.

Ηλικία, ποτό και αλαζονεία έφεραν την πτώση για τον Τζουλιάνι

Πάντα του άρεσε το σόου και το «απαγορευμένο», λένε αυτοί που τον ξέρουν. Απλώς τα σημάδια παρεκτροπής αγνοήθηκαν ή υποτιμήθηκαν. Μόλις έβαλε το χέρι του στο μέλι, γεύτηκε και γλυκάθηκε. Πήρε πολλή αγάπη και τη μετάτρεψε σε πλούτο, οικονομικά και πολιτικά.

Το 2007, όταν ήταν ακόμα στα πάνω του, έβαλε υποψηφιότητα με τους Ρεμπουμπικανούς για το χρίσμα του υποψήφιου προέδρου των ΗΠΑ, πουλώντας ακριβώς το προφίλ του δημοφιλή δημάρχου που ήταν έτοιμος για το πάνω επίπεδο, το εθνικό. Έχασε τελικά από τον Τζον ΜακΚέιν. Κοιτώντας το αναδρομικά, ίσως αυτό να είναι το σημείο μηδέν, που ξεκινάει η πτώση. Δεν μπόρεσε ποτέ να το χειριστεί, να ξεπεράσει τη ματαίωση.

Προϊόντος του χρόνου, παραδόθηκε στον πόθο του για εξουσία, φήμη και χρήματα με παράλληλη χρήση των νομικών του ικανοτήτων για να δικαιολογεί τις κατά καιρούς παρατυπίες. Η υγεία του επίσης είναι κλονισμένη, η ηλικία άρχισε να τον βαραίνει και να του θολώνει την κρίση.

Μόνο άσχετο με αυτό δεν είναι το γεγονός πως – οι πληροφορίες τον θέλουν να – πίνει πολύ και συνεχώς. Και το μέλλον του δείχνει ακόμα πιο ζοφερό, ακόμα πιο θλιβερό. Με αρκετές νομικές υποθέσεις να εκκρεμούν εναντίον του πέραν αυτής για σεξουαλική παρενόχληση (3 εξ αυτών αφορούν καταγγελίες για συκοφαντική δυσφήμιση, υπάρχει και ποινικό ζήτημα εναντίον του).

Άφησε τον κακό του εαυτό να κυριαρχήσει πάνω του. Η ίδια αυτοπεποίθηση που τον έκανε κάποτε να τολμά και να πετυχαίνει εκεί που κανείς άλλος δεν έμπλεκε, τον οδήγησε αργότερα να χάσει το μέτρο. Έγινε φανατικός, έγινε αλαζόνας.

Και δεν τον νοιάζει ούτε η υστεροφημία του. «Δεν με ενδιαφέρει η κληρονομιά μου. Θα είμαι νεκρός», έχει πει. Κάτι που δείχνει άνθρωπο που μάλλον έχει αποδεχτεί μια YOLO φάση. Γοητευτικό ίσως για έναν 20άρη, αλλά διόλου ταιριαστό για κάποιον που περπατάει στα late 70s.