Περιεχόμενα
Νομίζεις πως ορισμένοι άνθρωποι δεν θα πεθάνουν ποτέ. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι το καλλιέργησε κιόλας όσο περισσότερο γινόταν ως (ψευδ)αίσθηση. Ως δημόσια εικόνα, ως εμμονή στο κυνήγι της αιώνιας νεότητας – πλαστικές, το best of της ιατρικής φροντίδας, γυναίκες, τα είχε όλα στα πόδια του. Αυτό το πείσμα του, παροιμιώδες όσο και μάταιο εν τέλει.
Ούτε αυτός, ακόμη κι ένας Καβαλιέρε δηλαδή, μπόρεσε να νικήσει το θάνατο. Στα 86 του, δεν είναι πια σε έναν κόσμο που αν μη τι άλλο επηρέασε τα μέγιστα στο χρόνο που του δόθηκε.
Πιθανότατα κανείς ποτέ δεν διαίρεσε τόσο πολύ την Ιταλία και τους Ιταλούς στην πορεία της Ιστορίας. Χάρη σε μια μίξη ιδιοφυούς κυριαρχίας στον κόσμο των media, παλιομοδίτικης και άκρως αμφιλεγόμενης (αν όχι αυτοκαταστροφικής) άσκησης της τέχνης της πολιτικής και γοητευτικής αποτελεσματικότητας στο κομμάτι των επιχειρήσεων – βάλτε και την μπάλα μέσα, η Μίλαν (του) είναι σημείο αναφοράς.
Έκανε να φαίνονται κανονικά και νόμιμα μοτίβα συμπεριφοράς που σε άλλες χώρες δεν θα γίνονταν ανεκτά ούτε καν σε μικρές δόσεις. Και τα μαγείρευε έτσι όλα ώστε όσοι τον κριτίκαραν να φαίνονται συντηρητικοί και οπισθοδρομικοί. ‘Ενας δεινός ρήτορας, ένας ζηλευτός showman.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν αυτό(ς) που ήθελε ο μέσος Ιταλός
Ήταν μια μόνιμη πηγή διασκέδασης για τους Ιταλούς. Κωμικοτραγική, ως σύνθεση φιγούρας και πράξης. Η συλλογική τους αμαρτία. Τον έκαναν πέρα ενίοτε μόνο και μόνο για να τον επαναφέρουν αργότερα. Σαν να μην μπορούσαν «δίχως του».
Ο μέσος Ιταλός έβλεπε στον Μπερλουσκόνι μια φτωχότερη version του εαυτού του. Τους έλεγε αυτά που ήθελαν να ακούσουν, ακόμα κι αν δεν τον πίστευαν, τους αρκούσε. Τους άρεσε να τους παραμυθιάζει. Η αλήθεια ήταν όσα έλεγε κι ας ήταν ψέμα. Μέχρι που η οικονομική πραγματικότητα ήρθε να ανατρέψει τους συμβιβασμούς ετών.
Για τους οικονομολόγους, είναι αυτός που γκρέμισε την οικονομία της Ιταλίας. Για τους πολιτικούς επιστήμονες, το τολμηρό πείραμα της επιρροής της τηλεόρασης στους ψηφοφόρους. Και για τους ρεπόρτερ των ταμπλόιντ, μια ανεξάντλητη πηγή ειδήσεων γεμάτη σκάνδαλα, γκάφες, προσβολές και σεξουαλικές «τρέλες».
Θα πρέπει να χωρίσουμε τον ταραχώδη βίο του σε δύο μέρη. Στο πώς έγινε αρχικά ένας βαρόνος των media και ένας από τους πλέον εμβληματικούς και πετυχημένους ιδιοκτήτες ποδοσφαιρικών ομάδων όλων των εποχών – βάζοντας της βάσεις για αυτό που αργότερα έγινε η ελίτ του αθλήματος την Ευρώπη.
Και στο πώς μετά, ρίχτηκε με τα μούτρα στην αρένα της πολικής, ένας λαϊκιστής που έγινε πρωθυπουργός, αλλά άφησε ένα αποτύπωμα σκανδάλων επί σκανδάλων, που σε τελική ανάλυση κατέστρεψε την υστεροφημία του.
Πώς στράφηκε στην πολιτική – Τι κυνηγούσε, τι έκανε
Ήταν Ιανουάριος του 1994 όταν αποφάσισε πως οι επιχειρήσεις και η μπάλα ήταν πολύ μικρές γι’ αυτόν. Περιοριζόταν. Ένιωθε ηγέτης της Ιταλίας, αλλά έπρεπε και να το επικυρώσει. Με τίτλο. Το αυτό και έκανε.
Το 1994 ίδρυσε το κόμμα Forza Italia. Λέγοντας πως το έκανε επειδή «υπάρχει ορατός κίνδυνος κατάκτησης της εξουσίας από μέρους της αριστεράς και των κομμουνιστών». Στην πραγματικότητα, φέρεται να φοβόταν τη δικαστική έρευνα «Καθαρά Χέρια» και το τι ράμματα θα μπορούσε να βγάλει για τη γούνα του.
Με το να προσωποποιήσει την πολιτική, με το να μετατρέψει σε brand τον εαυτό του, άλλαξε παραδόσεις και συνήθειες ετών. Συνολικά ορκίσθηκε πρωθυπουργός της Ιταλίας τρεις φορές Είχε υποσχεθεί πως θα έφερνε την πατρίδα του σε νέα εποχή, εκσυγχρονίζοντας θεσμούς και καταστάσεις. Είχε τάξει επίσης πως θα την έκανε τρόπον τινά βασίλισσα της ελεύθερης αγοράς.
Το ότι η ίδια η ελεύθερη αγορά και η κρίση χρέους θα τον έβγαζαν τελικά και οριστικά εκτός πολιτικής σκηνής, το λες και ειρωνικό. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες τον θεωρούσαν απρόβλεπτο και επικίνδυνο και φρόντισαν να βγει από το προσκήνιο όταν τα πράγματα ήταν στο «μη παρέκει», το 2011.
Περισσότερο συνεπώς μένουν ως ιστορική μνήμη, οι ροζ ιστορίες που ενεπλάκη, τα πάμπολλα σκάνδαλα διαφθοράς. Ήταν αθεράπευτος γυναικάς ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Τον όριζε μια «τρέλα» για το γυναικείο φύλο. Αυτός εισήγαγε ένα τηλεοπτικό μοντέλο στο οποίο η γυναικεία ομορφιά μπήκε σε πρώτο πλάνο, με αμφιλεγόμενο συχνά τρόπο. Μέσα από τα κανάλια του, μια ιδιωτική τηλεόραση που ανέτρεψε τα καθιερωμένα σαν πανίσχυρο κύμα.
Αυτός, αργότερα, ήταν ο θιασώτης των λεγόμενων πάρτι «μπούνγκα-μπούνγκα». Ποτέ πάντως δεν καταδικάστηκε για κάτι σχετικό, ενώ αθωώθηκε από την κατηγορία χρηματισμού νεαρών γυναικών με στόχο να ψευδομαρτυρήσουν ως προς το (ροζ) περιεχόμενο των δείπνων που οργανώνονταν στην κατοικία του.
Σίλβιο Μπερλουσκόνι: Ένας άνθρωπος με πολλά πρόσωπα, μια φιγούρα κωμικοτραγική
Μέσω της μιντιακής του αυτοκρατορίας μπόρεσε από νωρίς να ελέγξει το περιεχόμενο που θα κυριαρχούσε στην επικαιρότητα της Ιταλίας. Τα μεγάλα σόου, οι λαμπερές γυναίκες, το γκλάμουρ, τα reality – θα υπάρχει πάντα ένα πριν και ένα μετά στη γειτονική χώρα. Αυτός το όρισε.
Στον κόσμο του, υπήρχαν μόνο δύο απόψεις. Η δικιά του και η λάθος. Όποιος δεν συμφωνούσε με την περσόνα του, τα αστεία του ή τα (διαπλεκόμενα) συμφέροντά του ήταν εχθρός – και συνήθως αρτηριοσκληρωτικός Αριστερός.
Του άρεσε να προβάλει εαυτόν ως θύμα. Και με τον τρόπο του, αποδυνάμωσε όσους τον πολεμούσαν, οι οποίοι έπαθαν εμμονή μαζί του και στο τέλος έγιναν αυτό που κατηγορούσαν κατά ένα τρόπο – η Αριστερά στην Ιταλία ακόμα δεν έχει συνέλθει από τα τραύματα που της προκάλεσε η τριβή με τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Οι κυβερνήσεις του πέρασαν ένα σωρό νόμους προκειμένου να τον προστατεύσουν και να αποφύγει καταδίκες για ψευδείς φορολογικές δηλώσεις, για δωροδοκίες για παράνομες πηγές εσόδων. Γι’ αυτό μπήκε άλλωστε στην πολιτική. Για να ελέγχει αυτός τους όρους του παιχνιδιού, για να μη βρεθεί προ εκπλήξεων.
Ο «Μπερλουσκονισμός» έγινε ειδικός όρος στην Ιταλία. Αυτή η υπερβολική, πέρα από νόρμες προσέγγιση, εντελώς δικιά του, της δημόσιας ζωής. Επί των ημερών του, για περισσότερα δηλαδή από 9 χρόνια συνολικά, η Ιταλία μαράζωσε σε μεγάλο βαθμό. Οι νέοι έφυγαν σωρηδόν προς χώρες του εξωτερικού κατανοώντας πως η παραμονή στην πατρίδα μόνο κακό τους έκανε.
Πολιτικά, ήταν τουλάχιστον οπορτουνιστής. Όπου έκρινε κάθε φορά πως τον βόλευε καλύτερα. Την ίδια στιγμή που δεν είχε πρόβλημα να συνδιαλέγεται με την Ακροδεξία, να έχει ύποπτες διασυνδέσεις με τη μαφία ή να ενισχύει τις σχέσεις της Ιταλίας με τη Ρωσία και την Τουρκία, ήταν και ζωηρός υποστηρικτής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, πιστεύοντας παράλληλα σε μια νεοφιλελεύθερη, ενωμένη Ευρώπη.
Συμπεριφερόταν σε αντίπαλους ηγέτες σαν τους είχε καλεσμένους στα περίφημα reality των καναλιών του. Το 2008 αποκάλεσε τον Μπάρακ Ομπάμα «όμορφο, νέο και μαυρισμένο». Για την Άνγκελα Μέρκελ έλεγε τα χειρότερα πίσω από τις κάμερες (από εμφάνιση και όχι μόνο). Ήταν σαν ένας γελωτοποιός που με κάποιο τρόπο βρέθηκε να ηγείται μιας εκ των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών χωρών.
Δεν μπορούσε να συνεχίσει να ηγείται όταν τα πράγματα έφτασαν σε οριακό σημείο. Και όντως, τότε βρέθηκε τρόπος να τον κάνουν πέρα. Αποδυναμωμένος, ταπεινωμένος, για πρώτη φορά ήταν ευάλωτος. Και ήρθαν τα χτυπήματα.
Οι δικαστικές περιπέτειες μόλις τον έκαναν στην άκρη
Ο «Καβαλιέρε», Ιππότης δηλαδή, τον Αύγουστο του 2013 καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης λόγω φορολογικής απάτης στο πλαίσιο αγοραπωλησίας τηλεοπτικών δικαιωμάτων, τελικά η ποινή μετατράπηκε σε 10 μήνες κοινωνική εργασία, σε υπηρεσίες του δήμου του Μιλάνου οι οποίες στηρίζουν τις ασθενέστερες κατηγορίες πολιτών. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, το Κοινοβούλιο της Ρώμης ψήφισε υπέρ της καθαίρεσής του από το αξίωμα του γερουσιαστή.
Το 2013 καταδικάστηκε επίσης με την κατηγορία πως έκανε πληρωμένο σεξ με ανήλικη, την 17χρονη Καρίμα Ελ Μαρούγκ, γνωστή με το ψευδώνυμο Ruby the Heart Stealer. Τελικά απαλλάχθηκε, αλλά με υποψίες πως εξαγόρασε τη σιωπή και τη συνεργασία της νεαρής κοπέλας – όπως (φέρεται να) είχε κάνει στο παρελθόν και σε άλλες περιπτώσεις.
Η μετέπειτα καταδίκη για φορολογική απάτη τον εμπόδισε να έχει δημόσιο αξίωμα ως το 2018. Στις εκλογές εκείνης της χρονιάς φάνηκε πως δεν είχε πια άλλο ρόλο να παίξει. Ως πρωταγωνιστής. Μπορεί στις εκλογές του 2022 να εξελέγη εκ νέου γερουσιαστής, αλλά ήταν φανερό πως είχε χάσει την ισχύ και την πειθώ του στο να επηρεάζει τις πολιτικές εξελίξεις.
Προκάλεσε τη χλεύη όταν εξέφρασε τη φιλοδοξία του να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην Ιταλία. Υπήρξε ένα παραθυράκι γι’ αυτόν πέρυσι να επιστρέψει στην κεντρική σκηνή, αλλά αυτό έκλεισε οριστικά όταν υπερασπίστηκε τον Πούτιν για την εισβολή στην Ουκρανία.
Σε προσωπικό επίπεδο, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι παντρεύτηκε δύο φορές και απέκτησε πέντε παιδιά: το 1965 με την Κάρλα Ελβίρα Νταλ’ Ολιο και το 1990 με τη Βερόνικα Λάριο. Έκανε σχέσεις με μερικές από τις ομορφότερες γυναίκες της Ιταλίας. Η προσωπική περιουσία του, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Forbes, ξεπέρασε τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, Ματέο Ρέντσι είχε πει κάποτε πως ο «Μπερλουσκόνι έχει ζήσει 12 ή 13 ζωές». «Είμαι σαν τον καλό κρασί, με την ηλικία βελτιώνομαι και μόνο. Τώρα είμαι τέλειος», έγραψε ο ίδιος πρόσφατα στο Twitter. Όσο για το διάδοχό του; «Δεν είναι εύκολο να βρεις μια ιδιοφυία, αλλά καθώς θα ζήσω ως τα 120, θα προλάβω να βρω έναν», έλεγε.
Τελικά για τον γεννημένο το 1936 στο Μιλάνο από πατέρα τραπεζικό υπάλληλο και μητέρα που ασχολούταν με τα οικιακά, Σίλβιο, τα 120 αποδείχτηκαν μια ψευδαίσθηση, μια απάτη. Κανείς σκωπτικά, αλλά κυρίως ρεαλιστικά, θα έλεγε πως ίσχυε το ίδιο και γι’ αυτόν ως πολιτικό. Τι αντίφαση με τον όντως μεγάλο παράγοντα που υπήρξε στο ποδόσφαιρο, γράφοντας ιστορία με 29 τρόπαια σε 31 χρόνια με τη Μίλαν. Ή τον ιδιοφυή μιντιακά επιχειρηματία, που οσμιζόταν την ευκαιρία και όριζε το περίγραμμα.