Αξιοπρέπεια, ήθος, σεβασμός. Αυτές οι λέξεις κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονται στο λεξικό, δίπλα στη φωτογραφία του Ιβάν Γιοβάνοβιτς – πάνω ακόμα κι από τα προπονητικά του χαρίσματα. Σε ένα ελληνικό ποδόσφαιρο που θυμίζει ζούγκλα, ο Γιοβάνοβιτς στέκεται αγέρωχος και διδάσκει πολιτισμό.

Όταν άλλοι στέκονται στη διαιτησία, εκείνος μιλάει για τα λάθη που έκανε η ομάδα του. Όσο κάποιοι προσπαθούν να απαξιώσουν τη φετινή πορεία του Παναθηναϊκού, μιλώντας για «φάρδος», «διαιτητικές εύνοιες» και ρέντα, ο «Στρατηγός Ιβάν» έχει μόνο καλά λόγια για κάθε αντίπαλό του. Όσο μερικοί ειρωνεύονται, εκείνος λέει «μην υποτιμάτε την ομάδα μου», μετά από ανεπιτυχή αποτελέσματα, λειτουργώντας σαν ασπίδα, σαν «καλός πατερούλης» για όλα τα «παιδιά του».

Ιβάν Γιοβάνοβιτς τακτική Παναθηναϊκός

Πανηγυρίζει σπάνια – και πάντα κόσμια – με γροθιές σφιγμένες, χωρίς χειρονομίες ή ακρότητες. Ακούει την «πράσινη εξέδρα» να τον αποθεώνει με σύνθημα που θυμίζει Ομπράντοβιτς κι εκείνος κοκκινίζει και βάζει το χέρι στην καρδιά για να πει «ευχαριστώ», σαν να ντρέπεται. «Φίλοι» και «εχθροί» παραδέχονται ότι είναι ένα «κόσμημα», μια πολυτέλεια για τον αθλητισμό μας, ένας άνθρωπος που δεν έχει δώσει ούτε μισή αφορμή για να πει κάποιος κάτι κακό γι’ αυτόν. Πόσο σπάνιο, πόσο μοναδικά πρωτόγνωρο για τον αθλητισμό μας όλο αυτό…

Ο ποδοσφαιριστής Γιοβάνοβιτς, ήταν ένας προπονητής μέσα στο γήπεδο

Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο σε μικρή ηλικία στην τοπική ομάδα της Λόζνιτσα αλλά η επαγγελματική του πορεία αρχίζει την σεζόν 1984-85 σαν ποδοσφαιριστής της Ραντ Βελιγραδίου όπου και αγωνίστηκε στο ανώτερο επίπεδο της τότε Γιουγκοσλαβίας για τις σεζόν 1987-1988 και 1988-1989. Την επόμενη σεζόν ήρθε στη μέρη μας, παίρνοντας μεταγραφή στην ομάδα του Ηρακλή, όπου έπαιξε για δέκα συνεχόμενα χρόνια, μέχρι το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας.

Ως παίκτης, ήταν αυτό που είναι και ως προπονητής: ένας μέσος με το «10» στην πλάτη, χαμηλών τόνων, εγκεφαλικός, που διάβαζε το παιχνίδι όσο ελάχιστοι. Ποτέ δεν έμπλεξε σε καυγάδες, ποτέ δεν έκανε κάποιο μαρκάρισμα που να μνημονεύουμε ακόμα (κι ήταν μια εποχή γεμάτη «δρεπάνια» και «τσεκούρια») και κατάφερνε με το μυαλό του να «μακιγιάρει» τις αγωνιστικές του αδυναμίες, που προέρχονταν κυρίως από το λιπόσαρκο σώμα του. Δικαίως, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ξένους στην ιστορία του «Γηραιού».

Η προπονητική του καριέρα

Δυο χρόνια αφού κρεμάει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, ξεκινά την προπονητική του καριέρα. Η αρχή γίνεται το 2001 στη Νίκη Βόλου, το 2002 αναλαμβάνει τον αγαπημένο του Ηρακλή και το 2003 πηγαίνει στην Κύπρο και κάθεται στον πάγκο του ΑΠΟΕΛ. Εκεί, παίρνει το πρωτάθλημα τη σεζόν 2003 – 2004 και την άνοιξη του 2005 επιστρέφει στην Ελλάδα για λογαριασμό της Παναχαϊκής. Η διαδρομή του έχει ξανά Ηρακλή το 2007 και ξανά ΑΠΟΕΛ το 2008, όταν και φοράει τα πιο μεγάλα παράσημα στο πέτο του, καθώς φτάνει με την κυπριακή ομάδα μέχρι τα προημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ τη σεζόν 2011-12. Στις δυο θητείες του στον ΑΠΟΕΛ πανηγύρισε συνολικά εννέα τρόπαια. τέσσερα πρωταθλήματα, ένα κύπελλο και τέσσερα Σούπερ Καπ, ενώ το 2009 οδήγησε τον κυπριακό σύλλογο στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ για πρώτη φορά στην ιστορία του.

Σε ό,τι έχει να κάνει με τη μεγαλειώδη πορεία του ΑΠΟΕΛ στο Τσάμπιονς Λιγξ το 2011-12, ακόμα κι ο μεγάλος Ζοσέ Μουρίνιο, προπονητής της Ρεάλ τότε, που καλή κουβέντα δεν χρωστάει σε κανέναν, μόνο καλά λόγια είχε να πει για την κυπριακή ομάδα: «Σε λίγα χρόνια ο κόσμος της Κύπρου θα καταλάβει τι πέτυχε φέτος ο ΑΠΟΕΛ. Ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα. Αν εμείς ή η Μπαρσελόνα ή η Μπάγερν πάρουμε το Τσάμπιονς Λιγκ δεν θα είναι τόσο σπουδαίο όσο αυτό που έκανε ο ΑΠΟΕΛ, διότι το κάναμε ξανά. Είναι καταπληκτικό αυτό που έκανε ο ΑΠΟΕΛ και ελπίζω να πάρει το πρωτάθλημα για να παίξει ξανά στο Τσάμπιονς Λιγκ».

Τον Ιούνιο του 2013 ανέλαβε προπονητής της Αλ Νασρ, ομάδας από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και επέστρεψε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Παναθηναϊκού το 2021. Πολλές φορές το όνομά του είχε ακουστεί για ελληνικές ομάδες, χωρίς να προχωρήσει ωστόσο κάτι, μέχρι τη στιγμή που έδωσε τα χέρια με τους «πράσινους». Το συμβόλαιό του, ήταν για έναν χρόνο στην αρχή, για να τον δούμε και για να μας δει. Και μετά την πρώτη του σεζόν, την ξεκάθαρη αγωνιστική βελτίωση της ομάδας, την κατάκτηση του Κυπέλλου και την ευρωπαϊκή έξοδο, ο Γιοβάνοβιτς επέκτεινε τη συνεργασία του με τον Παναθηναϊκό για ακόμα δυο χρόνια.

Ιβάν Γιοβάνοβιτς τακτική Παναθηναϊκός

Η αγωνιστική του φιλοσοφία

Δεν διατείνεται ότι «ανακαλύπτει τον τροχό» ο Γιοβάνοβιτς. Εμπιστεύεται έναν σταθερό κορμό, δύσκολα προχωρά σε αλλαγές στην 11άδα όταν νιώθει ότι οι «βασικοί» του, του κάνουν τη δουλειά και πρεσβεύει ένα συγκεκριμένο στυλ ποδοσφαίρου, είτε παίζει εντός είτε εκτός έδρας, είτε παίζει ντέρμπι, είτε με «μικρομεσαίο» αντίπαλο. Θέλει η ομάδα του να παίζει ποδόσφαιρο κατοχής κι όχι αναμονής, ξόρκισε πολύ γρήγορα το «φάντασμα» του Μπόλονι, ο οποίος έπαιζε ποδόσφαιρο «αντιτουριστικό» και «παθητικό», διότι θεωρεί ότι δεν αρμόζει σε μια ομάδα με το μέγεθος του Παναθηναϊκού να μην προσπαθεί να παίζει ποδόσφαιρο κυριαρχίας και πρωτοβουλίας.

Παράλληλα, ξόρκισε και τις συμπεριφορές τύπου Μπόλονι: ο Γιοβάνοβιτς απαιτεί σεβασμό από τους παίκτες του, διότι πρώτα ο ίδιος φέρεται με σεβασμό από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο. Άνθρωποι που «ζουν» τα αποδυτήρια της ομάδας εδώ και 15-20 χρόνια, λένε ότι δεν έχουν ξαναδεί τέτοιο κλίμα στα αποδυτήρια: θυμίζουν «εκκλησία», με τους παίκτες να τον κοιτούν στα μάτια και να προσπαθούν να εφαρμόσουν στο χορτάρι αυτά που του ζητά να κάνουν.

Ο Γιοβάνοβιτς πιστεύει πολύ στην ανάπτυξη από τις πτέρυγες, θέλει το ένα από τα δυο πλάγια μπακ του να ανεβαίνει και να συμμετέχει στην επιθετική ανάπτυξη με το άλλο μπακ να μένει πιο πίσω και να γίνεται τρίτο στόπερ, έχει έναν παίκτη στα χαφ που «του θυμίζει τον ίδιο στα νιάτα του», τον Ρούμπεν Πέρεθ, που είναι εγκεφαλικός και «προπονητής» όπως ήταν και ο ίδιος όταν έπαιζε, εναλλάσσει τους δυο επιθετικούς του (Σπόραρ και Ιωαννίδη) βάζοντας σπάνια και τους δυο να παίξουν ταυτόχρονα και είναι ο άνθρωπος που «ανέστησε» και έδωσε ξανά ποδοσφαιρικό οξυγόνο σε παίκτες που ήταν ξενερωμένοι, απαξιωμένοι και «φευγάτοι»: ο Αϊτόρ, ο Χουάνκαρ, ο Ιωαννίδης, ο Κουρμπέλης, ο Σένκεφελντ, ο Κώτσιρας, όλοι έγιναν καλύτεροι στη «δούλεψή του».

Ιβάν Γιοβάνοβιτς τακτική Παναθηναϊκός

Ένα «κουσούρι» έχει μόνο ο Ιβάν και το είχε πάντα στην προπονητική του διαδρομή: «ψειρίζει» υπερβολικά τους μεταγραφικούς στόχους της ομάδας, με αποτέλεσμα είτε να αργούν υπερβολικά οι μεταγραφές, είτε να χάνονται στόχοι, είτε να έρχονται αργά και να «μπαίνουν» στην ομάδα με καθυστέρηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Παλάσιος, που ήρθε κυριολεκτικά 12 λεπτά πριν εκπνεύσει η μεταγραφική περίοδος τον Αύγουστο του 2021. Οι επιλογές του όμως, παρότι συχνά «αργοπορημένες», είναι ποδοσφαιρικά ορθές, «δουλεμένες» και όχι απαραίτητα κοστοβόρες: ο Μπρινιόλι, ο Τσέριν, ο Μάγκνουσον, ο Σπόραρ, ο Μπερνάρ, ο δανεικός Γκατσίνοβιτς πέρυσι, ακόμα και ο Σάρλια ή ο Τσόκαϊ ή ο Κλεϊχέισλερ, μαζί φυσικά με τον Μαντσίνι, όλοι τους έχουν προσφέρει πράγματα στην ομάδα – ίσως ο μοναδικός που δεν «κούμπωσε» και δεν έχει δώσει φέτος παρά ελάχιστα πράγματα, να είναι ο Βέρμπιτς, που ωστόσο έχει διάφορα ελαφρυντικά λόγω ενός σοβαρού προσωπικού ζητήματος, που έχει κρεμάσει τη ζωή του στα «μανταλάκια».

Μαζί σου κι όπου βγει


Η συντριπτική πλειοψηφία των φίλων του «τριφυλλιού» τον λατρεύει: είναι αυτός, με τον οποίον θα πολεμούσες στην πρώτη γραμμή χωρίς καν να στο ζητήσει, πολύ απλά διότι καταλαβαίνεις ότι πρώτος θα έβγαινε από το χαράκωμα και θα έτρεχε προς τις αντίπαλες γραμμές. Γι’ αυτό και – ανεξάρτητα από το τι θα γίνει φέτος και αν η ομάδα πάρει πρωτάθλημα – επιθυμούν να «γεράσει» στην ομάδα, διότι αναγνωρίζουν ότι είναι ο άνθρωπος που επανέφερε τον Παναθηναϊκό εκεί που του αξίζει να βρίσκεται: στους τίτλους, στη διεκδίκηση πρωταθλήματος, στην ευρωπαϊκή έξοδο. Έφερε αέρα αλλαγής και σεβασμό από όλους, αξιοκρατία και ποδοσφαιρική δικαιοσύνη, χωρίς ποτέ να πουλάει «Παναθηναϊκοφροσύνη» και να κάνει δημόσιες σχέσεις με την κερκίδα.

Ιβάν Γιοβάνοβιτς τακτική Παναθηναϊκός

Ο Ιβάν έφερε τον κόσμο ξανά στο γήπεδο, «έδωσε νόημα στις Κυριακές μας», τα εισιτήρια εξαφανίζονται λίγα μόλις λεπτά αφού βγουν στην κυκλοφορία, η εξέδρα έχει χαμόγελο, παλμό, πίστη, αισιοδοξία, μετά από πολλά χρόνια. Κι όλο αυτό, είναι έργο Ιβάν. Αθόρυβα, διακριτικά, με σκληρή δουλειά και ελάχιστα λόγια, με πολλή προσπάθεια και μηδέν δικαιολογίες, έχοντας να παλέψει με τραυματισμούς, ντεφορμαρίσματα, ασθένειες και κάθε είδους αναποδιές. Ό,τι και να γίνει την Κυριακή στο ντέρμπι με την ΑΕΚ, ό,τι και να γίνει στο φινάλε της σεζόν, είτε ο Παναθηναϊκός πάρει το πρωτάθλημα είτε όχι, ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς θα είναι αυτός στον οποίον όλοι οφείλουμε ένα τεράστιο «Ευχαριστώ».