Ο Θόδωρος Παπαγιάννης, αποτελεί από τους σημαντικότερους και διεθνώς αναγνωρισμένους Έλληνες γλύπτες της γενιάς του, ένας  φωτεινός άνθρωπος και χαρισματικός καθηγητής που ξεκίνησε από την Ήπειρο και κατέκτησε τον κόσμο. Η τέχνη του, αποτέλεσε το κέντρο της ζωής του, ξεπερνώντας συχνά τα ανθρώπινα όρια προκειμένου να την υπηρετήσει όπως εκείνος ήξερε και οραματιζόταν. Αγαπά τα σκληρά, δύσκολα υλικά, όπως το μάρμαρο και το μέταλλο τα οποία περιεργάζεται σε ένα αέναο κρεσέντο δημιουργίας που παντρεύει το πρωτόγονο και το σύγχρονο, αποπνέοντας βαθιά και ειλικρινή ανθρωπιά. Άμεσος, ουσιαστικός, ορμητικός και ακούραστος ο Θόδωρος Παπαγιάννης είναι ένας οραματιστής, κρατώντας σαφείς αποστάσεις από οτιδήποτε πρόσκαιρο και αξιακά ευτελές. Τα νάματα της αισθητικής του, πηγάζουν από τους επιβλητικούς ορεινούς όγκους και ξεχύνονται σαν ορμητικό ποτάμι οδηγώντας στην κάθαρση, λυτρώνοντας τον από τα δικά του «Φαντάσματα».

-Οι προσλαμβάνουσες που είχατε, είχαν σχέση με την τέχνη;

Όχι και πολλοί με ρωτάνε. Τέχνη από πού και πώς θα προέκυπτε, δεν ξέραμε από τέχνη. Το μόνο που ξέραμε ήταν το κεφάλι που Ερμή που ήταν πάνω σε ένα σαπούνι, το μοσχοσάπουνο. Από ότι μου έλεγαν, έπιανε το χέρι μου έκανα περίεργες κινήσεις. Η δασκάλα έλεγε στην μάνα μου αυτός θα γίνει σπουδαίος. Λίγο πριν το γυμνάσιο έφαγα μία σφαλιάρα από τον δάσκαλο και έσκισα το χείλος μου στον πίνακα και τους είπα ότι δεν θα συνεχίσω το σχολείο. Τότε, ήρθε ο πατέρας μου από τα Γιάννενα και μου είπε «αφού δεν θες γράμματα, βόσκα πρόβατα» και έτσι μου πήρε 13 πρόβατα. Εκείνη την περίοδο άρχισα να σκαλίζω πέτρες.

-Στα 14 συνειδητοποιήσατε ότι έχετε μία έφεση στην γλυπτική;

Και πολύ νωρίτερα, ξεκίνησα να κάνω κεφάλια στην πέτρα.

-Οι γονείς σας πως αντιμετώπισαν ότι ασχοληθήκατε με την τέχνη;

Ο πατέρας μου ήθελε να μάθουμε γράμματα και όλοι μας μάθαμε. Για τους γονείς μου ήταν μεγάλο καμάρι, ο πατέρας μου είχε φωτογραφίες από τα έργα μου. Ήταν πολύ περήφανος που κατάφερα να μπω πρώτος στη σχολή.

Θόδωρος Παπαγιάννης

-Σας ρωτάω γιατί για εκείνους ήταν κάτι ξένο και θα μπορούσαν να μην το έχουν κατανοήσει. Όπως είχε συμβεί για παράδειγμα με τον Χαλεπά. 

Δυστυχώς, υπήρχαν πολλές οικογένειες που δεν ήθελαν τα παιδιά τους να πάνε στην τέχνη. Είμαι ευτυχής που δεν αντιμετώπισα το ίδιο πρόβλημα με τους δικούς μου γονείς.

-Είχατε πει για τα παιδικά σας βιώματα «Πετάγονται σαν φύτρα ανάμεσα από ότι άλλο έχει συσσωρευτεί επάνω τους».

Αυτό το λέω γιατί ήταν τόσο έντονα τα βιώματα και οι εμπειρίες μου από εδώ, που ό,τι άλλο συσσωρεύτηκε μετά από τις σχολές, τις υποτροφίες, το εξωτερικό ό,τι έντεχνο μπηκε από πάνω αυτά πετάγονταν σαν φύτρες ανάμεσα σε πλάκες. Δεν με άφησαν ποτέ, ούτε αυτά που έμαθα μετά κάλυψαν τα παλιά μου βιώματα. Εξάλλου, για αυτό έκανα αυτό το μουσείο, έφερα έργα από τα βιώματα μου και τις εμπειρίες μου εδώ, στο μέρος που τα γέννησε.

-Γιατί δεν το κάνατε στην Αθήνα;

Το εργαστήριο μου είναι εκεί και θα μπορούσα να κάνω το μουσείο στην Αθήνα. Η Αθήνα όμως έχει τόσα μουσεία και πιστεύω ότι έχουν και τα χωριά τα διακαιώματα τους. Παλιότερα θυμάμαι ότι θέλαμε να πάει η τέχνη στον λαό, πως αλλιώς θα γίνει.

-Γενικά προσπαθείτε να φέρετε την τέχνη στην καθημερινότητα, να την κάνετε προσιτή. 

Ακριβώς, και αυτό το έκανα και με τα πολλαπλά γλυπτά τα οποία είναι προσιτά στον πολύ κόσμο γιατί η τέχνη είναι ακριβή, δεν μπορούν να την αποκτήσουν όλοι. Για αυτό κάναμε το ΚΕΤ (Κέντρο εικαστικών τεχνών) όπου είχαμε συνδρομές μέσω των οποίων ήταν πιο εύκολο για κάποιον να αποκτήσει ένα έργο τέχνης.

 

– Στα συμπόσια γλυπτικής που οργανώνετε, συγκεντρώνεστε με τους μαθητές σε κάποια μέρη, φτιάχνετε γλυπτά και τα αφήνετε στο μέρος που σας φιλοξένησε. Πως ξεκίνησε αυτός ο θεσμός;

Αυτός ο θεσμός είναι διεθνής και έχουν δημιουργηθεί μεγάλα πάρκα γλυπτικής στο εξωτερικό, στα οποία έχω συμμετάσχει και ήθελα να το φέρω και στην Ελλάδα αυτό. Εδώ και πολλά χρόνια, ξεκινήσαμε αρχικά στην Θάσο όπου πήγα και είδα το αρχαίο λατομείο και τρόμαξα με το πως έβγαζαν το μάρμαρο εκεί. Τότε είπα ότι θα κάνω ένα μνημείο εκεί για τους ανώνυμος αυτούς ανθρώπους που βογγούσαν κάθε μέρα για να βγάλουν το μάρμαρο. Εκεί, το 1991 με βρήκε η κα Βαρουξάκη, που ήταν Θασιώτησα και μου είπε να κάνουμε ένα συμπόσιο γλυπτικής με είκοσι καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Το 1995 και το 1996 κάναμε στα Γιάννενα και μετά σε πολλές ακόμη πόλεις σε Ελλάδα και Κύπρο.

Θόδωρος Παπαγιάννης

– Ο κόσμος της τέχνης σας αποθέωσε, σας βράβευσε, ο απλός κόσμος όμως, που δεν έχει πολλά ερεθίσματα, δεν έχει συχνή επαφή με την τέχνη και ίσως δεν μπορεί να την κρίνει τι σας λέει; Τι ακούτε όταν έρχονται εδώ και βλέπουν τα γλυπτά που βρίσκονται διάσπαρτα στο χωριό;

Οι αντιδράσεις είναι θετικές, θεωρούν ότι με αυτόν τον τρόπο έγινε το χωριό διάσημο, ότι βοηθήθηκε πολύ. Λένε «μπράβο που γύρισε στο χωριό του» δεν κρίνουν την τέχνη. Βέβαια, υπάρχουν και κάποιοι που αντιδρούν, «γέμισε το χωριό λιθάρια» είπε κάποιος. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι από εδώ, από το χωριό, που θέλουν να συμμετάσχουν και έχουμε κάνει μαζί έναν όμιλο φίλων του μουσείου στον οποίο είναι μέλη τουλάχιστον δέκα πρυτάνεις και εκατό καθηγητές που καταλαβαίνουν και εκτιμούν την προσπάθεια μας. Γράφτηκαν βιβλία για το μουσείο, κάναμε ντοκιμαντέρ που πήρε το πρώτο πανελλήνιο βραβείο και αν δείτε το βιβλίο επισκεπτών θα καταλάβετε ότι ο κόσμος είναι πολύ ευχαριστημένος, αυτό σου δίνει μία ικανοποίηση, ότι δεν πήγε τζάμπα ο κόπος σου. Είναι ενθαρρυντικό ότι οι ντόποιοι, βελτιώνουν τα μαγαζιά τους μέσα στα οποία υπάρχουν τα πορτραίτα που έχω φτιάξει στους συγχωριανούς μου. Έχουν φύγει από τους τοίχους η τσιγγάνα και ο γέρος με το τσιμπούκι. Υπάρχει μία νεολαία που κατανοεί τα πράγματα.

-Πως είναι η σημερινή νεολαία;

Τους βλέπω στις εκδηλώσεις που κάνουμε εδώ το βράδυ. Ενώ κάνουμε σπουδαίες εκδηλώσεις όπως παρουσιάσεις βιβλίων και μουσικές βραδιές, εκείνοι παίζουν μπάσκετ και κάνουν θόρυβο. Είναι σαν να μην τους αφορά.

-Οι παλαιότερες γενιές είχαν μεγαλύτερο μεράκι για να μάθουν και να εξελιχθούν;

Τότε δεν μάθαιναν όλοι γράμματα μόνο εκείνοι που ήθελαν. Τώρα τους στέλνουμε όλους, έχουμε πολλούς απόφοιτους Πανεπιστημίου αλλά ούτε έναν υδραυλικό, έχουν χαθεί παραδοσιακά επαγγέλματα. Κάποτε, είχαμε εξαιρετικούς τεχνίτες και μαστόρους. Στην Ιταλία για παράδειγμα, που πηγαίναμε και δουλεύαμε με τους άλλες καθηγητές τα έχουν διατηρήσει όλα.

-Έχετε κάνει ιδιαίτερη μνεία στους ευεργέτες της Ελλάδας, πολλοί από τους οποίους ήταν Ηπειρώτες.

Έχουν φύγει αυτά τα ιδανικά, εξάλλου αυτοί έφευγαν από μεγάλη φτώχεια και ήξεραν τι έμενε πίσω. Γνώριζαν ότι δεν υπήρχαν σχολεία, νοσοκομεία, δρόμοι. Αυτός που έχτισε το σχολείο του χωριού δεν είχε πάει σχολείο ο ίδιος, τα γεφύρια τότε όπως αυτό της Πλάκας γεφύρωσαν τον κόσμο.

-Εσάς τα θέματα που σας εμπνέουν είναι διαχρονικά τα ίδια;

Είναι κάποιες αρχές που πήρα από την σχολή καλών τεχνών, από τους δασκάλους μου, ότι είναι εντιμότητα να σχεδιάζεις, να μελετάς την φύση να παρατηρείς να σέβεσαι και να μελετάς την παράδοση. Όλα αυτά, είναι μία αλυσίδα, εγώ θέλω αν μπορώ να προσθέσω έναν κρίκο γιατί εδώ, στην Ελλάδα, παρήχθη μεγάλη τέχνη. Μας αντιγράφει όλος ο κόσμος και μόλις πας εσύ να μιλήσεις για την τέχνη σου, αρχίζουν να σου λένε «Α! αυτός είναι προσκολλημένος με την αρχαιότητα». Μα η αρχαιότητα έχει δώσει φώτα στον κόσμο, τέτοια τέχνη δεν έχει ξαναγίνει ποτέ, έχουν γεμίσει όλα τα μουσεία. Γίνονται εκθέσεις εδώ και έρχονται ξένοι, οι οποίοι σέβονται την ελληνική παράδοση και τους προβάλουν. Αντίθετα, οι  Έλληνες τεχνοκρίτες και οι συλλέκτες δεν ασχολούνται καθόλου με τους Έλληνες.

-Νομίζω όμως ότι πάντα υπήρχε μία απαξίωση στους Έλληνες καλλιτέχνες.

Ειδικά στην τέχνη γίνεται πάρα πολύ, γιατί στο εξωτερικό είναι τα κέντρα, εμείς δεν είμαστε το κέντρο, εμείς είμαστε περιφέρεια. Τα κέντρα είναι η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο,  το Βερολίνο, το Παρίσι. Η Αθήνα, τώρα που απέκτησε την Πινακοθήκη, το Νιάρχος, την Στέγη έχει εξελιχθεί πολύ. Όταν ήταν ο Ιόλας που ήξερε να προβάλει τα έργα έγιναν γνωστοί πολλοί καλλιτέχνες, ήταν μία μεγάλη μορφή γιατί ήξερε να πουλάει την τέχνη. Ήταν σαν την Μελίνα, μπορούσε να χτυπήσει την πόρτα σε όποιον ήθελε.

-Έχετε δημιουργήσει μία ολόκληρη συλλογή με έργα από την καταστροφή του Πολυτεχνείου, καταλαβαίνω ότι ήταν μία πολύ δυσάρεστη αλλά και δυνατή εμπειρία για εσάς. 

Εκεί έζησα 45 χρόνια ως σπουδαστής και δάσκαλος και αυτό το ίδρυμα το αγάπησα, χάιδεψα τις κολόνες του, ήταν ένα διαμάντι της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής. Και όταν είδα την εισβολή, αποφάσισα ότι πρέπει να αφήσω κάτι για αυτό το δράμα που εκτυλίχθηκε. Έβλεπα κάθε χρόνο να βανδαλίζεται η σχολή, να μας κλέβουν τους πίνακες, τους υπολογιστές, να σπάνε τις πόρτεες, είδα και την φωτιά στο τέλος και αποφάσισα να αντιδράσω. Έγραψα το κείμενο «Φαντάσματα» που έχει δημοσιευτεί και επί 20 χρόνια, ασχολούμουν με αυτά. Έκανα την πρώτη έκθεση στο Μέτσοβο γιατί το Πολυτεχνείο ήταν Μετσόβιο. Μετά ακολούθησαν το Μουσείο Μπενάκη και εκθέσεις  στο εξωτερικό όπως στο Μόναχο και στο Βερολίνο.

-Ποια είναι η μεγαλύτερη παθογένεια των ελληνικών Πανεπιστημίων;

Εμείς έχουμε χάσει την πειθαρχεία, μπορείς να φανταστείς το Πολυτεχνείο να είναι κατειλημμένο από τους αναρχικούς 40 χρόνια, να μπαίνουν μέσα, να σπάνε και να μην τους πειράζει κανένας; Πήγα στο εξωτερικό σε πολλά Πανεπιστήμια, δεν έχω δει αυτό το πράγμα πουθενά. Θόδωρος Παπαγιάννης: «Η τέχνη λυτρώνει πολλές φορές, είναι ψυχοθεραπεία».

Φταίμε πολλοί και οι καθηγητές έχουμε μεγάλη ευθύνη. Επικράτησαν πολύ οι λαικιστές, βγήκε ο νόμος του 81 που δεν ήταν επιτυχημένος, έγιναν καθηγητές πάρα πολλοί χωρίς να πληρούν τα κριτήρια και αυτό το κακό έπειτα αναπαράγεται. Από το ένα άκρο, πήγαμε στο άλλο. Ενώ παλιά δέσποζε ο καθηγητής, που ήταν κέρβερος μέσα στο Πανεπιστήμιο, μετά καταλήξαμε ο υφιστάμενος να γίνει ισάξιος με τον καθηγητή και πέρασαν άνθρωποι μέσα στα Πανεπιστήμια που δεν άξιζαν να είναι εκεί. Οι καθηγητές έχουν χάσει το κύρος τους. Δεν θέλουν αξιολόγηση. Που ακούστηκε αυτό; Ποιος φοβάται την αξιολόγηση όταν είναι εντάξει στην δουλειά του;

-Στο εξωτερικό έχετε ζήσει;

Ναι έμεινα στην Αμερική και τη Γαλλία, είχαμε πολύ συχνές ανταλλαγές με την σχολή Καλών Τεχνών στο Βερολίνο. Η σχολή Καλών Τεχνών έχει διάφορα παραρτήματα στη Μύκονο, στη Μυτιλήνη, στην Κρήτη, στα Γιάννενα, στην Υδρα, στα Ζαγόρια. Είχαμε τα παραρτήματα που είχαν εργαστήρια μέσα και αυτό μας διευκόλυνε, καλούσαμε συναδέλφους και μαθητές, τους φιλοξενούσαμε και εκείνοι βέβαια αντίστοιχα.

-Τι αποκομίσατε από το εξωτερικό;

Πρώτον, έβλεπε κανείς πως λειτουργούν οι σχολές εκεί, όχι πως και εκεί δεν υπάρχει μία διάλυση αλλά το χρήσιμο ήταν ότι έβλεπες την κοινωνία, έβλεπες εκθέσεις, τα παιδιά έβλεπαν άλλους σπουδαστές, αντάλασσαν απόψεις και επειδή οι σχολές και οι δικές μας και εκείνες ήταν πολυεθνικές ήταν πολύ χρήσιμο. Το ίδιο ίσχυε και για εμάς, σε επίπεδο καθηγητών.

-Ως καθηγητής τι θέλετε να μεταδώσετε στους μαθητές σας;

Δεν μπορείς να κάνεις τέχνη επιπόλαια. Πρέπει να μελετήσεις. Δεν βοηθάει το γενικότερο κλίμα που εστιάζει στο «φαίνεσθαι» και όχι στο «είναι». Αυτό προβάλλεται και στις Μπιενάλε και η νεολαία δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από όλα αυτά. Όμως, έχεις υποχρέωση σαν δάσκαλος να τους δώσεις κάποιες άλλες αρχές, διαφορετικές, να τους εξοπλίσεις με αξίες που θα διαρκέσουν στον χρόνο. Αυτό, άλλοι το παίρνουν και άλλοι όχι, κάποιοι θέλουν την γρήγορη προβολή που εμείς δεν το κάναμε στις γενιές μας. Μελετούσαμε πολύ, κυνηγούσαμε τις υποτροφίες, ταξιδεύαμε.

– Στις Μπιενάλε, θεωρείτε ότι πλέον δύσκολα συναντάς αξιόλογα έργα;

Πολλά είναι αξιόλογα, όμως σήμερα στην τέχνη είναι πολύ σημαντικός ο μάνατζερ και προβάλονται πράγματα τα οποία δεν είναι τόσο σημαντικά. Για παράδειγμα, όταν μπαίνω στο MOMA στην Nέα Yόρκη, σε έκθεση σύγχρονων Ελλήνων και βλέπω ένα καροτσάκι κρεμασμένο με σακούλες ή βλέπω δέκα μπάλες χορτάρι, δεν μπορώ να τα πάρω στα σοβαρά και είναι και πράγματα που και ο κόσμος τα χλευάζει. Υπάρχει μία τάση στην εύκολη καταξίωση και την εύκολη προβολή με την ελάχιστη προσπάθεια. Χωρίς προσπάθεια δεν γίνεται τίποτα.

-Άρα η τέχνη δεν είναι τόσο υποκειμενική έχει κάποια συγκεκριμένα κριτήρια για να την αξιολογήσουμε.

Τα πράγματα έχουν γίνει πολύ πιο ελαστικά. Παλιά, ούτε οι καλλιτέχνες έβγαιναν έτσι στην επιφάνεια, ούτε αξιολογούνταν κατά τον ίδιο τρόπο. Έχουν περάσει το βίντεο, τα εύκολα μέσα, που έχουν επικρατήσει και είναι πεισιθανάτια, που τα βλέπεις σήμερα αλλά αύριο μεθαύριο σβήνουν. Εγώ είμαι άλλων αρχών. Ως δάσκαλος ήθελα να ανοίξω κάποιους δρόμους στα νέα παιδιά και από εκεί και πέρα, ανάλογα με το πείσμα και το ταλέντο του, ο καθένας να προβληθεί.

-«Έστησα σκιάχτρα να ξορκίσω τα κακά φαντάσματα που τρομοκρατούν τα όνειρα μου και αγριεύουν τον ύπνο μου». Αυτό αφορούσε την φωτιά στο Πολυτεχνείο. Σήμερα τι τρομοκρατεί τα όνειρα σας;

Αυτό που είχα πει τότε, ήταν αυτό ακριβώς που ζούσα. Σήμερα, με απασχολεί πολύ η κατάσταση όπως εξελίσσεται με το οικολογικό πρόβλημα,την οικονομική κατάσταση, τις ασθένειες, την προχειρότητα που αντιμετωπίζουμε τα πράγματα, σε τι κόσμο θα ζήσουν τα νέα παιδιά; Ήρθε ένα πούλμαν με παιδιά μετανάστες και τα έβλεπα και σκεφτόμουν «τι να τους πω τώρα εγώ για την τέχνη, ποιος ξέρει τι βάσανο έχει η ψυχή τους και πόσο πληγωμένα μπορεί να είναι». Η τέχνη βέβαια μπορεί και να σώσει. Λυτρώνει πολλές φορές και είναι και ψυχοθεραπεία αν μπορέσει να διοχετευτεί κανείς προς τα εκεί.

-Αγαπάτε τους ανθρώπους.

Βέβαια τους αγαπώ γιατί τι να κάνουμε απάνθρωποι να γίνουμε;

-Ποιος είναι ο προορισμός σας;

Να μπορέσω να κάνω κάποιους πιο ευαίσθητους και πιο ανθρώπινους. Φυσικά, με ενδιαφέρει πολύ το μεγάλο πρόβλημα που είναι το παγκόσμιο πρόβλημα του περιβάλλοντος.

-Είχατε πει: «Αναζητώ τον μύθο σε μία εποχή που οι πολλοί κάνουν προσπάθεια να απομυθοποιήσουν την τέχνη». Ίσως και να την ευτελίσουν;

Ναι βέβαια, να την φτηνύνουν ουσιαστικά γιατί η τέχνη είναι σοβαρή ιστορία, δεν βγαίνει έτσι στην ζωή των ανθρώπων.

-Ποια ήταν η πιο σημαντική στιγμή της καριέρας σας;

Αυτό που έγινε τότε με το Σικάγο, σε έναν διεθνή διαγωνισμό, που πήρα το πρώτο βραβείο ήταν πολύ σημαντική στιγμή, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι πολλές οι συγκινητικές στιγμές. Η πιο ωραία στιγμή ήταν όταν έδωσα στην Καλών Τεχνών, χωρίς φροντιστήριο και μου είπαν ότι πέρασα πρώτος. Θυμάμαι ότι πήγα τρέχοντας στην Ομόνοια για να στείλω ένα τηλεγράφημα στους γονείς μου. Η συγκίνηση που ένιωσα και εγώ και εκείνοι όταν συναντηθήκαμε θα μου μείνει ανεξίτηλη.

Φωτογραφίες: Μενέλαος Συκοβέλης

Διαβάστε ακόμα στο intronews.gr

Τα Κίτρινα Ποδήλατα κάνουν μαζί μας ένα ταξίδι στον χρόνο και μας μιλούν για την τέχνη τους, τους «φίλους» τους και τα επόμενά τους βήματα

 

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου στο Nitro.gr: «Οι άνθρωποι γίνονται φίλοι χωρίς να ξέρουν τι σημαίνει, επειδή έχουν ανασφάλεια και θέλουν να αποφύγουν τη μοναξιά»

Grace Kelly: Τελικά πόσο ευτυχισμένη ήταν η πριγκίπισσα του Μονακό