Περιεχόμενα
Λαντζέρης. Μούτσος. Οικοδόμος. Ακροβάτης σε τσίρκο. Γυμνό μοντέλο για μαθήματα καλλιτεχνικού σχεδίου. Δοκίμασε πολλές δουλειές ο Τζιμ Λόντος, το μεροκάματο να έβγαινε. Καμία από αυτές όμως δεν ήταν γι’ αυτόν, καμία δεν του αρκούσε. Αυτός, η πράξη το έδειξε περίτρανα, ήταν γεννημένος μαχητής. Ένας παλαιστής, στην αρχέτυπη μορφή.
«Ο Χρυσός Έλληνας». Έτσι το έλεγαν εκεί στα 30s και στα 40s στην Αμερική, όταν έβαζε κάτω τον έναν μετά τον άλλον τους αντιπάλους – και μιλάμε κυριολεκτικά. Αντιλήφθηκε γρήγορα το πώς λειτουργεί το σύστημα και ως «ομορφάντρας» στόχευε στους ασχημότερους παλαιστές που μπορούσε να βρει για να το κάνει ακόμα πιο έντονο ως αντίθεση, για να κερδίσει πιότερο τις καρδιές του κοινού. Καλό Vs Κακό, το αιώνιο δίπολο.
Ήταν επίσης σούπερ ανθεκτικός, δίνοντας αγώνες με εντυπωσιακή συχνότητα. Αναρωτιέται κανείς αν ένιωθε ποτέ κούραση αυτός ο άνθρωπος. Ένας αυθεντικός και πρωτοπόρος γίγαντας του κατς – όπως αργότερα θα γινόταν γνωστή η επαγγελματική πάλη.
Τζιμ Λόντος: Κάνοντας μεγάλη τη μικρή Ελλάδα
Η φήμη του είχε εξαπλωθεί σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Εδώ, στα μέρη μας, τον είχαμε αναγάγει στη σφαίρα του εθνικού ήρωα, το όνομά του έγινε συνώνυμο του δυνατού άνδρα. Μας έκανε περήφανους αυτός «ο πατριώτης που δέρνει τους “κακούς” στα ξένα». Ήταν ο άξιος εκπρόσωπός μας, η έκφανση ενός άρρητου συλλογικού ασυνείδητου για το πόσο «μεγάλη» μπορεί να γίνει η «μικρή Ελλαδίτσα».
Οπότε επέστρεφε εδώ, γινόταν χαμός, ήταν μέγα γεγονός. Σε ένα αγώνα του στο Παναθηναϊκό Στάδιο μαζεύτηκαν 100.000 (!) θεατές για να τον δουν από κοντά. Ο Μάρκος Βαμβακάρης «σκάρωσε» ένα τραγουδάκι αντλώντας έμπνευση από τη σωματική ρώμη και την ικανότητα αυτού του χαρισματικού ξενιτεμένου:
Μετά την επίσημη απόσυρσή του από τα ρινγκ, το 1953, ο Τζιμ Λόντος αφιέρωσε τη ζωή του σε διάφορες φιλανθρωπικές δράσεις, ειδικά για τα Ελληνόπουλα ορφανά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τη δράση του αυτή άλλωστε, τιμήθηκε τόσο από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον όσο και τον τότε Βασιλιά Παύλο, στην Ελλάδα.
Από το Άργος στην κορυφή ενός (νέου) κόσμου
Ο Χρήστος Θεοφίλου, όπως ήταν το κανονικό του όνομα, είχε γεννηθεί σε ένα χωριό του Άργους (Κουτσοπόδι) το 1894, ήταν ο μικρότερος μιας οικογένειας με 13 παιδιά. Το όνομα Λόντος του το έδωσε ένας αθλητικογράφος έπειτα από μια νίκη του στην αρένα «Λονδίνο» (London) του Πόρτλαντ – κάποιοι λένε πάντως πως το διάλεξε ο ίδιος επηρεασμένος από τον τοπικό ήρωα της Καλιφόρνια που λεγόταν Τζακ Λόντον, «εξελληνίζοντάς» το σε Λόντος.
Το «Τζιμ» πάλι ήταν εκ της αγγλικής απόδοσης του «Δημήτρης», ο φόρος τιμής του προς τον επίσης θρυλικό παλαιστή Δημήτρη Τόφαλο, που είχε προπονητή και μάνατζερ για ένα φεγγάρι.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο τόπος εδώ δεν τον κράταγε. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα μείνει για πάντα ένας βοσκός, να συνεχίσει δηλαδή τη δουλειά των γονιών του.
Ήταν μόλις 13 ετών όταν πέρασε τον Ατλαντικό αναζητώντας μια νέα ζωή, φιλοδοξώντας να γίνει «κάποιος» στο Αμέρικα. Δεν ήξερε πώς, δεν είχε ιδέα για το τι. Ήταν όμως οπλισμένος με μια απαράμιλλη θέληση να γνωρίσει νέα πράγματα, να ανοίξει τα φτερά του. Η περιέργεια ενός εξερευνητή, θα έλεγε κανείς.
Μετά από πολλές περιπέτειες στη νέα γη που έγινε σπίτι του και διάφορες, όπως είδαμε, δουλειές, είδε κατά τύχη έναν αγώνα πάλης στο Μανχάταν κι αυτό ήταν. Ήξερε πλέον ακριβώς τι ήθελε να κάνει. Γράφτηκε σε ένα προπονητήριο και πολύ σύντομα ήταν εμφανές πως είχε βρει την κλίση του.
Κερδίζοντας τίτλους, νίκες και εν τέλει την «αθανασία»
Δεν του έλειπε τίποτα, οι προπονητές του περισσότερο τον θαύμαζαν παρά τον δίδασκαν. Ήταν εξαιρετικά δυνατός εκ φύσεως ο Τζιμ Λόντος, ενώ ξεχώριζε και για την ευκινησία του και την καπατσοσύνη του. Μετέτρεψε σε μέγιστο ατού το μικρό ύψος του (ήταν 1,72μ.) επενδύοντας ιδιαίτερα και στη σβελτάδα, στο «παιχνίδι» με τα πόδια. Ήταν κι αυτό σημειολογικό, δεν ήταν; Για τον μικρό(σωμο) Έλληνα που τα βάζει με τα θηρία και τα νικάει…
Από το 1930 όταν και ανακηρύχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών δεν έχασε ποτέ το «στέμμα» του. Έδωσε περισσότερους από 2.500 αγώνες και ηττήθηκε σε λιγότερους από 10! Κατέκτησε πολλαπλούς τίτλους και αγωνίστηκε συνολικά σε 32 διαφορετικές χώρες. Ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο.
Ο Τζιμ Λόντος παντρεύτηκε την Άρβα Ρότσγουιτ, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες, την Νταϊάνα, τη Δήμητρα και τη Χριστίνα. Ζούσε στην Καλιφόρνια, όπου και πέθανε το 1975, σε ηλικία 81 ετών. Έχοντας όμως πρωτύτερα κερδίσει την αθανασία με το μόνο τρόπο που εμείς οι θνητοί μπορούμε: Μέσω μεγάλων, σπουδαίων άθλων.