Ακόμα και τώρα, 19 ολόκληρα χρόνια μετά, σαν φάρσα φαίνεται. Σαν κι αυτές που σκάρωνε κάποτε σε ανυποψίαστους celebrities στα «Άλλα Κόλπα». Δεν θες να αποδεχτείς πως ένας τόσο ζωντανός άνθρωπος δεν είναι πλέον ανάμεσά μας. Είναι μια κάποια παρηγοριά τουλάχιστον η σκέψη πως ο Βλάσσης Μπονάτσος έζησε όπως όρισε και ήθελε.

Πολυπράγμων, πολυτάλαντος. Κυρίως, αυθεντικός. Η Δήμητρα Παπαδοπούλου είχε πει κάποτε πως έπαιζε τον εαυτό του στους «Απαράδεκτους». Δεν μας κάνει εντύπωση, καμία. Πειραχτήρι, γυναικάς, αστείος, ατακαδόρος, άνθρωπος της παρέας. Ένα free, καλλιτεχνικό πνεύμα. Τραγουδιστής, ηθοποιός, παρουσιαστής. Μέσα σε όλα. Με τους δικούς του όρους. Δεν έμπαινε σε καλούπια, δεν συμβιβαζόταν με κάτι που δεν του άρεσε.

Βλάσσης Μπονάτσος

Οι «Πελόμα Μποκιού» και η Αλίκη

Αρχής γενομένης από τους «Πελόμα Μποκιού», το συγκρότημα που τάραξε νερά στην ελληνική μουσική σκηνή. Ο Βλάσσης Μπονάτσος έπαιζε τύμπανα (κόνγκας) αρχικά, μετά βγήκε μπροστά ως τραγουδιστής. Οπλισμένος με μια αστείρευτη διάθεση να μαθαίνει, να κάνει νέα πράγματα.

«Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε κανείς μας δεν ξέρει ποιος είσαι…», λέει η μεγαλύτερη επιτυχία της μπάντας – για την ιστορία δεν τραγουδάει ο Βλάσσης στο original, όπως υπάρχει διαδεδομένη παρερμηνεία. Μάλλον επειδή έκανε featuring στη διασκευή που έκαναν χρόνια αργότερα οι Goin’ Through ή επειδή γενικώς το έλεγε συχνά στα live.

Τον Βλάσση πάντως όλοι ήξεραν ποιος είναι. Επειδή ακριβώς δεν προσποιούταν ποτέ. Μετά τη διάλυση του συγκροτήματος το 1972, άρχισε να ψάχνεται σε διάφορους καλλιτεχνικούς δρόμους. Ως και στην Αμερική τον οδήγησε κάποια στιγμή η αναζήτησή του. Το παιδί από το Ξυλόκαστρο, ο γιος ενός δικαστικού και μιας καθηγήτριας πιάνου, ήθελε να βρει μόνος του τον προορισμό του.

Και κάπου σε αυτήν την πορεία ήρθε η επιστροφή στην πατρίδα. Και λίγο μετά, το γεγονός που τον έκανε διάσημο σε όλη την Ελλάδα. Σύναψε σχέση με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Ο έρωτάς τους έγινε πρωτοσέλιδος. Υπήρξαν ζευγάρι σχεδόν έξι χρόνια, από τον Απρίλιο του 1982 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1987. Πραγματοποίησαν μαζί μεγάλες θεατρικές επιτυχίες, ειδικά η ερμηνεία του το μιούζικαλ «Εβίτα» θα προκαλέσει αίσθηση.

Στα σπίτια όλης της Ελλάδας, ένας δικός μας άνθρωπος

Με τους «Απαράδεκτους», στις αρχές των 90s, μπήκε στο σπίτι σχεδόν κάθε ελληνικής οικογένειας. Είναι δύσκολο μάλλον για έναν νεότερο να αντιληφθεί το impact που είχε αυτή η σειρά στην κοινωνία. Ήταν ένα φαινόμενο. Και ο Βλάσσης Μπονάτσος ήταν κομβικός ως προς αυτό – βοηθούσε άλλωστε τη Δήμητρα ενίοτε και στο σενάριο. «Κεντώντας» όλοι μαζί με τους Σπύρο Παπαδόπουλο και Γιάννη Μπέζο.

Μετά το ρόλο αυτό, καθιερώνεται ως σταρ πρώτου μεγέθους. Αρχίζει έτσι μια πορεία μόνιμα σε πρώτο πλάνο. Είτε ως παρουσιαστής («Κόντρες», «Βλας Μπακ» και πάει λέγοντας), είτε ως τραγουδιστής (με μεγαλύτερο σουξέ το ντουέτο με την Αλεξία «Είσαι Παιδί Μου Πειρασμός»). Οι ατάκες του γίνονται… ατάκες μας. «Φύγε ‘σύ έλα ‘σύ», «φοβερό», «τρομερό», «πάρα πολύ ωραίο», «καλά με συγχωρείς»…

Το 1996 παντρεύτηκε την μεγάλη κόρη της Ζωής Λάσκαρη, τη Μάρθα Κουτουμάνου και ένα χρόνο μετά απέκτησαν τη Ζένια. Όλα κυλούσαν ομαλά ως τις 14 Οκτωβρίου του 2004 όταν ο Βλάσσης Μπονάτσος άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 55 ετών, μπροστά στα μάτια της μικρής. Σύμφωνα με το επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν, ο θάνατός του οφειλόταν σε αποφρακτική οιδηματώδη λαρυγγίτιδα.

Βλάσσης Μπονάτσος: Οι σκιές γύρω από το θάνατό του

Οι φήμες έλεγαν άλλα. Μιλούσαν για ναρκωτικά. Κάτι που θα βγει και θα πει δημοσίως ο Σταμάτης Κραουνάκης στους «Πρωταγωνιστές»: «Το ταλέντο του και η παιδικότητά του ήταν πολύ μεγαλύτερα από όσο μπορούσε να αντέξει ο χώρος και η Ελλάδα. Είναι πολύ γνωστό ότι ο Βλάσσης έπαιρνε κοκαΐνη και ότι αυτό τον σκότωσε. Στην Αμερική θα είχε έναν ένδοξο θάνατο, αν έκανε το ίδιο. Έπινε κοκαΐνη γιατί δεν άντεχε αυτό που ζούσε». Πάντως, η οικογένεια του εκλιπόντος επέμενε και επιμένει πως η αιτία του θανάτου ουδεμία σχέση είχε με την κόκα.

Στην ίδια εκπομπή είχε μιλήσει τότε και η σύζυγός του, Μάρθα, λέγοντας τα εξής: «Ο Βλάσσης είχε ένα σπάνιο νόσημα, κληρονομικό αγγειοοίδημα, φαντάζομαι πολύ λίγοι το έχουν στην Ελλάδα, να είναι 20-50 άτομα. Το χε και η μητέρα του και ο αδερφός του. Είτε από στρες είτε από άλλους παράγοντες πρήζονται στα χέρια και στα πόδια. Δεν το ήξερε τι είναι αυτό. Το τελευταίο βράδυ που είχε πρηστεί στο πρόσωπο, είχε έρθει και ο αδερφός του. Δεν ήθελε να πάει στο νοσοκομείο, έλεγε δεν μπορώ να με δει ο κόσμος έτσι. Είχε γίνει τότε και αυτό με την τηλεόραση, είχε στεναχωρηθεί πάρα πολύ που είχε χάσει την εκπομπή.

Όταν έγινε αυτό ήταν βράδυ, 4 η ώρα τη νύχτα και έγινε, πολύ γρήγορα, ένας πανικός, είχα και το παιδί μπροστά. Έπαθα σοκ. Ήρθε το ασθενοφόρο, άργησε λίγο, έγιναν κάποια πράγματα με το κουδούνι όταν φτάσαμε μας είπαν ότι… πέθανε. Τελευταία μέρα που έκλαψε, που ήταν πρησμένος και με πήρε αγκαλιά, μου είπε ”είμαι μαλ@κας και θα πεθάνω”. Γιατί δεν μπορούσε να προσφέρει στην οικογένειά του. Ήταν η αρρώστια, η τηλεόραση».

Βλάσσης Μπονάτσος

Κρατώντας ως soundtrack ένα σφύριγμα χαράς…

Την ίδια εκδοχή θα πει και η Ζένια Μπονάτσου, μιλώντας καιρό μετά, στον Γρηγόρη Αρναούτογλου: «Με είχε πειράξει που ανέφεραν για τον πατέρα μου διάφορα. Για τις ουσίες, ότι παράτησε την οικογένεια του από επιλογή και ότι άφησε ένα παιδί και μια γυναίκα έτσι. Ενώ δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ένιωσα την ανάγκη να βγω και να απαντήσω πολλές φορές. Γιατί ο λόγος ήταν καθαρά ένα κληρονομικό Αγγειοοίδημα. Είναι αυτοάνοσο νόσημα, σπάνιο. Το έχω και εγώ. Το έχω κληρονομήσει. Έγινε μπροστά μου όταν πέθανε. Δεν έχει σχέση καμία άλλη ουσία».

Η Ζένια, άλλωστε, προτιμά να κρατά άλλες αναμνήσεις του πατέρα της: «Θυμάμαι το σφύριγμά του από την ώρα που θα πάρκαρε μέχρι την ώρα που θα έμπαινε στο σπίτι, εγώ τρελαινόμουν και φώναζα “μπαμπά”. Μου λείπει πολύ…».

Ένα ανέμελο σφύριγμα, μια καλλιτεχνική ματιά τη ζωή. Τελικά αυτό ήταν ο Βλάσσης Μπονάτσος. Όχι ίσως ένας «αιώνιος έφηβος» όπως λέγεται συχνά. Είναι φανερό σε όποιον θέλει να ψάξει λίγο πιο βαθιά πως κουβαλούσε πράγματα που τον βάραιναν, πως δεν ήταν όλα «τραλαλό». Αλλά ένας άνθρωπος μελωδικός. Με ένα «σκοπό» που γινόταν μεταδοτικός στους γύρω του.