Περιεχόμενα
Ένας βιογράφος του, που όσο να το πεις το ‘χει ψάξει το θέμα, τον έχει περιγράψει ως «σοφό, νευρόσπαστο, διανοούμενο, ιδιόρρυθμο, ιερό τέρας, υστερικό, γυναικά, φιλόσοφο και καλτ». Είναι όλα αυτά ο Γούντι Άλεν; Το δίχως άλλο. Και πολλά, βεβαίως, ακόμη. Καλά και κακά. Άλλωστε, όπως ο ίδιος το έχει θέσει μέσες-άκρες, είναι μια κάποια «ζαριά» το τι είδους ανθρώπους θα βρεις στο διάβα σου. Αλλά επιβάλλεται πρώτα πρέπει να μπεις στον κόπο να τους γνωρίσεις, να προσπαθήσεις έστω.
Είναι γνωστός τοις πάσι. Την ίδια στιγμή, σπάνια βρίσκεις κάποιον τόσο διάσημο να είναι και τόσο ντροπαλός και αμφιλεγόμενος όσο (είναι) ο Γούντι Άλεν. Κάμποσα Όσκαρ, Χρυσές Σφαίρες και 50 ταινίες αργότερα, υπολογίζοντας και το Coup de Chance (Γυρίσματα της Τύχης) που στις 27/9 έρχεται στα μέρη μας, έχουν άραγε ειπωθεί τα πάντα για τον 87χρονο Αμερικανό;
Το σίγουρο είναι πως από ένα σημείο κι ύστερα, η ιστορία δεν ήταν ευγενική μαζί του. Η αφήγηση άλλαξε λέξεις, έπαψε να είναι μόνο ή συντριπτικά υπέρ του κομματιού της αποθέωσης στο ζύγι της προσέγγισης του άτομού του.
Από την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία έχει πρακτικά τελειώσει. Με το που η Ντίλαν Φάροου υποστήριξε, με ανοιχτή της επίστολή, πως ο Γούντι Άλεν την κακοποίησε όταν ήταν ανήλικη. Ο ισχυρισμός δεν ήταν καινούριος. Είχε πρώτη φορά ακουστεί στα 90s, από τη μητέρα της. Τη διάσημη ηθοποιό Μία Φάροου.
Αλλά δεν βρέθηκαν αποδείξεις, ενώ και οι εποχές ήταν πολύ διαφορετικές. Οι περισσότεροι θεώρησαν πως ήταν μια (απελπισμένη) προσπάθεια εκδίκησης από μεριάς μιας γυναίκας που είδε τον επί 12 χρόνια σύντροφό της να τα φτιάχνει με την 21χρονη τότε υιοθετημένη κόρη της – άλλο μεγάλο σκάνδαλο κι αυτό, σοκ επίσης,
Τώρα όμως, με το κίνημα #MeToo σε πλήρες boom, ο Γούντι Άλεν βρέθηκε σε δεινή θέση. Ένοχος, εκ προοιμίου. Παρότι δήλωνε συνεχώς και με κάθε τρόπο αθώος. Παρότι πάλι δεν βρέθηκαν στοιχεία εναντίον του. Η κοινωνία δεν ήταν καν πρόθυμη να κάτσει να τον ακούσει.
Πολλοί ηθοποιοί του γύρισαν την πλάτη χωρίς περιστροφές, Άλλοι επίσης δήλωσαν μετανιωμένοι που κάποτε δούλεψαν μαζί του. Από αυτός που όλοι ονειρεύονταν ως συνεργάτη, είχε ξάφνου γίνει παρίας, ο «μολυσματικός». Ελάχιστοι, όπως η Σκάρλετ Γιόχανσον ή η πρώην σύντροφός του, Νταϊάν Κίτον, τόλμησαν να τον στηρίξουν δημοσίως. Το #cancel κινδύνεψε να τον καταπιεί.
Με κάποιο τρόπο, άντεξε. Όχι αλώβητος, σε καμία περίπτωση. Αλλά όρθιος. Στο πρόσφατο Φεστιβάλ της Βενετίας έτυχε αποθεωτικής υποδοχής για το Coup de Chance, το πρώτο φιλμ του παρεμπιπτόντως που είναι αποκλειστικά γυρισμένο στα γαλλικά.
Ναι, υπήρξαν και έκτροπα, διαδηλωτές που τον χαρακτήρισαν «παιδοβιαστή» και ζήτησαν την αποβολή του από το Φεστιβάλ. Γενικά πάντως, δεν καταγράφηκαν ακρότητες. Επιβεβαιώνοντας πως η Ευρώπη είναι πιο ανεκτική στο να ξεχωρίζει το επαγγελματικό από το προσωπικό κομμάτι.
Στις ΗΠΑ η ταινία δεν έχει βρει διανομή. Θα πρόκειται περί μέγιστης έκπληξης το να βρει. Οι Αμερικανοί δεν συγχωρούν. Και περιπτώσεις όπως του Κέβιν Σπέισι δεν τους αλλάζουν γνώμη για περισσότερη υπομονή ή για αναμονή δικαστικών πορισμάτων.
Σε πείσμα της σύγχρονης σαρωτικής εποχής, ο 87χρονος σκηνοθέτης είναι ακόμη «εδώ». Ενεργός και ακμαίος όσο του επιτρέπει η ηλικία του. Ο ίδιος «νευρικός εραστής» της καθημερινότητάς, της ρουτίνας του, που δεν την αλλάζει με τίποτα.
Σπιτόγατος μεν κατά κανόνα, αλλά και λάτρης των εξόδων με φίλους, για να ακούσουν καλή μουσική, να φάνε κάτι νόστιμο ή να δουν μια ωραία παράσταση στο θέατρο. Ένας τύπος βγαλμένος από άλλη εποχή; Ω, ναι. Μα, αλήθεια, ποιος άνθρωπος κοντά στα 90 δεν θα ήταν;
5 ιστορίες για τον Γούντι Άλεν που ξέρουν μόνο οι ορκισμένοι φαν του
Πώς «γεννήθηκε» ο Γούντι Άλεν
Το κανονικό του όνομα είναι Άλαν Στιούαρτ Κόνιγκσμπεργκ – ευτυχώς το άλλαξε, με όνομα γλωσσοδέτη μόνο ο Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ είδε προκοπή εκεί στο Αμέρικα!
Ξεκίνησε, στις αρχές των 50s, σκαρώνοντας χιουμοριστικά κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά. Εκεί ακριβώς αποκαλύφθηκε η μεγάλη αλήθεια: Είχαμε να κάνουμε με ένα αυθεντικό, σπανιότατο ταλέντο στη γραφή.
Πριν καν αλλάξει η 10ετία, είχε υιοθετήσει το όνομα που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό. Σύμφωνα με τον ίδιο, το 1962 μόνο, έγραψε περί τα 20.000 αστεία. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή μιας λαμπρής πορείας που τον κατέταξε ως έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στο αμερικανικό σινεμά.
Αν τον ρωτήσεις, θα σου πει πως νιώθει άσχημα επειδή δεν έφτιαξε κάποιο αριστούργημα, μόνο μερικές καλές «ταινίες». Πόσο άδικο όμως είναι αυτό για τον εαυτό του. Ο Νευρικός Εραστής και το Μανχάταν είναι αυτό ακριβώς που ο ίδιος λέει πως δεν πέτυχε ποτέ. Αριστουργήματα. Τελεία.
Ναι, όλα αυτά τα χρόνια είχε και κακές στιγμές. Έπεσε στην παγίδα της επανάληψης, ειδικά τα τελευταία χρόνια, ενώ μερικές ιστορίες που θέλησε να μας πει, δεν τράβηξαν. Παραμένει όμως λόγος για να δεις μια ταινία. Ακριβώς επειδή είναι δικιά του. Επειδή είναι του Γούντι Άλεν.
Στο σχολείο ασφυκτιούσε, αλλά περνούσε και υπέροχα
Γέννημα-θρέμμα του Μπρούκλιν, είναι ένας Νεοϋορκέζος με αθεράπευτο έρωτα για την πόλη του. Σε πολλές από τις ταινίες του κυριαρχεί αυτή η σήμα κατατεθέν του «ρομαντοποιημένη» εικόνα του «Μεγάλου Μήλου».
Ο πατέρας του δούλεψε ως μπουκμέικερ, ενώ η μητέρα του ήταν υπάλληλος σε ανθοπωλείο. Είχε πολύ καλή σχέση με τους γονείς του και θυμάται πάντα με χαρά τα παιδικά του χρόνια. Καίτοι δεν είναι σωστό να κρίνεις από την εμφάνιση, σου δίνει την εντύπωση πως στο σχολείο θα ‘ταν ο «φλώρος», ο απομονωμένος «σπασίκλας» της τάξης. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την πραγματικότητα.
Η αλήθεια είναι πως ήταν εξόχως δημοφιλής και πολύ αθλητικός, στο μπέιζμπολ και στην πυγμαχία ήταν από τους καλύτερους μάλιστα. Ήταν επίσης «καπετάν φασαρίας», καθώς ένιωθε συχνά να ασφυκτιά στην τάξη – συμβαίνει με τους πολύ ευφυείς ανθρώπους, είναι επειδή βαριούνται.
Η μουσική ως κινητήριος δύναμη
Το πάθος του Γούντι Άλεν για την τζαζ είναι παροιμιώδες, εμφανές σχεδόν σε όλες τις ταινίες του. Ερωτεύτηκε αυτό το είδος μουσικής ακούγοντας ραδιόφωνο και το κράτησε για πάντα στην καρδιά του. Ένα χόμπι που έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του.
Παίζει κλαρινέτο με την New Orleans Jazz Band, έχει ήδη κάνει 2 φορές live στη χώρα μας, έρχεται κι άλλο, το Σάββατο (9/9) στο Ηρώδειο. Ο ίδιος λέει και ξαναλέει πως δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο ως παίκτης, απλά έχει την τύχη να πλαισιώνεται από εξαιρετικούς μουσικούς που τον κάνουν να φαίνεται καλύτερος από ό,τι είναι.
Είναι, άλλωστε, αυστηρός με τον εαυτό του. Δεν του αρέσει να λογίζεται ως άνθρωπος του πνεύματος, τουλάχιστον με την κλασική έννοια του όρου. Έχει πει πως νιώθει άσχημα για τις «φριχτές ελλείψεις» του σε λογοτεχνία, ποίηση αλλά και κλασικές ταινίες.
Στην ουσία, αυτό που ισχυρίζεται πως κατέχει είναι η «τέχνη της εξαπάτησης» με την έννοια πως μπορεί να οικειοποιείται αποσπάσματα από διάφορες πηγές και να τα ενώνει δημιουργώντας κάτι καινούριο, ένα παραμύθι.
Με έξτρα μεγάλο του όπλο, λέει, μια εμφάνιση που μια φορά να (τον) δεις, δεν ξεχνά ποτέ – είναι αυτά τα γυαλιά, αυτός ο σκελετός. Βέβαια αυτό που δεν λέει, από μετριοφροσύνη ή καμουφλαρισμένη αυταρέσκεια, είναι πως αυτό ακριβώς είναι (η) τέχνη. Η σύνθεση.
Ο γιος με τον οποίο δεν μιλιούνται και το σκάνδαλο που έγινε γάμος
Με τη Μία Φάροου έχει και έναν βιολογικό γιο. Παρά τις «σπόντες» της άλλοτε συντρόφου του πως μπορεί ο πατέρας να ήταν ο Φρανκ Σινάτρα, όλα δείχνουν πως ο Σάτσελ, που έγινε Ρόναν, είναι όντως παιδί του Άλεν. Έχει, πάντως, αποποιηθεί το επίθετο αυτό, επιλέγοντας να πάρει αυτό της μητέρας του και δουλεύει ως δημοσιογράφος. Υπερασπιζόμενος συχνά στα κείμενά του τα δικαιώματα των γυναικών, έχοντας ξεκόψει κάθε σχέση με τον πατέρα του και υποστηρίζοντας όσα έχει πει η Ντίλαν.
Για τη θετή του αδελφή και μητριά του (ναι τόσο «κουλό» είναι) δεν έχει γράψει κάτι. Αναφερόμαστε φυσικά στην Σουν-Γι Πρέβιν. «Η καρδιά θέλει αυτό που θέλει» είχε πει ο Γούντι Άλεν, κι αυτό που η 56χρονη τότε καρδιά του ήθελε τότε ήταν μια 21χρονη γυναίκα την οποία ήξερε από μικρό κοριτσάκι.
Την παντρεύτηκε, είναι ακόμα μαζί και έχουν μάλιστα 2 υιοθετημένα παιδιά, συνέχισε να κάνει ταινίες και όλη η βιομηχανία του Χόλιγουντ έβαλε το ζήτημα στην αρχειοθήκη. Οι υπερασπιστές του, τότε, στεκόντουσαν στα εξής: Η Πρεβίν δεν ήταν ανήλικη την εποχή που σύναψε σχέση μαζί του. Ο Άλεν και η μητέρα της δεν έμειναν ποτέ μαζί. Δεν ήταν ποτέ δηλαδή πατριός της, αν και η αλήθεια είναι πως είχε υιοθετήσει θετά αδέλφια της. Και σε κάθε περίπτωση, ήταν ένα ζήτημα προσωπικό. Άλλο η δουλειά.
Δεν δίνει δεκάρα για την υστεροφημία του
Αρνείται σθεναρά, κατηγορηματικά και μακροχρόνια τις κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση. Στέκεται στο πως διαδοχικές έρευνες έχουν επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του. Το 2021 το HBO κυκλοφόρησε τη μίνι-σειρά ντοκιμαντέρ «Allen v. Farrow», στην οποία ξεδιπλώνεται μόνο η πλευρά των Φάροου.
«Δεν ξέρω τι σημαίνει να σε ακυρώνουν. Ξέρω πως τα πράγματα για μένα είναι εδώ και χρόνια τα ίδια. Φτιάχνω τις ταινίες μου», υποστηρίζει. Δεν τον πειράζει το hate που έχει εξαπολυθεί εναντίον του; Μαλλόν επειδή ζει τρόπον τινά σε μια γυάλα και δεν διαβάζει τίποτα που να τον αφορά και είχε πάντα την ικανότητα να κλείνει τα αυτιά του σε πράγματα που ένιωθε τοξικά – είχε και τύχη επίσης, κατά τα λεγόμενά του.
Και όπως κυνικά και με νότες από αυτήν τη φοβερή και κοφτερή αίσθηση του χιούμορ του, λέει: «Η ζωή μου έχει σχεδόν τελειώσει. Από τη στιγμή που δεν πιστεύω στη ζωή μετά θάνατον, πραγματικά δεν μπορώ να δω καμία πρακτική διαφορά αν οι άνθρωποι θα με θυμούνται ως σκηνοθέτη ή παιδόφιλο ή και καθόλου. Από το να παραμείνω ζωντανός στις καρδιές και στο μυαλό του κοινού, προτιμώ να παραμείνω ζωντανός στο διαμέρισμα μου. Το μόνο που ζητάω είναι να σκορπίσουν τις στάχτες μου κοντά σε ένα φαρμακείο».