Μια μέρα του 1951 η Helene Thiesen είδε την Ινουίτ μητέρα της να την παραδίδει σε δανικές αρχές για να μεταφερθεί από τη Γροιλανδία στη Δανία. Η Γροιλανδία είναι μια υπερπόντια περιοχή που ανήκει στη Δανία και την κάνει μια από τις χώρες που εκτείνονται σε δύο ηπείρους. Η Thiesen άφηνε πίσω της τους γονείς και τα δύο αδέλφια της και έφευγε από την πρωτεύουσα Νουούκ της Γροιλαανδίας για την Κοπεγχάγη. «Κοιτούσα τη μητέρα μου και αναρωτιόμουν γιατί με αφήνει;».

Η Thiesen δεν ήταν μόνη της στο καράβι που θα έκανε αυτό το ταξίδι. Μαζί της ήταν και 21 ακόμα παιδιά των Ινουίτ, της φυλής Εσκιμώων που ζουν στη Γροιλανδία. 22 παιδιά ηλικίας 5 ως 9 ετών, άφησαν τα σπίτια τους δίχως να ερωτηθούν, σε μια κυβερνητική απαγωγή και κατέληξαν να γίνουν μέρος ενός πειράματος που 70 χρόνια μετά κρίνεται ως αποτυχημένο.

Το πείραμα αυτό, εξηγεί ο Einar Lund Jensen, ερευνητής στο Εθνικό Μουσείο της Δανίας, έγινε γιατί στη Γροιλανδία ήταν αυξημένα τα επίπεδα φτώχειας, η ποιότητα ζωής ήταν χαμηλή και επίσης το ποσοστό θνησιμότητας παιδιών ήταν υψηλό. Οι επινοητές του πειράματος είχαν στόχο να δημιουργήσουν Γροιλανδούς πρότυπα για τους ανθρώπους πίσω στη Γροιλανδία, οι οποίοι όμως θα ήταν πια Δανοί και μέρος μιας ιντελιγκέντσιας. Ήταν ένας βίαιος εκμοντερνισμός μιας αποικίας που αποσκοπούσε στο να διακόψε εν τη γενέσει τους τις σκέψεις για αποαποικιοποίηση και ανεξαρτησία που ήταν συχνό φαινόμενο μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι Ινουίτ δεν ήξεραν σε τι συμφωνούσαν

Ενάμιση χρόνο μετά την αρπαγή τους, τα παιδιά αυτά στάλθηκαν πίσω στη Γροιλανδία για να μείνουν σε ορφανοτροφείο που διοικούσε ο Ερυθρός Σταυρός της Δανίας και ενώ ζούσαν στον ίδιο τόπο με τις οικογένειες τους, ήταν εγκλωβισμένα και τους είχε απαγορευτεί να μιλάνε στη μητρική τους γλώσσα.

Όταν πια μεγάλωναν και δεν είχαν καμία πολιτιστική ομοιότητα με τους συγγενείς τους, αρκετοί επέστρεψαν στη Δανία για να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους. Πάνω από το 50% ανέπτυξαν ψυχικές ασθένειες ή εξάρτηση σε ουσίες στην πορεία της ζωής τους. Αρκετοί έμειναν άνεργοι και έζησαν δύσκολες ζωές, εξηγεί η Thiesen. «Η κυβέρνηση της Δανίας έκλεψε την ταυτότητα μας και την οικογένεια μας από εμάς», λέει στο CNN η Kristine Heinesen, 76 ετών σήμερα και μία από τους 6 εναπομείναντες Γροιλανδούς αυτού του πειράματος.

«Ξέρω πως πολλά από τα άλλα παιδιά υπέφεραν περισσότερο μεγαλώνοντας και νομίζω ότι είμαστε πια μόνο 6 από τους 22. Αυτό τα λέει όλα».

Ο οργανισμός Save The Children ζήτησε συγγνώμη το 2015 για τον ρόλο που διαδραμάτισε σε αυτό το κοινωνικό πείραμα και το 2020 ακολούθησε και η κυβέρνηση της Δανίας, που ζήτησε συγγνώμη ύστερα από πιέσεις από οργανισμούς. Τα λόγια όμως είναι λόγια. Οι 6 επιζώντες έχουν ζητήσει αποζημίωση για ψυχική βλάβη και η κυβέρνηση αρνείται να τους δώσει λεφτά. Το αίτημα τους αφορά σε 38.000 δολάρια έκαστος και κατατέθηκε αγωγή τον Δεκέμβριο σε δικαστήριο της Κοπεγχάγης.

Οι 6 κατηγορούν το κράτος για παράβαση του ισχύοντος νόμου της χώρας για τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως τα ορίζει το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων και Ηλικιωμένων της Δανίας, Astrid Krag, δήλωσε πως η κυβέρνηση εξετάζει την αγωγή για αποζημίωση.

«Το πιο σημαντικό στοιχείο για την κυβέρνηση είναι η επίσημη απολογία μας στους σημερινούς ενήλικες και στις οικογένειες τους για την προδοσία που υπέστησαν. Αυτό ήταν ένα μεγάλο βήμα για να αποδεχτούμε την κυβερνητική αποτυχία, μια ευθύνη που καμία προηγούμενη κυβέρνηση δεν πήρε. Η κυβέρνηση κι εγώ πιστεύουμε ότι η αναγνώριση των λαθών του παρελθόντος, είναι πολύ σημαντική και πρέπει να μάθουμε απ΄αυτά για να μην επαναληφθεί ποτέ η ιστορία».

Η ακροαματική διαδικασία για την αγωγή προβλέπεται να ξεκινήσει προς το τέλος του 2022 και αποτελεί την τελευταία ελπίδα των 6 για να τους αποζημιώσει το κράτος.

Πώς έγινε το πείραμα

Πίσω στο 1950, ο στόχος της Δανίας ήταν να βάλει στο πείραμα αυτό ορφανά παιδιά. Ήταν όμως δύσκολο να βρεθούν αρκετά κι έτσι επέκτειναν το κριτήριο σε παιδιά με έναν γονιό, είτε μητέρα είτε πατέρα, χωρίς να τους παρεμποδίζει το ότι τα παιδιά έμεναν με την οικογένεια τους. Η Thiesen ήταν παιδί χωρίς πατέρα και η μαμά της αρχικά είδε απορρίψει 2 φορές τους Δανούς επικεφαλής που ήθελαν να πάρουν την κόρη της.

«Όπως συμβαίνει με όλα τα αποικιοκρατούμενα έθνη, σεβόντουσαν και φοβόντουσαν τις αρχές. Το να τους αρνούνται διαρκώς, δεν ήταν εύκολο να συμβεί», εξηγεί η Karla Jessen Williamson, καθηγήτρηα στο Πανεπιστήμιο του Σασκατσατούν στον Καναδά και μέλος της Επιτροπής Συμφιλίωσης της Γροιλανδίας. Επιπρόσθετα, επειδή υπήρχε πολιτισμική διαφορά, σε πολλές περιπτώσεις οι Γροιλανδοί γονείς δεν καταλάβαιναν πλήρως για ποιο πράγμα συμφωνούσαν.

«Στις αποικιοκρατικές εποχές υπήρχε ένας ξεριζωμός της μοναδικότητας των πολιτισμών και της σχέσης τους με τη γη, με τη γλώσσα με την πνευματικότητα. Και αυτά θα συνέβησαν τότε ώστε οι αποικίες να ενσωματωθούν κοινωνικά και πολιτισμικά στο αποικιακό κράτος», περιγράφει η Williamson.

Τα 22 παιδιά, όταν έφτασαν στη Δανία, πήγαν σε ένα σπίτι στο Φεντγκάαρντεν, μια κατασκήνωση του οργανισμού Save The Children που βρίσκεται στη χερσόνησο του Φεντέτ στα νότια της χώρας. Εκεί έμειναν για 4 μήνες και τους απαγορεύτηκε να μιλάνε τη γλώσσα των Ινουίτ.  Στην πορεία, τα έδωσαν σε οικογένειες υιοθεσίας για περίπου ένα χρόνο. Η Thiesen αναφέρει ότι δεν ένιωσε ποτέ καλοδεχούμενη στο σπίτι της πρώτης της θετής οικογένειας. Η δεύτερη οικογένεια της φερόταν καλύτερα, την έκανε να νιώσει μέλος της οικογένειας.

Όταν ήρθε η στιγμή να επιστρέψουν, 6 από τα 22 Ινουίτ παιδιά έμειναν στη Δανία και υιοθετήθηκαν για τα καλά από οικογένειες. «Οι υιοθεσίες ήταν εντελώς ενάντια στην ιδέα του να γυρίσουν πίσω στη Γροιλανδία και να αποτελέσουν την ελίτ, όπως ήταν το αρχικό πλάνο. Αυτό ήταν λάθος», τονίζει ο Jensen.

Τον Οκτώβριο του 1952 επέστρεψαν στη Γροιλανδία και τοποθετήθηκαν σε ένα ορφανοτροφείο του Ερυθρού Σταυρού. Η νομική τους επιμέλεια ανατέθηκε στην διευθύντρια του ορφανοτροφείου. Η Thiesen περιγράφει ότι έβλεπε την οικογένεια της να την περιμένει στην αποβάθρα στο Νουούκ. «Πέταξα τη βαλίτσα μου και έτρεξα καταπάνω τους, περιγράφοντας όλα όσα είδα. Η μητέρα μου όμως δε μου απάντησε». Η Thiesen μιλούσε δανικά και η μητέρα της τη διάλεκτο των Ινουίτ. Δέκα λεπτά κράτησε η επανασύνδεσή τους και μετά μια νοσοκόμα διέταξε τα παιδιά να αφήσουν τους γονείς τους και να πάνε στο ορφανοτροφείο. «Έκλαιγα σε όλη τη διαδρομή. Περίμενα να ξαναδώ την πόλη μου, αλλά δεν έβλεπα τίποτα από τα δάκρυα».

Τα παιδιά ήταν πια ξένα στη Γροιλανδία

Στο ορφανοτροφείο, αντί τα παιδιά να έχουν έστω επαφή με την κανονική τους οικογένεια, είχαν με τις θετές οικογένειες. Η μαμά της Thiesen την είδε ελάχιστες φορές στα 7 χρόνια που ακολούθησαν. Τα παιδιά δεν είχαν κανένα δικαίωμα να συναναστραφούν Γροιλανδούς. Μόνο με οικογένειες Δανών που έμεναν στην πρωτεύουα μπορούσαν να έρθουν σε επαφή. Κάποια στιγμή τα 16 παιδιά του ορφανοτροφείου θεωρήθηκαν ξένοι. «Δεν μιλάς γροιλανδικά, δεν είσαι Γροιλανδός. Αυτό μας έλεγαν. Εγώ δεν καταλάβαινα τα περισσότερα που μου έλεγαν», αναφέρει ο 76χρονος Gabriel Schmidt.

Ο περιορισμός των παιδιών κράτησε μέχρι το 1979, όταν η Γροιλανδία έγινε πια ανεξάρτητη περιοχή και η Δανία έχασε το ενδιαφέρον της για το πείραμα. Τότε βέβαια τα παιδιά ήταν μια 35 ετών σχεδόν. Σε αυτό το διάστημα τα παιδιά είχαν φύγει από το ορφανοτροφείο και είχα γυρίσει στη Δανία.

Η Thiesen προσπάθησε πολύ μέχρι να συγχωρέσει τη μητέρα της. «Νόμιζα ότι δε με ήθελε και ήμουν θυμωμένη μαζί της για όλη μου τη ζωή μέχρι το 1996, στα 46 μου, που ανακάλυψα την αλήθεια». Μέχρι τότε τα παιδιά των Ινουίτ δε γνώριζαν ότι ήταν μέρος πειράματος. Το έμαθαν όταν πια οι ζωές τους και η ταυτότητα τους είχαν αποκοπεί πλήρως. «Έπεσα στο έδαφος και έκλαψα. Μου το είπαν πρώτη φορά και ήταν πολύ άσχημο».

«Στενοχωρήηθηκα όταν έμαθα την αλήθεια. Δεν κάνεις πειράματα με παιδιά. Είναι λάθος», λέει η Heinesen. Αυτή έμαθε την αλήθεια λίγα χρόνια νωρίτερα το 1993 και τότε ανάρτησε αγγελία σε εφημερίδα της Γροιλανδίας πως επιστρέφει και ψάχνει για ζωντανούς συγγενείς. Και βρήκε.

Η Thiesen δεν το κατάφερε ποτέ. Το μόνο που μπόρεσε ήταν να μετατρέψει το σπίτι της στο Σβένστεντ, λίγο έξω από την Κοπεγχάγη, σε ένα γροιλανδικό ναό μνήμης. Είχε μυθολογικές φιγούρες των Ινουίτ για να προστατεύουν το σπίτι και την ίδια και διακοσμητικά στοιχεία που παραπέμπουν στους Ινουίτ. Ο σύζυγός της, Jens Møller, είναι Γροιλανδός και φρόντισε να την επανασυνδέσει με τις ρίζες της, μαθαίνοντας της τη γλώσσα, ψάρεμα, κυνήγι και όλα όσα κάνουν οι άνθρωποι τους.

Πηγή: CNN