Στο άκρως καλοκαιρινό 5ο τεύχος του Nitro που κυκλοφόρησε, η συντακτική ομάδα του σάιτ και του περιοδικού αναθυμάται τα καλοκαίρια των περασμένων ετών με εμφανή τη νοσταλγία και την επιθυμία να γυρίσει για μια μέρα εκεί. 6 συντάκτες γράφουν για τις συνήθειες τους τα καλοκαίρια της παιδικής τους ηλικίας, τότε που το παραμικρό σε ενθουσίαζε επειδή ήσουν παιδί και ήταν καλοκαίρι. Τότε που είχε πάρτι όχι μόνο στο νησί, αλλά κυρίως στο χωριό και στην πόλη. Θυμάσαι αυτό το συναίσθημα;

Με προφιτερόλ και ντοματίνια σε μια πισίνα η Μελίνα Κάππη

Γιασεμιά που σε κατακλύζουν, αντηλιακά, μπρατσάκια, κουβαδάκια, μικροσκοπικά μαγιό, ταπεράκια με φρούτα, τραγούδια της Αλίκης, μαλλιά με αλάτια, χωνάκι παγωτό που το τρως με μανία, σαν να φοβάσαι μην σου πάρουν την ευτυχία μέσα από τα χέρια.

Τρέχεις ορμητικά και αδέξια προσπαθώντας να ισορροπήσεις στην άμμο και τις πέτρες, φτάνεις μπροστά στην θάλασσα και λίγο πριν βουτήξεις στο απέραντο, κάπως χαοτικό μπλε κοντοστέκεσαι, παίρνεις μία βαθιά ανάσα και βουτάς, είναι από τις πρώτες στιγμές της ζωής σου που συνειδητοποιείς ότι αξίζει να διώξεις τους φόβους σου για εκείνα που ποθείς πολύ.

Τα παιδικά μου καλοκαίρια, ξεκινούσαν στην πισίνα του παιδικού μου φίλου ο οποίος μετά τις αποτυχημένες του προσπάθειες να με πνίξει, μου έκανε όλα τα χατίρια. Μας θυμάμαι να λιώνουμε κεριά, να τρώμε με πάθος ντοματίνια και προφιτερόλ από τον Ανδριά, να φοράμε μαντήλια και να χορεύουμε λάτιν ή τέλοσπάντων κάτι που στο μυαλό μας έμοιαζε με αυτό.

Η συνέχεια είχε νησιά από τα οποία δεν θυμάμαι πολλά, πέρα από στιγμές τεράστιας, ολοκληρωτικής ευτυχίας και μυρωδιές από σύκο και αγριολούλουδο που με συνοδεύουν μέχρι και σήμερα. Ως μοναχοπαίδι, προσπαθούσα να βρω παρέα για να παίξουμε με τα κουβαδάκια για ώρες ατελείωτες εξάλλου, ποιο κορίτσι δεν αγαπά τα κάστρα στην άμμο, ειδικά όταν τα φτιάχνει όπως τα ονειρεύτηκε.

Άλλες φορές, ήμουν πιο τυχερή και οι διακοπές ξεκινούσαν με τις φίλες μου, μας θυμάμαι στην Κέρκυρα να παίζουμε με τα κύματα και τα απογεύματα να κάνουμε βόλτα με την άμαξα ενώ τραγουδούσαμε, όλες μεταξύ πέντε και εφτά ετών. Μικρά φουστανάκια, γλειφιτζούρια κοκοράκι, αντηλιακό σαν πανοπλία που ανανεωνόταν κάθε μισή ώρα, αιώρες, απόχες, νερόμπομπες, βόλτες στα σοκάκια που περίμενα μόνο και μόνο για να μου αγοράσουν βραχιολάκια με κοχύλια και χρωματιστές χάντρες.

Προς το τέλος των διακοπών, η μαμά μου ως γνήσια μαμά εκπαιδευτικός, μου έφερνε εξωσχολικά βιβλία με ασκήσεις μαθηματικών, γραμματικής, ορθογραφίας, γενικώς πολύ Πατάκη, μήπως και από την πολλή ανεμελιά απολέσω  τις σοβαρές γνώσεις που είχα αποκτήσει στην δευτέρα δημοτικού, κάπου εκεί, νομίζω ότι ξεκίνησε η αναβλητικότητα και η αντιδραστικότητα που με διακατέχει συνεχόμενα από τότε.

Οι μήνες του καλοκαιριού, διαρκούσαν λιγότερο από τους υπόλοιπους, οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα περνούσαν τόσο γρήγορα και εγώ αγωνιζόμουν με πείσμα να σταματήσω τον χρόνο πάνω σε μία κούνια τρώγοντας καρπούζι χωρίς κουκούτσια.

Τα παιδικά μου καλοκαίρια θα είναι πάντα τα πιο όμορφα ενήλικα όνειρα μου, εκείνα που σε κάνουν να μην  θες να ξυπνήσεις και που δικαιωματικά, ζητάς πέντε λεπτά ακόμα.

Έτρωγε πατάτες τηγανητές και έπινε Έψα η Δήμητρα Πραντάλου

Το καλοκαίρι δεν έγινε τυχαία η αγαπημένη μου εποχή. Παρά το γεγονός ότι γεννήθηκα καλοκαίρι, ήταν άλλοι οι παράγοντες που συνέβαλαν στο να ανυπομονώ κάθε φορά να έρθει και όχι τα γενέθλια. Και φυσικά δυσκολεύομαι να επανέλθω στην πραγματικότητα όταν τελειώνει. Όπως μου είχε πει και ένας ταξιτζής κάποτε, τα χρώματα, ο ουρανός, ο ήλιος και η μέρα που μεγαλώνει, χαρίζουν άλλη νότα και σκέφτεσαι ένα «ναι ρε, η ζωή είναι ωραία». Δεν θα μπορούσε να με βρει πιο σύμφωνη.

Πραγματικά, αν είχα τη δυνατότητα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, έστω και φευγαλέα, θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη. Θα τον σταματούσα εκεί που απολάμβανα την παιδική ηλικία, που τα μοναδικά προβλήματα μου ήταν πόσα παγωτά θα φάω (έχω κάνει ρεκόρ, αλλά ντρέπομαι να το μοιραστώ), πόσα μπάνια θα κάνω και πόσο σοκολατί χρώμα θα αποκτήσω για να ακούω κάθε φορά να μου λένε «πω, πω πώς μαύρισες έτσι;». Ηθική ικανοποίηση ήταν αυτή η φράση μέσα μου.

Τα καλοκαίρια μου, λοιπόν, τα περνούσα στο χωριό. Για την ακρίβεια, στα δύο μου χωριά. Ναι, είμαι από τις τυχερές. Ένα μήνα στη Λίμνη Ευβοίας και ένα μήνα στην Καλαμάτα. Στην Εύβοια όμως υπήρχε μια αδυναμία παραπάνω, επομένως θα κάνω ιδιαίτερη μνεία σε εκείνα τα καλοκαίρια μου εκεί. Η ιεροτελεστία για το πώς θα περνούσαν οι μέρες, ήταν η ίδια.

Η συνταγή της επιτυχίας δεν άλλαζε. Ξυπνούσα με τις «μεγάλες ώρες» (που έλεγαν οι παππούδες μου, κι ας έδειχνε το ρολόι 10 το πρωί), έτρωγα αυγά φρέσκα από τις κότες και με συνοπτικές διαδικασίες πετούσα ένα μαγιό πάνω μου και έφευγα για θάλασσα. Αν δεν περνούσε το απόγευμα, δεν γυρνούσα. Μια συνήθεια που δεν έχει κοπεί ιδιαίτερα. Βουτιές, ρακέτες, τάβλι, κοκορομαχίες, όλα ήταν στο πρόγραμμα. Επιστρέφοντας σπίτι, η γιαγιά μου πάντα με το χαμόγελο στα χείλη με αγκάλιαζε. Περνούσα καλά και χαιρόταν. Ακόμα το κάνει.

Αρκετές φορές ρωτούσε «που περνάς καλύτερα το καλοκαίρι;», γνωρίζοντας ήδη την απάντηση, αλλά ήθελε να την ακούσει. Το τραπέζι ήταν πάντα στρωμένο. Αγαπημένο φαγητό ήταν οι πατάτες τηγανιτές, τα αυγά μάτια και η χωριάτικη. Ήταν το αγαπημένο μου, τι να έκανε και η γιαγιά. Φρόντιζε πάντα να έχω και ένα καρπούζι μετά. «Το πήρα σήμερα, φάε να δροσιστείς, είναι καλό». Κι ας μην το είχε δοκιμάσει. Ο παππούς με περίμενε στο καφενείο για να με κεράσει λεμονάδα. Την έψα, ξέρετε.

Κι αν ήταν η μέρα που στο καφενείο θα έβαζαν και σουβλάκια στη σχάρα, απαραιτήτως θα μου έπαιρνε. Με το κομπολόϊ στα χέρια του, τα λέγαμε για λίγο, αλλά πάντα βιαζόμουν. Είχα να κάνω βόλτες στο χωριό με τα παιδιά. Κάθε μέρα το γυρνούσα και κάθε μέρα μου άρεσε το ίδιο. Εννοείται πως είχαμε συγκεκριμένο στέκι να καθόμαστε. Τότε ήταν ο «Γιαννιός», τώρα στεγάζει ένα νέο καφενείο. Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, γινόμασταν αυτά τα ενοχλητικά πιτσιρίκια. Την πλήρωναν δυστυχώς δύο γυναίκες.

Στην μία χτυπούσαμε την πόρτα και πολλές φορές μας έπαιρνε στο κατόπι και στην άλλη πετούσαμε νεράτζια στο παράθυρο. Τώρα, κάθε φορά που τις βλέπω, θέλω να ζητήσω συγγνώμη, αλλά ρε γαμώτο γελούσαμε πολύ τότε.

Όταν πια κουραζόμασταν να τρέχουμε από τα κυνηγητά, τη βγάζαμε στη βεράντα. Κάπου στα 10 ξαδέρφια. Το ξημέρωμα μάς έβρισκε πάντα «τσακωμένους» για το παλέρμο. Οι γείτονες σίγουρα δεν περνούσαν καλά από τις φωνές μας. Φροντίζαμε βέβαια στις 5 να το λήγουμε, γιατί «πρέπει να ξυπνήσουμε κιόλας παιδιά». Το καλοκαίρι ήταν σε μια μόνιμη λούπα.

Δεν ήθελα να αλλάξει και ακόμα και τώρα δεν θα άλλαζα τίποτα από εκείνες τις στιγμές. Όταν έφευγα, η γιαγιά έκλαιγε, φρόντιζα όμως να το παίζω άνετη για να μην στεναχωριέται, αλλά κατά βάθος ήθελα να κάνω το ίδιο. «Πότε θα ξανάρθεις τώρα;», «να με παίρνεις τηλέφωνο όταν ευκαιρείς», ήταν πάντα τα λόγια της, την ώρα που βρισκόμουν στο αμάξι με κατεβασμένο παράθυρο και εκείνη είχε το χέρι της μέσα και συνέχιζε να με αποχαιρετά.

Το μόνο που σταμάτησε απότομα εκείνα τα καλοκαίρια, ήταν αυτή η ρημάδα η λεμονάδα που δεν με κερνούσε πια ο παππούς και αυτός ο ήχος από το αγαπημένο του κομπολόϊ. Αλλά όλα αυτά μένουν σαν μια γλυκιά ανάμνηση. Θα μπορούσα να γράψω πολλές σελίδες για τα παιδικά μου χρόνια τα καλοκαίρια και λογικά θα είχαν τίτλο: Φέρτε μου πίσω εκείνα τα καλοκαίρια.

Στα dvd club της Αθήνας περνούσε τα απογεύματα της η Βαρβάρα Ντέντη

Είμαστε λίγο μετά την αρχή της νέας χιλιετίας. Είμαι ακόμα παιδί, είναι καλοκαίρι και οι αναμνήσεις μου μυρίζουν αντηλιακό·  γρήγορα μου έρχεται στο μυαλό η αίσθηση του να με φυσάει ζεστός αέρας πάνω στο μηχανάκι του μπαμπά ενώ γυρνάμε από την θάλασσα. Μεγαλώνοντας σε παραθαλάσσια γειτονιά, όταν σκέφτομαι την λέξη καλοκαίρι όλα είναι χρωματισμένα με τιρκουάζ χρώμα στο μυαλό μου.

Κάθε χρόνο μέτραγα τα μπάνια μου και κάθε χρόνο έχανα το μέτρημα. Ακόμη και όταν τα σημείωνα σε χαρτί. Ίσως, όμως, καλύτερα που δεν ήξερα πόσα ήταν τα μπάνια μου, γιατί έτσι το ένα καλοκαίρι θα «ανταγωνιζόταν» το άλλο, αφού έμαθα να τα αξιολογώ με βάση το πόση αλμύρα είχαν.

Δεν έχουμε χωριό ή κάπου εξοχικό σπίτι να πάμε, έτσι το δικό μου καλοκαίρι ήταν διαφορετικό από των συμμαθητών μου. Τον Αύγουστο, που όλοι οι φίλοι που είχα, έφευγαν εκτός Αθήνας, μόνη μου παρέα ήταν οι αρκετά μεγαλύτερες αδερφές μου. Εκείνες, για να με «παρκάρουν» κάπου, με πήγαιναν σε μέρη που δεν περίμεναν ότι θα καθόριζαν τόσο την προσωπικότητά μου ως ενήλικας: σε θερινές θεατρικές παραστάσεις, θερινό κινηματογράφο και -φυσικά- να δούμε Καραγκιόζη.

Όταν δεν υπήρχε κάτι τέτοιο στο πρόγραμμα, η αγαπημένη μου βόλτα ήταν μέχρι το βίντεο κλαμπ της γειτονιάς, όπου χάζευα για ώρα τους νέους τίτλους μέχρι να καταλήξουμε στην ταινία που θα νοικιάζαμε. «Μουλάν» και «Ο Αυτοκράτορας Έχει Κέφια» οι αγαπημένες μου. Τις έβλεπα ξανά και ξανά, κάτι που κάνω ακόμη και σήμερα.

Άλλη μία αγαπημένη παιδική μου βόλτα τα καλοκαίρια ήταν… στο περίπτερο. Εκεί, στον «Παύλο», όπως λεγόταν ο ψιλικατζής, έπαιρνα το παγωτό της ημέρας με το χαρτζιλίκι μου, την «πατούσα» που είχε γεύση φράουλα και την «φάτσα» που είχε γεύση μπανάνα. Καμιά φορά έπαιρνα και την «καραμπόλα» μέχρι που παραδέχτηκα στον εαυτό μου πως μου άρεσε μόνο για το δώρο και όχι για το παγωτό, το οποίο ήταν μέτριο σε γεύση.

Αν και έτρωγα το παγωτό ήδη από τον δρόμο -σε μία διαδρομή 4 λεπτών- δεν γύρναγα με άδεια χέρια. Έπαιρνα και τα κόμικς μου, τα οποία μου κράτησαν συντροφιά πολλά καλοκαιρινά απογεύματα. Κάθε πρώτη του μήνα έτρεχα να βρω το «Bugs Bunny» του οποίου το χιούμορ μου φαινόταν ιδιοφυές. Μέχρι να βγει το επόμενο μηνιαίο τεύχος, διάβαζα το «Μίκυ Μάους» που ήταν εβδομαδιαίο και είχε τα καλύτερα κουίζ.

Εννοείται πως επένδυα και στην «Σούπερ Κατερίνα», στην οποία είμαι ακόμη ευγνώμων για το πόσα πράγματα μου έμαθε ως μικρό κορίτσι. Από τον ερχομό της περιόδου μου στα 10, πολύ νωρίτερα από ότι σε άλλες συμμαθήτριές μου, κάτι για το οποίο κανείς δεν με είχε προετοιμάσει, μέχρι τις τρομαχτικές ιστορίες που είχε. Τις μάθαινα απ΄έξω και πήγαινα μετά και τις έλεγα στην παρέα μου, που μαζευόμασταν στην γειτονιά μέχρι να βγουν στα μπαλκόνια οι γονείς μας να μας φωνάξουν, εξάλλοι που είμαστε ακόμη έξω.

Εκτός απο το να διαβάζω, όμως, έγραφα κιόλας. Ένα καλοκαίρι επιχείρησα να γράψω το δικό μου βιβλίο. Άλλο, έφτιαξα το δικό μου περιοδικό. Πάντα όμως κρατούσα ημερολόγιο με τις σκέψεις μου για την ζωή, το παρόν και το μέλλον. Δεν έκανε σε κανέναν στην οικογένεια εντύπωση που μεγαλώνοντας έγινα δημοσιογράφος.

Ήμουν παιδί γεμάτο περιέργεια και η περιέργεια αυτή μου κόστισε πολλά βράδια αϋπνίας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τότε που πέτυχα την εκπομπή του Κώστα Χαρδαβέλα στην τηλεόραση και τις υποτιθέμενες επισκέψεις εξωγήινων. Οι γονείς μου νόμιζαν ότι κοιμάμαι, οι αδερφές μου έλειπαν και έτσι έμεινα να δω μία ολόκληρη εκπομπή για κάτι που μου δημιουργούσε απίστευτο τρόμο. Επειδή ήταν καλοκαίρι και δεν είχαμε σχολείο, έμενα μέχρι αργά ξύπνια.

Πολλές φορές μέσα στην ημέρα διέκοπτε τον συνειρμό μου η σκέψη του εάν υπάρχουν εξωγήινοι ή όχι. Μας έχουν επισκεπτεί, άραγε; Και εάν μία μέρα εμφανιστεί ένας τους μπροστά μου; Από την άλλη, να έρθουν στο Μπραχάμι, όπου έμενα, να κάνουν τι; Η σκέψη αυτή με ηρεμούσε κάπως. Άλλες πάλι φορές, πετύχαινα το Fear Factor στην τηλεόραση, στο οποίο οι συμμετέχοντες έπρεπε μεταξύ άλλων να πιουν κοκτέιλ από ζουζούνια για να περάσουν στην επόμενη φάση του διαγωνισμού.

Κάτι ήξεραν οι γονείς μου και δεν με άφηναν να βλέπω τηλεόραση τα βράδια, άλλο που το έκανα κρυφά έτσι και αλλιώς. Το σημειώνω, για να αποτρέψω τα δικά μου μελλοντικά παιδιά. Το σημειώνω.

Παραδόξως, οι καλύτερες μέρες των καλοκαιριών μου ήταν πάντα οι τελευταίες. Ίσως λόγω του αυγουστιάτικου κόκκινου φεγγαριού, ίσως λόγω των Περσίδων, ίσως επειδή έκανα ανασκόπηση και εκτιμούσα όλες τις όμορφες στιγμές του. Ταυτόχρονα, ανυπομονούσα να ξαναδώ τους συμμαθητές μου, να τους πω και να μου πουν όλα όσα κάναμε τους μήνες που δεν ιδωθήκαμε. Όλα εκείνα που έμειναν ανεξίτηλα στην μνήμη μου και νοσταλγώ τόσο σήμερα…

Σκάρωνε φάρσες στον παππού και τη γιαγιά της η Δανάη Πάλμου

Για μένα το καλοκαίρι ξεκινούσε πάντοτε από τον Μάιο, όταν άνοιγε ο καιρός και τα μαθήματα γινόντουσαν πιο χαλαρά. Η μόνη έννοια ήταν οι γυμναστικές επιδείξεις. Το διάβασμα λιγόστευε και οι βόλτες με τα ποδήλατα ξεκινούσαν. Κάπου εκεί ήταν που έκαναν την εμφάνισή τους τα παγωτά στα ψυγεία. Χαρακτηριστικό παγωτό των παιδικών μου χρόνων, μπορεί να το πεις και ορόσημο, ήταν το Lucky Boy/ Lucky Girl, ένα παγωτό σε κυπελάκι που έκρυβε από κάτω δωράκια. Σήμανε την αρχή του καλοκαιριού για εμένα.

Μπορώ, λοιπόν, να χαρακτηρίσω τις παιδικές μου διακοπές ως ανέμελες, αναμενόμενες και κάποιες φορές λίγο βαρετές. Όχι γιατί δεν περνούσα καλά, αλλά γιατί στο τέλος κάθε καλοκαιριού, γύρω στα τέλη Αυγούστου, ανυπομονούσα να γυρίσω στις τάξεις για να συναντήσω τους «κολλητούς» μου.

Δεν βρισκόμασταν ή μάλλον δεν μιλούσαμε καν για περίπου τρεις μήνες.  Ανέκαθεν μου την έσπαγε να μου υπενθυμίζουν το τέλος του καλοκαιριού με την γνωστή φράση: «ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Αυτές οι λέξεις με έχουν στιγματίσει. Ακόμα κι αν δεν το παραδεχόμουνα στους «μεγάλους», έφτανε μια στιγμή που ήθελα να τελειώσει το καλοκαίρι.

Κυρίως γιατί τους δύο πρώτους μήνες θα τους περνούσα με την γιαγιά και τον παππού στο εξοχικό, στον Κάλαμο. Κάποια άλλα παιδιά από το σχολείο θα πήγαιναν κατασκήνωση. Δύο φορές το επιχείρησα και έφυγα με κλάματα στις 2 πρώτες εβδομάδες. Τραυματική εμπειρία. Οι παππούδες, λοιπόν, ήταν η καλύτερη λύση… και η πιο βολική για τους γονείς μου που δούλευαν.

Μπορεί να τους έκανα τη ζωή πατίνι, βάζοντας μέχρι και τζιτζίκια στις μαξιλαροθήκες τους για «πλάκα» ή κρύβοντας κάθε μεσημέρι από παντόφλες μέχρι μασέλες, μπορεί να χαλούσαν όλες τις δραχμές – και στην συνέχεια ευρώ- σε λούνα παρκ με δαγκάνες γεμάτες λούτρινα και παιχνίδια που έμπαινα όχι μια αλλά 15 φορές συνεχόμενα, αλλά πάντα ήμουν καλοδεχούμενη. Είμαι και μοναχοπαίδι, να τονιστεί αυτό. Δεν νομίζω, αλλιώς, να με είχαν και τόσο στα «ώπα, ώπα».

Εγώ, πάντως, έχοντας επίγνωση για αυτό που ήμουν και για το πόσες αταξίες είχα κάνει, αν ήμουν στην θέση τους θα με έβαζα κάθε μέρα τιμωρία. Παρόλα αυτά δεν θυμάμαι ούτε μια φορά να μου φωνάζουν ή να με τιμωρούν για κάτι. Ζούσαν για να με βλέπουν κάθε καλοκαίρι.

Μέχρι και κουνέλι μου είχαν αγοράσει από πανηγύρι, καθώς κάθε χρόνο τα γλυκοκοιτούσα και για να το αποφύγουν μου έλεγαν ότι θα το «φάνε οι γάτες μας». Τα παρακάλια έπιασαν τόπο, όμως, και μια χρονιά μου το πήραν το κουνέλι, τη «Ζουμπουλία» – ήταν το Παρά Πέντε τότε της μόδας. Ποτέ δεν έμαθα ποιο ήταν το «τέλος» της.

Μια τυπική καλοκαιρινή μου μέρα περιελάμβανε πρωινό ξύπνημα στις 9 για να δω όλα τα παιδικά στο Σταρ ή το Channel 9, που έπαιζε τον τότε νεόφερτο «Μπομπ Σφουγγαράκη», και στην συνέχεια μπάνιο στη θάλασσα, γύρω στις 12 το μεσημέρι. Εκεί θα συναντούσα το καλοκαιρινό μου παρεάκι και θα κανονίζαμε σαν ενήλικες, ενώ κάναμε μακροβούτια και βουτιές πηδώντας από βράχους, να βρεθούμε το βράδυ στο λούνα παρκ/ τραμπολίνο.

Οι παππούδες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να μας πάνε, αλλιώς θα τους πρήζαμε μέχρι θανάτου. Προφανώς το deal για να με πάνε ήταν να κοιμηθώ το μεσημέρι, αλλιώς δεν θα «άντεχα». Τώρα καταλαβαίνω ότι απλά ήθελαν να ηρεμήσουν για ένα τριωράκι. Καμιά φορά με δωροδοκούσαν και με παγωτό προκειμένου να κάνω ησυχία.

Πάλευα να μην κοιμηθώ το μεσημέρι, διαβάζοντας κόμικς ή Super Kατερίνα και κολλώντας στον τοίχο αφίσες με τους Rebelde Way, την Britney κι όποιον άλλο ήταν τότε στη μόδα, ενώ άκουγα μουσική στο discman μου. Θυμάμαι να ακούω συγκεκριμένα τα cd από την Eurovision που αγοράζαμε από πλανόδιους ή κάτι mix που περιείχαν από Ρουβά και Ημισκούμπρια μέχρι Eminem και Christina Aguilera.

Τελικά, βγαίναμε κατά τις 8 το βράδυ, καθόμασταν κανένα δίωρο, γυρνούσαμε, κοιμόμουν και επαναλάμβανα τα ίδια την επόμενη ημέρα. Όταν είσαι μικρός πραγματικά δεν σε νοιάζει η καθημερινή «ρουτίνα», παρότι καμιά φορά ένιωθα να πλήττω από την βαρεμάρα. Συχνά έβρισκα διαφορετικά πράγματα να κάνω μέσα στην ημέρα, όπως να το παίζω wannabe κηπουρός, κόβοντας ντομάτες και ποτίζοντας ή κλαδεύοντας τον κήπο.

Σαν «χαρτόμουτρο», όπως με έλεγαν, έβλεπα τους παππούδες με τους γείτονες να παίζουν μπιρίμπα ή με έβαζαν στο παιχνίδι με την «Ξερή» και το «Κουμ Καν». Εγώ κέρδιζα, αλλά κάτι μου λέει ότι με άφηναν. Κάπως έτσι κυλούσαν οι καθημερινές μέρες μέχρι το Σαββατοκύριακο που θα έβλεπα τους γονείς μου και θα με έπαιρναν έξω το βράδυ για ποτό. Το πόσο «cool» ένιωθα, δεν περιγράφεται. Περισσότερο βέβαια όταν μου έδιναν να πιώ από τον φραπέ τους.

Όλα αυτά μέχρι και τον Αύγουστο που θα πηγαίναμε οικογενειακές διακοπές, είτε στο «χωριό», την Ιθάκη, ή σε κάποιο άλλο νησί. Εκεί τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα, αφού δεν με είχαν το ίδιο λάσκα με τους παππούδες. Έχω να θυμάμαι από πρωινές βόλτες με το αμάξι, μέχρι και βράδια σε μπαράκια, όπου θα κατέληγα να κοιμάμαι σε δύο ενωμένες καρέκλες ή στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Το «φιδάκι» στο κινητό της μαμάς δεν ήταν ικανό να με διασκεδάσει όλο το βράδυ.

Το καλοκαίρι θα έληγε έχοντας κάνει απολογισμό για το πόσα μπάνια είχα κάνει και πόσα παγωτά είχα μπουκώσει. Όσα πιο πολλά είχες «συγκεντρώσει», τόσο περισσότερο θα κοκορευόσουν στους συμμαθητές σου στο σχολείο. Ήταν σαν να παίρνεις badges, μόνος σου.

Επίσης, δείχναμε τα νέα μας αποκτήματα που είχαμε από το καλοκαίρ. Αυτά μπορεί να ήταν από τάπες Pokemon – που είχαμε όλοι, μα όλοι-, κάρτες Yu gi Oh, παίκτες ποδοσφαίρου σε αυτοκόλλητα που μάζευες για το άλμπουμ σου, και κατά το 2009/ 2010 διατυμπανίζαμε τι κάνει το Tamagotchi μας – αν έφαγε, αν γέννησε ή στην χειρότερη αν πέθανε.

Μετά ήρθε το γυμνάσιο, ήρθαν τα πρώτα μας κινητά και τα καλοκαίρια έγιναν κάπως πιο…τεχνοκρατικά. Τώρα, φαντάζουν με ένα γλυκό, αμυδρό όνειρο που σου έρχεται κάθε καλοκαίρι, μαζί με μια νοσταλγία.

Η Γεωργία Δρακάκη έτρωγε φρούτο με γιαούρτι στην παραλία

«Όταν ήμουν παιδί είχα βρει έναν κήπο
για να κρύβομαι εκεί απ’ τη ζωή όταν λείπω
όταν ήμουν παιδί είχα κρύψει έναν ήλιο
να `χει ο δρόμος μου φως κι η σιωπή μου έναν φίλο»

Αυτό το τραγούδι που έγραψε ο Παρασκευάς Καρασούλος και μελοποίησε, για να το τραγουδήσει μεγαλειωδώς, ο Μάριος Φραγκούλης, βρίσκεται στ’ ακουστικά μου μέρες τώρα, σε αυτή την ορμητική είσοδο του φετινού Ιούνη στις ζωές μας, με την πόλη στις επάλξεις, με μια πρώτη αίσθηση νίκης ενάντια στον ιό και τις καραντίνες και πολλά φιλιά στα πεζούλια.

Το καλοκαίρι είναι ένα παιδί που τρέχει στην άμμο με τα χέρια απλωμένα, γελώντας κατάμουτρα σε κάθε θάνατο, σε όλους τους θανάτους που θα ζήσει ως ενήλικας. Τα παιδικά μου καλοκαίρια ήταν γλυκά και τυχερά, όπως όλων των παιδιών που μεγαλώνουν σε μπράτσα μπαμπά και στήθη μαμάς, σε εξοχικά, σε χωριά πλακόστρωτα με δροσερές πλατείες, σε φιλίες που περνούν κάτω από το δέρμα και μένουν εκεί μετά και τις πιο σκληρές ενηλικιώσεις και αποχωρισμούς.

Τρεις πράξεις τα καλοκαίρια, μια αγρία τριάδα αξεχώριστη, σημαντική.

Πρώτη: Ιούνιος, τέλος σχολείου, πλατεία Μοσχάτου, λεωφόρος Μακρυγιάννη, σπίτι γιαγιάς, μπαλκόνια, πάρτυ.

Δεύτερη: Ιούλιος, γενέθλιά μου, τεσσάρων, εννιά, δέκα, δεκαπέντε χρονών, κατασκήνωση στην Βαρυμπόμπη, πληγωμένα γόνατα, πρώτα γραψίματα, τραγούδια, αγκαλιές, πλεξούδες, πευκοβελόνες να τρυπάνε την παλάμη.

Τρίτη: Αύγουστος, Βόρεια Εύβοια, οικογενειακές διακοπές, με το αυτοκίνητο στην Αρκίτσα, μετά στην Αιδηψό, τα λουλουδάτα φουστάνια της γιαγιάς, τηγανητοί κεφτέδες, το Ασμήνι, ο μώλος, οι ψαριές του μπαμπά, τα κρυφά έφηβα βράδια πίσω από την εκκλησία και στους βράχους.

Αξέχαστη, ατόφια ευτυχία, μες στο ζόρικο σύμπαν της παιδικότητας, του κοριτσίστικου άγχους για τα χνούδια στα πόδια και τα χέρια που γίνονται τρίχες, του αξεπέραστου έρωτα για την θάλασσα και την μυρωδιά της στο δέρμα μετά, το μαύρισμα, τα άσπρα μέρη του μαγιώ. Κανένα παιδί δεν ξέρει ότι είναι παιδί.

Όλα τα καλοκαίρια είναι παιδιά με άμμο κάτω από τα νύχια, λευκό φανελάκι διπλωμένο στην τσάντα του παππού και δροσερό φρούτο με γιαούρτι κάτω από την ομπρέλα.

Όλοι οι επόμενοι έρωτες παρελαύνουν αόρατοι, αθόρυβοι εκεί που σκάει το κύμα και λένε στα παιδάκια «αχ, και να ξέρετε τι σας περιμένει» και τα παιδάκια θέλουν ακόμα ένα παγωτό, ακόμα μια βουτιά, ακόμα μια αγκαλιά.

Στα μουλιασμένα δαχτυλάκια τους εγγράφεται το σύμπαν ολόκληρο.
Κι ύστερα, Σεπτέμβρηδες, πλάτες κυρτωμένες από την γνώση, το καλοκαίρι στην πιο έντιμη, οριστική εκδοχή του: την ανάμνηση.

Ο Στέργιος Πουλερές θυμάται το καλοκαίρι που ερώτευτηκε μια μακρινή ξαδέρφη του

Από μικρός είχα μια άκυρη θεωρία. Θεωρούσα ότι οι μνήμες των ανθρώπων ξεκινούν από την ηλικία των 5 ετών, η μνήμη έχει μια χωρητικότητα 15 ετών και κάθε χρόνος που προστίθεται στη ζωή, αφαιρεί τον πρώτο χρόνο της μνήμης.

Εμένα νομίζω ότι οι μνήμες μου ξεκινούν από καλοκαίρι. Ή ως παιδί έκανα τα ίδια πράγματα χειμώνα καλοκαίρι, ώστε να μη μπορεί το μυαλό μου να διαχωρίσει το ένα με το άλλο.

Αν αντλήσω άσχετες μεταξύ τους μνήμες, θα εμφανιστεί πρώτη ο σεισμός του ’99 που πεταχτήκαμε στον δρόμο και θυμάμαι άλλα παιδιά στη γειτονιά να έχουν βγει με τα βρακιά τους. Τότε μου φαινόταν κάτι πολύ ντροπιαστικό το να είσαι με το βρακί. Θυμάμαι να μου αρέσει που ήμασταν μαζεμένοι τόσοι άνθρωποι.

Άλλη μνήμη που ξεπηδάει από το μυαλό μου και είναι καλοκαίρι, είναι το καλοκαίρι της έκτης δημοτικού που έσπασα το δεξί μου χέρι. Είχα στενοχωρηθεί γιατί δεν είχα σπάσει το αριστερό και δε μπορούσα να πω στη μάνα μου ότι δε γίνεται να γράψω, αριστερόχειρας ων. Εκείνο το καλοκαίρι έπαιξα την καλύτερη μπάλα της ζωής μου στην πλατεία της γειτονιάς, γιατί όλοι φοβούνταν να με μαρκάρουν με τον γύψο και τους είχα τρελάνει στις ποδιές.

Πρέπει να ήταν το ίδιο καλοκαίρι που ζήτησα πρώτη φορά από ένα κορίτσι ένα χρόνο μεγαλύτερο να τα φτιάξουμε. Για την ακρίβεια δεν της το ζήτησα. Της το ούρλιαξα. Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί είχε αρνηθεί…

Τα καλοκαίρια μου αυτά ήταν, ως αγόρι. Κάθε μέρα μαζευόμασταν στην πλατεία απέναντι από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς μου που έμεναν δίπλα μας.

Δεν είχαμε τηλέφωνα, δεν είχαμε τίποτα ως επικοινωνία. Απλώς ξέραμε ότι αρκούσε να βγούμε στο δρόμο και θα πετύχει ο ένας τον άλλον. Κάποιες φορές θα χτυπούσαμε και τα κουδούνια.

Τα καλοκαίρια ξεκινούσαν από τις 12 το πρωί με μπάσκετ ή ποδόσφαιρο. Μετά, αφού είχαμε μαζέψει ηλίαση για 3 ζωές, καθόμασταν σε μια σκιά και άρχιζε η κατανάλωση παγωτών. Πραγματικά, δε θυμάμαι να τρώμε τίποτε άλλο τα καλοκαίρια. Το κανονικό φαγητό πρέπει να εξέλειπε μέχρι το βράδυ που θα πιέζαμε τους γονείς μας να μας πάρουν σουβλάκι. 150 δραχμές, δίπιτα, τζατζίκια, κρεμμύδια.

Μέχρι τότε όμως, φουλ πολαρέτι που το λέγαμε σπρώξε-γλείψε και το απευθύναμε με τόση παιδική πονηριά ως πιτσιρικάδες ο ένας στον άλλον. Μετά τα πολαρέτι, σειρά έπαιρναν τα κανονικά παγωτά. Πύραυλοι 4Χ4, κοκταίηλ παγωτό, lucky boy και καταμέτρηση για το ποιος τρώει τα περισσότερα. Πάντοτε θα έπαιζε και διαγωνισμός για το ποιος θα ρουφήξει πιο γρήγορα τη γέμιση παγωτού στο χωνάκι από την κάτω μεριά. Κάποιος θα έκανε και την κίνηση να πάρει το περιτύλιγμα και να το κολλήσει με το υπόλειμμα παγωτού στην πλάτη του άλλου.

Προς το μεσημέρι, θα γυρίζαμε σπίτια μας γιατί ούρλιαζαν από τα μπαλκόνια οι μανάδες μας να μαζευτούμε γιατί είναι ώρα κοινής ησυχίας.

Με το που πήγαινε 17 και 30, ξεχυνόμασταν ξανά. Στην πλατεία της γειτονιάς που ήταν μπροστά από μια πολυκατοικία, είχε το μπαλκόνι ένας ημιώροφος κι εκεί έμενε ένας Γερμανός. Τον τρέμαμε. Κάθε φορά που κλωτσούσαμε τη μπάλα και πήγαινε εκεί, κάναμε κύκλο για να την πάρουμε. Πεταγόταν ξαφνικά έξω και μας τρόμαζε. Από ένα σημείο και μετά, νομίζω ότι το απολάμβανε και έμπαινε μέσα γελώντας να περηφανευτεί.

Προς το βράδυ, έπαιρνα τους 3-4 φίλους μου και πηγαίναμε στον παππού και τη γιαγιά που έμεναν σε μονοκατοικία με αυλή. Είχα πάντοτε μια πλαστική μπασκετούλα και στήναμε ένα πιο προσωπικό τουρνουά, ενώ ο παππούς θα μαγείρευε καμιά τηγανιά πατάτες να περιδρομιάσουμε. Ήμασταν αγόρια.

Αυτό σημαίνει καφρίλα και ελάχιστη επαφή με το νερό. Αφού είχαμε τελειώσει το τουρνουά, πιθανότατα θα ακολουθούσε ένα καθιστό event με κατάποση κοακόλας και με ρεψίματα. Το πιο δυνατό κέρδιζε. Ό,τι καλύτερο τα παρατσούκλια που βγάζαμε στους χαμένους: αφροξυλάνθη, κλασομπανιέρα και τα συναφή.

Τα καλοκαίρια εκτός Αθήνας, ποτέ δε με συνάρπαζαν. Με ενοχλούσε που για κάποιες εβδομάδες δε θα έβλεπα τους φίλους μου. Οι αγαπημένοι μου μήνες ήταν ο Ιούνιος και ο Σεπτέμβριος.

Το πιο έντονο καλοκαίρι έξω από την Αθήνα που θυμάμαι, είναι αυτό που βρέθηκα στο χωριό της θείας μου στον Πύργο, το περίφημο Μαλαπάσι. Τα μεσημέρια κυνηγούσαμε σέρσιγκες και ο πατέρας μου ο χωριάτης τους έπιανε με το χέρι και τους πετούσε μακριά όσο εμείς ουρλιάζαμε.

Με τον ξάδερφο μου βγαίναμε μες στο σκοτάδι τα βράδια για να περπατήσουμε περίπου 2 χιλιόμετρα μέχρι το κέντρο και να πάμε στο ουφάδικο να παίξουμε arcade παιχνίδια. 50 δραχμές η πίστα. Εκείνο το καλοκαίρι ήμουν 8-9 ετών και το θυμάμαι γιατί ερωτεύτηκα μια ξαδέρφη της ξαδέρφης μου, που δεν ξέρω τι βαθμός συγγένειας μας έδενε, αλλά σίγουρα ήταν σε αρμονία με τα ειωθότα της Ηλείας – τα έχει πει ο Μικρός Νικόλας κι ο MC Τόλης.

Μέχρι τα 12 μου, με ένοιαζε να παίζω μπάλα, να τρώω πατάτες τηγανητές και να κάνω μακροβούτια στη θάλασσα ή να παίζω βόλεϊ με τον πατέρα μου και τον παππού μου. Εννοείται πως ήμασταν μια καλτ και φουλ λαϊκιά οικογένεια, που φέρναμε τάπερ στην παραλία και τρώγαμε.

Εκείνα τα καλοκαίρια πάντοτε θα πηγαίναμε στο χωριό του πατέρα μου στη Χίο, στην Καλλιμασιά. Εκεί έκανα πρόταση γάμου στα 6 μου σε μια κοπέλα, την Ηρώ. Αλλά δε μου άρεσε εκεί γιατί η πιο κοντινή παραλία, ο Άγιος Αιμιλιανός, ήταν γεμάτος βότσαλα μέσα κι έξω και έσπαγες πόδια για να περπατήσεις. Κάποιο καλοκαίρι ο πανέξυπνος ο πατέρας μου είχε βουτήξει με 70.000 δραχμές στην τσέπη του μαγιό και τα πήρε το νερό. Την επόμενη μέρα τα βρήκε, και η μάνα μου τα σιδέρωνε και τα στέγνωνε.

Το καλοκαίρι έστηνα περιπέτειες, κόσμους φανταστικούς, προσποιούμουν ότι είμαι ενήλικας και σπουδαίος. Μελαγχολούσα πάντοτε τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου, απολάμβανα το αεράκι της αυγουστιάτικης νύχτας, κοιτούσα τον ουρανό και κάπου πολύ μέσα μου πίστευα ότι μπορώ να αγγίξω ένα αστέρι. Ή ότι θα γεμίσει η μούρη μου σπυριά, γιατί είχα φάει την παραμύθα της μάνας του.

Είμαστε μνήμες καλοκαιριών. Ναι, το καλοκαίρι κρατάει 3 μήνες. Αλλά σε όλα τα ωραία, αυτό που σε θρέφει, είναι η αναμονή. Το καλοκαίρι κρατάει πάντα τόσο λίγο, ώστε κλείνουμε τα μάτια και έχει τελειώσει. Κι όσο μεγαλώνεις, το καλοκαίρι έχει ακόμα μικρότερη διάρκεια…

* Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται αυτούσιο όπως θα το βρεις και στο νέο τεύχος του Nitro, μαζί με μια πλούσια θεματολογία και συνεντεύξεις από Ναυσικά Παναγιωτακοπούλου, Φάνη Λαμπρόπουλο, Μαριλένα Animado, Toquel και άλλους

Διαβάστε ακόμη στο intronews.gr:

Σαντορίνη, La Force Volcanique: Ένα νησί που κάθε χρόνο είναι a whole different story