Περιεχόμενα
Του το πιστώνεις, αν μη τι άλλο το κέρδισε. Ο τύπος έκανε τέλεια τη δουλειά του ως… απατεώνας. Για 30 και πλέον χρόνια κορόιδευε τους πάντες, μέχρι μεγάλους και τρανούς. Τους έπειθε πως είναι ο Πρίγκιπας Khalid Bin al-Saud. Ζούσε ζωή χαρισάμενη παρουσιάζοντας εαυτόν ως μέλος της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας. Όταν στην πραγματικότητα ήταν ο Tony Gignac. Ένας ταπεινός Κολομβιανός μεγαλωμένος στο Michigan!
Πώς ένας Latin τύπος κατάφερε επί σειρά ετών να περνιέται για Άραβας, αυτό είναι μια ιστορία που αναπόφευκτα βγάζει στον αφρό και την ευπιστία που χαρακτηρίζει πολλούς Αμερικανούς (που θεωρούν πως ο άλλος δεν έχει λόγο να τους πει ψέματα). Μαζί και την παροιμιώδη ανικανότητά τους να ξεχωρίσουν εθνικότητες και πολιτισμούς έξω από το δικό τους.
Τo σίγουρο είναι πως απάτη την απάτη ο Tony Gignac έφτιαξε και μία βάση πλούτου που του επέτρεπε να ξεγελάει τους γύρω του. Αξιοποίησε τα μέγιστα και τη δύναμη των social media, ειδικά του Instagram, για να πουλάει τον εαυτό του ως «δεν ξέρω τι έχω».
Τι έλεγε για τον εαυτό του, πώς έκανε το promotion του
Το lifestyle του περιλάμβανε ως αξεσουάρ πανάκριβα αυτοκίνητα (Rolls-Royce και Ferrari), ρολόγια και ρούχα που κοστίζουν μια περιουσία, ένα εντυπωσιακό σπίτι στην πιο in συνοικία του Μαϊάμι – όταν, έλεγε, δεν ήταν στο προσωπικό του τζετ ή στο πολυτελέστατο γιοτ του.
«Έχω βαρεθεί να με καλεί στον Λευκό Οίκο ο Τραμπ», παραπονιόταν συχνά. Ο καλύτερος του φίλος ήταν ο Foxy. Ένα αξιολάτρευτο τσιουάουα που ντυνόταν με τα πιο ακριβά ρούχα για σκύλους, είχε πάνω του διαμάντια και ρουμπίνια. Μιλούσε με στόμφο για σπουδές στο Χάρβαρντ και γενικώς για σχολεία και στέκια της αριστοκρατικής ελίτ.
Όλα αυτά μέχρι το 2017 όταν και συνελήφθη στο αεροδρόμιο J.F.K. της Νέας Υόρκης. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον έπιαναν. Κάθε άλλο. Έντεκα συλλήψεις είχε. Τις περισσότερες τα πρώτα χρόνια της δράσης του. Για μικροαδικήματα. Που δεν του χαλούσαν το προφίλ, που μπόρεσε να κρύψει.Εκείνη τη φορά, ωστόσο, ήταν αλλιώς.
Λίγο πριν τη σύλληψή του, είχε πείσει 26 επενδυτές να του δώσουν ο καθένας από 8 εκατ. ευρώ. Ένιωθε άτρωτος. Και εκεί την πάτησε. Πηγαίνοντας για το «μεγάλο κόλπο». Προσπαθώντας να «ψαρώσει» τον δισεκατομμυριούχο Jeffrey Soffer για να αγοράσει μετοχές στο ξενοδοχείο Fontainebleau. Θα φτάσουμε όμως και εκεί.
Ο εφιάλτης στην Κολομβία, η υιοθεσία στις ΗΠΑ και ένα ταλέντο που φάνηκε νωρίς
Σε πρώτη φάση θα ήταν, θαρρούμε, καλή ιδέα να μάθουμε λίγα περισσότερα για το πώς ο Tony Gignac έφτασε να γίνει ο… σουλτάνος της εξαπάτησης. Γεννήθηκε το 1970 στην Κολομβία, σε μια εποχή που αυτή μαστιζόταν από τον πόλεμο των ναρκο-συμμοριών. Έμεινε ορφανός. Με μόνο στήριγμα τον αδελφό του. Υιοθετήθηκε το 1977 από ένα ζευγάρι Αμερικανών της μεσαίας τάξης που είχαν συγκλονιστεί από το δράμα αυτής της χώρας.
Τα 7 χρόνια που πρόλαβε στην πατρίδα του χάραξαν για πάντα τη ψυχή του. Είδε πως οι έμποροι ναρκωτικών, οι εγκληματίες εν γένει, πλούτιζαν από τις παράνομες δραστηριότητές τους. Ζήλεψε τη μεγάλη ζωή που τους έβλεπε να κάνουν. Ήθελε να γίνει σαν και αυτούς. Να νιώσει δηλαδή σημαντικός, «κάποιος».
Από νωρίς έδειξε την έφεσή του στο ψέμα. Τους είχε… φλομώσει τους συμμαθητές του στο σχολείο. Έλεγε πως η βιολογική μητέρα του είναι ζάμπλουτη, και ο πατέρας του, διάσημος ηθοποιός στην Κολομβία.
Μόλις 12 ετών ήταν όταν άρχισε να «δουλεύει» την εναλλακτική του περσόνα. Πήγε σε μια αντιπροσωπεία Mercedes και κατάφερε ο αθεόφοβος να πείσει το πωλητή πως είναι γιος ενός πρίγκιπα από τη Σαουδική Αραβία. Ως και test drive έκανε, πριν κλείσει την αγορά.
Κόντεψε να πέσει το τηλέφωνο από τα χέρια της θετής του μητέρας όταν άκουσε από την άλλη άκρη της γραμμής τον πωλητή να την ενημερώνει πως «η Mercedes σας είναι έτοιμη, αξιότιμη κυρία μου».
Αυτό ήταν. Το πράγμα ήταν εμφανώς εκτός ελέγχου. Τον έστειλαν για θεραπεία. Μάταιος κόπος. Συνέχισε να λέει σε όλους πως ήταν μεγάλος και τρανός. Είχε καταλάβει πως έχει ταλέντο στην υποκριτική. Και πως υπάρχει πεδίο δόξης λαμπρό (;) γι’ αυτόν αν αξιοποιήσει αυτή του την ικανότητα για να εκμεταλλευτεί την αφέλεια και την ευπιστία άλλων.
Λίγο αργότερα, οι θετοί του γονείς πήραν διαζύγιο και τότε κατέθεσε στο δικαστήριο πως αυτό του προκάλεσε νευρικό κλονισμό επειδή τον χώρισαν από τον αδελφό του, το μόνο άνθρωπο στη ζωή που εμπιστευόταν και ένιωθε δικό του.
Η μετατροπή του Tony Gignac σε πρίγκιπα
Έφυγε από το σπίτι όταν ήταν 17 ετών. Αποφασισμένος να μη βρεθεί ξανά στο δρόμο, έπεισε μια οικογένεια στο Μίτσιγκαν πως ήταν ο Πρίγκιπας Adnan Khashoggi. Ένας διαβόητος Σαουδάραβας έμπορος όπλων εκείνη την εποχή. Και πως έπρεπε να τον προστατεύσουν. Γλυκάθηκε όταν είδε πως «πιάνει».
Από αυτό το σημείο κι ύστερα, δεν υπήρχε γυρισμός. Μετακόμισε στο Λος Άντζελες. Έγινε ένα με το ρόλο του, τόσο που μπαίνεις σε σκέψεις μήπως ανά στιγμές το πίστευε και ο ίδιος. Αρχικά λειτουργούσε με το όνομα Omar Khashoggi. Υποστήριζε πως ήθελε διακριτικότητα για λόγους ασφαλείας. «Πιστόλιαζε» τεράστιους λογαριασμούς σε ξενοδοχεία σε μέρη όπως Λος Άντζελες, Μαϊάμι και Σαν Φρανσίσκο. Ξεγελούσε αθώους πολίτες να του πληρώνουν τα έξοδα.
Μα το μεγάλο κόλπο ήρθε όταν, καταπώς φαίνεται, έκανε σεξ με ένα πραγματικό μέλος της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας. Να πώς τα είπε χρόνια αργότερα ο ίδιος: «Είχα σεξουαλική σχέση με μέλος της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας από τα 17 μου», ισχυρίστηκε σε ακρόαση του 2007. «Είναι μια από τις πιο ισχυρές οικογένειες στον κόσμο. Αλλά και μυστικοπαθείς. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για αυτούς τους ανθρώπους στο Διαδίκτυο».
Επειδή η ομοφυλοφιλία είναι έγκλημα στη Σαουδική Αραβία, ο Gignac είπε ότι ο πρίγκιπας αναγκάστηκε να τον στηρίζει για το υπόλοιπο της ζωής του – διαφορετικά θα αντιμετώπιζε τις συνέπειες. «Σκοτώνεσαι, σε εκτελούν, σε σπρώχνουν από ένα ψηλό βουνό», εξήγησε στο δικαστήριο, «αυτά κάνουν στους ομοφυλόφιλους».
Οι Σαουδάραβες αρνήθηκαν οποιαδήποτε σχέση με τον Gignac. «Δεν ήταν μέλος της Βασιλικής Οικογένειας ούτε συνδεόταν με οποιονδήποτε τρόπο με τη Βασιλική Οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας», είπε ένας βοηθός του πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Σαουδική Αραβία στους ομοσπονδιακούς αξιωματούχους το 2003.
Αλλά φαίνεται πως υπάρχει αλήθεια στην ιστορία. Όταν το παράκανε και τον συλλαμβάνανε, είχε πάντα την πιστωτική κάρτα του πρίγκιπα για να συνεχίσει το «παραμύθι». Κάποιος άγνωστος επίσης πλήρωνε πάντα εν τέλει τα «φέσια» που άφηνε, ενώ είναι πολύ περίεργη μια ιστορία που απάντησε σωστά προσωπικές ερωτήσεις ασφαλείας που είχε βάλει σε μια κάρτα του ένας πραγματικός πρίγκιπας – πώς τις ήξερε. Εξαγόραζαν άραγε τη σιωπή του; Θα μείνει αναπάντητο ερώτημα. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, όχι αποδείξεις.
Γιγαντώνοντας το μέγεθος των απατών, ο CEO που του έδωσε κάλυψη
Το βέβαια είναι πως το ένα έφερνε το άλλο. Κατάφερε, με αυτήν την πραγματικά απίθανη πειθώ του, να κάνει μεγάλους δικηγόρους να τον αναλαμβάνουν τσάμπα με το πρόσχημα ότι σε αντάλλαγμα θα τους έπαιρνε στη δούλεψή τους ολόκληρη η βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας.
Καθώς ο καιρός περνούσε, οργανωνόταν και καλύτερα. Απέκτησε πλαστά διαβατήρια, business cards στις οποίες αναγραφόταν ως «Πρίγκιπας Khalid Bin al-Saud» ή «Αυτού Εξοχότητα» ή «Σουλτάνος». Ζητούσε επίσης πάντα να του δίνουν δώρο όταν τον συναντούσε κάποιος επενδυτής, καθώς έτσι επιτάσσει το βασιλικό πρωτόκολλο.
Με αυτά και με τούτα, βρέθηκε να έχει στην κατοχή του πανάκριβα ρούχα και αντικείμενα που ενίσχυαν το image που πλάσαρε. Εμφάνιζε επίσης σωματοφύλακες και πολυπληθές υπηρετικό προσωπικό. «Για να τα έχει, τα… έχει και γενικώς» σκεφτόντουσαν όσοι τον γνώριζαν. Αν έμπαιναν ποτέ στη διαδικασία να τον αμφισβητήσουν.
Όλα αυτά κορυφώθηκαν όταν η Gignac δημιούργησε μια ψεύτικη επικερδή επιχείρηση, τη Marden Williams International LLC (“MWI”), για να εξαπατάει τους επενδυτές. Ισχυρίστηκε ότι η MWI είχε δικές της πολλές φαρμακευτικές εταιρείες, εταιρείες εμπορίας καυσίμων αεριωθουμένων και πολυτελή ξενοδοχεία σε όλο τον κόσμο και είπε σε δεκάδες επενδυτές ότι θα μπορούσαν να αγοράσουν μετοχές στην επινοημένη εταιρεία πετρελαίου του, τη Saudi Aramco.
Λέγε λέγε πέτυχε να ξεγελάσει επενδυτές για να βάλουν 8 εκατομμύρια δολάρια. Εδώ ήταν game changing η κάλυψη που του έδωσε η γνωριμία του με τον Βρετανό Carl Marden Williamson. Ήταν ένας άνθρωπος με κύρος και γνωριμίες στο χώρο των επιχειρήσεων. Είτε όμως τον εξαπάτησε κι αυτόν, είτε τον έκανε δικό του και μετά ήταν αργά για να κάνει αυτός πίσω, ήταν δηλαδή βαθιά χωμένος για να βγει.
Ο Gignac τον έχρισε CEO στην εταιρεία του. Χειριζόταν τις δουλειές τους και ως ένας καλά δικτυωμένος τραπεζίτης έκλεινε επενδυτικές συμφωνίες με σοβαρούς πελάτες. Αυτό ακριβώς ενέτεινε την ψευδαίσθηση, αφού οι άλλοι ήταν πιο μπόσικοι να την πατήσουν βλέποντας το πελατολόγιο. Πώς να σκεφτούν πως υπάρχει απάτη;
Το μοιραίο λάθος του Tony Gignac
Έχοντας αναθαρρήσει για τα καλά, ο Tony Gignac έκανε κίνηση για το Fontainbleau, ένα ιστορικό ξενοδοχείο στην παραλία του Μαϊάμι. Καταθέτοντας πρόταση για το 30% των μετοχών αντί 440 εκατ. ευρώ.
Ήταν μια τιμή πολύ παραπάνω από αυτό που επέβαλε η πραγματικότητα της αγοράς. Γι’ αυτό και κέντρισε το ενδιαφέρον του Soffer. Πρώην άνδρα της Elle Macpherson, παρεμπιπτόντως. Θα σκέφτηκε «Άραβας είναι, ζάμπλουτος είναι, μπορεί και να μην λογαριάζει πόσα δίνει».
Εννοείται όμως, δεν το άφησε εκεί. Δεν είχε γίνει τυχαία δισεκατομμυριούχος. Έβαλε μια ομάδα δικών του να ξεψαχνίσουν το ποιόν του επίδοξου αγοραστή, αυτού του πρίγκιπα Khalid. Ψάχνοντας συνειδητοποίησαν ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά.
Αλλά το μοιραίο λάθος του Tony Gignac ήταν άλλο. Σε ένα γεύμα έξω, ξεχάστηκε. Και παρήγγειλε προσούτο. Ποιος πιστός Μουσουλμάνος, όπως αυτός έλεγε και ξαναέλεγε πως είναι, τρώει χοιρινό; Κάνεις. Αυτό το κρέας απαγορεύεται ρητά από το Κοράνι.
Το FBI ενημερώθηκε για τα καθέκαστα και αφού έδεσε με στοιχεία την υπόθεση, συνέλαβε τον Gignac για τεράστιου μεγέθους οικονομική απάτη. Είχε κάνει το λάθος να πιστέψει πως κανείς και τίποτα δεν μπορούσε πια να τον καταλάβει. Ξανοίχτηκε στα πολύ «μεγάλα ψάρια».
Όταν τον συνέλαβαν, είχε στην κατοχή του κοσμήματα αξίας 450.000 δολαρίων, μετρητά περί τα 80.000 δολάρια και πολλά πανάκριβα έργα τέχνης. Μετά από χρόνια και χρόνια ψεμάτων, παραδέχτηκε, το 2019 τις πράξεις του και ανέλαβε αποκλειστικά την πλήρη ευθύνη.
O Williamson; Αυτοκτόνησε. Από τύψεις; Επειδή ήξερε τι είχε κάνει και δεν ήθελε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες; Επειδή είχε πέσει θύμα εξαπάτησης; Δεν θα μάθουμε ποτέ 100%.
Ποιος ξέρει πάντως τι είδε και τι πέρασε ο Tony Gignac όταν ήταν μικρός στους δρόμους της Μπογκοτά. Θα πει αργότερα πως βιάστηκε όταν ήταν 5 ετών. Με τη μυθομανία του, αναρωτιέσαι μήπως λέει και σε αυτό ψέματα. Αλλά όταν το έλεγε, ο πόνος στο βλέμμα του έκανε όσους τον άκουσαν να τον πιστέψουν. Κι ας ξέρανε την ικανότητά του στην εξαπάτηση.
Στο δρόμο, έμαθε σίγουρα πως πρέπει να επιβιώσει. Πάση θυσία. Με κάθε τρόπο. Το ταλέντο του στο ψέμα και η θέλησή του να το πάει στην άκρη, του χάρισε υπό μια έννοια τη ζωή που ονειρευόταν.
Αλλά ήταν πάντα ένα παιχνίδι που δεν μπορούσε να νικήσει. Αυτή τη στιγμή ο Tony Gignac είναι στη φυλακή εκτίοντας ποινή 18 ετών. Ένας ξυπόλητος Πρίγκιψ που την πάτησε από ένα… προσούτο. Αλλά και επειδή κάποια στιγμή πίστεψε και ο ίδιος στο ψέμα του.