Περιεχόμενα
Αττίλας. Η κωδική ονομασία που στοιχειώνει, ακόμη και σήμερα. Σαν σήμερα, τα ξημερώματα της 20ής Ιουλίου 1974 ξεκίνησε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας», με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστρατήγου Νουρετίν Ερσίν.
Η ελληνική πλευρά πιάστηκε στον ύπνο και η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση. Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν επρόκειτο για εισβολή, αλλά για «ειρηνική επέμβαση», με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, που είχε καταλυθεί από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου μερικά 24ωρα νωρίτερα, στις 15 Ιουλίου 1974.
Αττίλας – η αφορμή: Το πραξικόπημα
Τον Ιούλιο του ’74 η χούντα των Αθηνών, υπό τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, έπνεε τα λοίσθια. Λίγους μήνες μετά την ανατροπή του Γεωργίου Παπαδόπουλου, μετά το Πολυτεχνείο, ο Ιωαννίδης είχε οδηγήσει στην απομόνωση το δικτατορικό καθεστώς και προσπαθούσε, μέσω τρίτων, να επικοινωνήσει με τις ΗΠΑ. Πίστευε ακράδαντα ότι μια ελληνική επέμβαση στην Κύπρο θα βοηθούσε το δικό του καθεστώς και θα δημιουργούσε μια νέα συμμαχία με τους Αμερικανούς. Εντέλει, το μόνο που κατάφερε ήταν να καταρρεύσει και η Ελλάδα να βγει από τον… γύψο μετά από επτά, μαύρα, θανατικά χρόνια.
Ο Ιωαννίδης πίστευε πως ο Μακάριος δεν επεδίωκε πλέον την πολιτική της ένωσης Ελλάδας και Κύπρου, εξ ου και ετοίμαζε σχέδια να τον ανατρέψει. Τον Μάρτιο του 1974, η Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών ανακάλυψε έγγραφα της ΕΟΚΑ Β’ τα οποία κατέγραφαν σχέδια διενέργειας πραξικοπήματος υποβοηθούμενου από τη Χούντα των Αθηνών.
Στις 2 Ιουλίου ‘74, ο Μακάριος, απαίτησε την παραίτηση των Ελλήνων αξιωματικών που ήταν μέλη της κυπριακής Εθνικής Φρουράς. Η ελληνική Χούντα αποφάσισε τότε πραξικόπημα, για ανατροπή του Μακαρίου, ο οποίος με την πολιτική του, απομακρυνόταν από τον στόχο της ένωσης των δύο χωρών.
Το πραξικόπημα εκδηλώθηκε στις 15 Ιουλίου, από την Εθνική Φρουρά. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διέφυγε προς την Πάφο και, στις 19 Ιουλίου, έλαβε μέρος στη σύσκεψη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου κατήγγειλε τη Χούντα των Αθηνών για εισβολή. Ακολούθησαν έντονες διαβουλεύσεις σε Αθήνα και Άγκυρα, με τον τότε Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο να ενημερώνει το χουντικό καθεστώς (μετά από συνομιλίες που είχε στην Άγκυρα) πως η Τουρκία δεν θα δεχόταν οποιαδήποτε αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων στην Κύπρο προς όφελος της Ελλάδας.
Η επιστολή Κίσινγκερ που δεν διαβάστηκε ποτέ
Ο Ιωαννίδης και η Χούντα του ήταν όμως απτόητοι… Είχαν τοποθετήσει νέο πρόεδρο της Κυπριακής Κυβέρνησης τον αχυράνθρωπο Νίκο Σαμψών ενώ οι μάχες στους δρόμους μετρούσαν 91 νεκρούς και 250 τραυματίες. Από τις 16 Ιουλίου ξεκίνησαν τα τουρκικά και τουρκοκυπριακά ΜΜΕ να μεταδίδουν τις ανησυχίες του πρωθυπουργού της Τουρκίας Μπουλέντ Ετζεβίτ και του αρχηγού των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκτάς για τη φύση και τις διαθέσεις του πραξικοπήματος σχετικά με την ένωση με την Ελλάδα ή τον διωγμό των Τουρκοκυπρίων. Το πραξικοπηματικό καθεστώς διαβεβαίωνε πως δεν θα κινηθεί κανείς εναντίον των τουρκοκυπριακών θυλάκων.
Την ίδια ημέρα ο Μακάριος έφυγε από την Κύπρο, μέσω των αγγλικών στρατιωτικών βάσεων, για το Λονδίνο όπου την επομένη συνάντησε τον Τζέιμς Χάρολντ Γουίλσον. Κατόπιν ο Βρετανός πρωθυπουργός δέχθηκε και τον Ετζεβίτ. Αμφότεροι ζήτησαν διεθνή μεσολάβηση ωστόσο εξ αιτίας της συμμετοχής και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ, η επέμβαση ήταν αδύνατη.
Σύμφωνα με κάποιες ομολογίες που έγιναν αργότερα, σε κάποιο σημείο των συνομιλιών στην Αθήνα με τον Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο, ο Ιωαννίδης απείλησε πως αν συμβεί τουρκική απόβαση ο πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών είναι δεδομένος.
Σύμφωνα, δε, με μαρτυρία του Αμερικανού διπλωμάτη Τζέιμς Σπέιν, ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον φέρεται να έστειλε την παραμονή της τουρκικής εισβολής μια επιστολή στον Μπουλέντ Ετζεβίτ, κατ’ αντιστοιχία της επιστολής Τζόνσον προς τον Ισμάτ Ινονού το 1964, η οποία μάλιστα ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ήταν πολύ σκληρότερη σε περιεχόμενο. Καθώς ο Σίσκο δεν είχε φτάσει ακόμα στην Άγκυρα (φεύγοντας από την Αθήνα άρον άρον…), την επιστολή ανέλαβαν να παραδώσουν ο πρέσβης Γουίλιαμ Μακόμπερτ και ο βοηθός του, Σπέιν. Ωστόσο, οι Αμερικανοί διπλωμάτες μόλις έφτασαν στο γραφείο του Τούρκου πρωθυπουργού τον άκουσαν να συνομιλεί τηλεφωνικά με τον Χένρι Κίσινγκερ και, κρίνοντας ότι οι συνθήκες είχαν αλλάξει, αποφάσισαν να μην παραδώσουν την επιστολή που κρατούσαν στα χέρια τους.
Ελάχιστοι θυμούνταν πως ο Ετζεβίτ ήταν, χρόνια πριν, μαθητής του Κίσινγκερ στο πανεπιστήμιο…
Ο λόγος του Μακαρίου στον ΟΗΕ
Στον λόγο του μιλώντας στην ολομέλεια του ΟΗΕ, ο Μακάριος κατηγόρησε δριμύτατα τη Χούντα των Αθηνών, αρχικά για τη σχεδίαση και διενέργεια του πραξικοπήματος. Επιπλέον, υποστήριξε ότι φοβόταν στρατιωτική επέμβαση της Χούντας περισσότερο από την επέμβαση της Τουρκίας, φόβος ο οποίος κατά τον ίδιο επιβεβαιώθηκε. Επιπλέον, χαρακτήρισε το πραξικόπημα εισβολή της Χούντας, το οποίο παραβίαζε τη συνθήκη Ζυρίχης-Λονδίνου, κάτι που αφορούσε και στους Τουρκοκύπριους. Επιπλέον, κατηγόρησε τη Χούντα για διπροσωπία και υπονόμευση του ΟΗΕ. Έκλεισε λέγοντας τα εν λόγω ιστορικά λόγια:
«Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας αποτελεί εισβολή, και οι συνέπειές του πλήττουν ολόκληρο τον κυπριακό λαό, Έλληνες και Τούρκους. Πιστεύω, με όσα στοιχεία παρέθεσα ενώπιόν σας, να σάς έδωσα μία ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης. Δεν έχω ουδεμία αμφιβολία, πως μία αρμόζουσα απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας θα θέσει τέλος στην εισβολή, και θα αποκαταστήσει την παραβιασμένη ανεξαρτησία της Κύπρου και τα δημοκρατικά δικαιώματα του κυπριακού λαού».
Η πρώτη εισβολή
Στις 20 Ιουλίου η Τουρκία, επικαλούμενη το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων, εισέβαλε στην Κύπρο. Ο Σίσκο είχε προειδοποιήσει, σε συνομιλίες στο Πεντάγωνο της Αθήνας, πως η εμπλοκή της Ελλάδας στην Κύπρο θα σήμαινε κατά πάσα πιθανότητα ολοκληρωτικό ελληνοτουρκικό πόλεμο και πιθανή απώλεια εδαφών για την Ελλάδα.
Τα τουρκικά αποβατικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις ανενόχλητα στην περιοχή Πέντε Μίλι, οκτώ χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, λίγο μετά τις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου. Σχεδόν ταυτόχρονα, σμήνη τουρκικών αεροπλάνων άρχισαν τις επιθέσεις, συνεχώς και κατά κύματα κατά της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε επίκαιρα σημεία. Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.
Στις 23 Ιουλίου ο Νίκος Σαμψών, προ της διαφαινόμενης κατάρρευσης παραιτήθηκε, όπως και η Χούντα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα, αφού ήταν ανίκανη να αντιδράσει στρατιωτικά…
Η Τουρκία ισχυρίστηκε πως το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων της έδινε το δικαίωμα να υπερασπιστεί τους Τουρκοκύπριους και να εγγυηθεί την ανεξαρτησία της Κύπρου. Η εισβολή της ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου 1974, κηρύχθηκε ανακωχή στις 22 Ιουλίου και οι μάχες σταμάτησαν στις 23 Ιουλίου. Ισχυρές δυνάμεις στρατού αποβιβάστηκαν λίγο πριν την αυγή στην Κερύνεια και συνάντησαν αντίσταση από ελληνικές και ελληνοκυπριακές στρατιωτικές δυνάμεις (αν και καθυστερημένη) ενώ ελληνοκυπριακές δυνάμεις επιτέθηκαν σε τουρκοκυπριακούς θύλακες.
Μέχρι το Συμβούλιο Ασφαλείας να καταφέρει να επιτευχθεί εκεχειρία στις 22 Ιουλίου (ψήφισμα 353 Συμβουλίου Ασφαλείας), οι τουρκικές δυνάμεις είχαν καταφέρει να ελέγχουν το λιμάνι της Κερύνειας και ένα επίμηκες τμήμα μεταξύ Λευκωσίας και Κερύνειας. Το λιμάνι της Κερύνειας ήταν σημαντικό για μεταφορά οπλισμού από την Τουρκία τον οποίο θα χρησιμοποιούσε στη δεύτερη εισβολή.
Η Χούντα… κοιμόταν
Η ηγεσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και ο δικτάτορας Ιωαννίδης… κοιμόνταν στα σπίτια τους όταν άρχισε η τουρκική εισβολή, τα χαράματα του Σαββάτου 20 Ιουλίου. Είχαν δώσει οδηγίες στους επόπτες στο ΓΕΕΘΑ ότι οι Τούρκοι έκαναν γυμνάσια για εκβιαστικούς λόγους και, παρά τις εκκλήσεις του διοικητή της Εθνικής Φρουράς, Μιχάλη Γιωργίτση, για διαταγές απόκρουσης της εισβολής, οι οδηγίες ζητούσαν «αυτοσυγκράτηση». Όταν ο υπασπιστής του Ιωαννίδη, ταγματάρχης Αριστείδης Παλαίνης, τον ενημέρωσε ότι «βγαίνουν οι Τούρκοι στην Κύπρο», ο… αόρατος δικτάτορας (σ.σ. ως αποκαλούνταν ο Ιωαννίδης) πάγωσε αφού δεν περίμενε την τουρκική αντίδραση, μιας και ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών βρισκόταν στην Άγκυρα για συνομιλίες εκτόνωσης της κρίσης.
Το μεσημέρι εκείνου του Σαββάτου ο π πρέσβης των ΗΠΑ Χένρι Τάσκα, πήγε στο Πεντάγωνο για να εξηγήσει στην ελληνική στρατιωτική ηγεσία την αμερικανική πολιτική, όπως την είχε καθορίσει ο Κίσινγκερ. Ο Τάσκα πήρε μέρος στη σύσκεψη των αρχηγών, ενώ προς το τέλος της συνεδρίας μπήκε στην αίθουσα και ο Σίσκο, ο οποίος μόλις είχε φτάσει από την Άγκυρα.
«Ημείς θα κηρύξωμεν πόλεμον!»
Ο Σίσκο, ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ, ήταν ωμός στις τοποθετήσεις του και η προτροπή του προς τη Χούντα ήταν να μην μπει η Ελλάδα σε πόλεμο με την Τουρκία («διότι θα χάσετε»), να κάτσετε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να μην αγνοήσετε τις οδηγίες της Αμερικής («ειδάλλως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα σας εγκαταλείψουν).
Ο Σίσκο τόνισε επιπλέον πως η Ελλάδα δεν πρέπει να εμπλακεί «γιατί θα ηττηθείτε και εκτός από την Κύπρο θα χάσετε και τμήμα της Ελλάδας». Σε αυτή τη συνάντηση εξερράγη από θυμό ο Ιωαννίδης ο οποίος, αφού απείλησε ότι η Ελλάδα θα κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία, σηκώθηκε και έφυγε από την αίθουσα λέγοντας στον Σίσκο «μας εξαπατήσατε. Ημείς θα κηρύξωμεν πόλεμον!».
Ο Ιωαννίδης αποχωρεί από τη σύσκεψη και έκτοτε, για πολλές ώρες, τα ίχνη του δικτάτορα χάνονται. Ο Σίσκο στη διάρκεια της ημέρας μάταια αναζητεί αρμόδιο για συνομιλίες (!) και αργότερα αποδείχθηκε ότι ο Ιωαννίδης… κρυβόταν στο σπίτι της αδερφής του, στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί ενημερώθηκε λίγα 24ωρα αργότερα για το τέλος της δικτατορίας.
Η ψευδαίσθηση του «αόρατου» Ιωαννίδη
Τι εννοούσε ο… αόρατος; Μέσω τρίτων είχε την ψευδαίσθηση ότι οι ΗΠΑ είχαν εγκρίνει την επέμβαση της Ελλάδας στην Κύπρο αλλά επρόκειτο για μια παρανόηση. Ουδείς, ποτέ, για κανένα λόγο δεν είχε ανάψει το… πράσινο φως.
Η Χούντα επιχείρησε γενική επιστράτευση στην Ελλάδα, η οποία όμως γρήγορα αποδείχθηκε επιπόλαια και ασυντόνιστη ενέργεια και, σε δεύτερο χρόνο, ανακλήθηκε.
Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς ήταν ανεξήγητα αργοπορημένη. Παρ’ ότι το ελληνικό Πεντάγωνο γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, θεωρούσε ότι μπλοφάρουν. Μόλις στις 8:40 το πρωί δόθηκε επισήμως από την Αθήνα η εντολή εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων, ενώ το ελληνικό ραδιόφωνο (το ΕΙΡΤ εν προκειμένω), μετέδωσε την είδηση γύρω στις 11 το πρωί. Η καθυστερημένη κινητοποίηση έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους εισβολείς να παγιώσουν τις θέσεις τους και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα από το Πέντε Μίλι της Κερύνειας προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη σύνδεσή του με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.
Το ψήφισμα 353
Αργά το βράδυ, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εκδίδει το υπ’ αριθμόν 353 ψήφισμα, με το οποίο καλεί σε κατάπαυση του πυρός και σε αποχώρηση από την Κύπρο του «ξένου στρατιωτικού δυναμικού». Παρά την ομόφωνη έγκρισή του, αγνοείται από την Τουρκία, η οποία έχοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων επείγεται να εφαρμόσει πλήρως τα σχέδια της. Γενικά, η διεθνής αντίδραση κατά του «Αττίλα» είναι χλιαρή…
Την επομένη, 21 Ιουλίου, οι μάχες στην Κύπρο συνεχίζονται με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Στόχος των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο είναι να αποκόψουν τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας από το προγεφύρωμα της Κερύνειας. Οι Έλληνες στρατηγοί απορρίπτουν εισήγηση για επέμβαση στην Κύπρο, προβλέποντας αποτυχία του σχετικού εγχειρήματος. Δύο ελληνικά υποβρύχια που πλέουν προς την Κερύνεια διατάσσονται να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Οι Τούρκοι εισβολείς, παρά την αριθμητική τους υπεροχή και την ποιοτική υπεροχή του οπλισμούς τους, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Μάλιστα, από ασυνεννοησία η τουρκική αεροπορία βυθίζει το αντιτορπιλικό Κοτσατεπέ (D-354), το οποίο εξέλαβε για ελληνικό πλοίο και προκαλεί ζημιές σε άλλα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.
Την ίδια μέρα, σημειώνεται δραστηριοποίηση του αμερικανικού παράγοντα για την επίτευξη ανακωχής. Ο Σίσκο, που πηγαινοέρχεται μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, δεν βρίσκει κάποιον αρμόδιο στην Αθήνα να διαπραγματευτεί, καθώς όλοι οι αρμόδιοι έχουν εξαφανιστεί. Την ευθύνη αναλαμβάνει τελικά ο αρχηγός του Ναυτικού, ναύαρχος Πέτρος Αραπάκης, ο οποίος σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Κίσινγκερ συμφωνεί η ανακωχή να ισχύσει από τις 4 το απόγευμα της 22ης Ιουλίου.
Στις 2 το πρωί της 22ας Ιουλίου, 12 ελληνικά μεταγωγικά τύπου Νοράτλας, που μετέφεραν καταδρομείς στο νησί, βάλλονται, κατά λάθος, από φίλια πυρά πλησίον του αεροδρομίου της Λευκωσίας, με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να καταρριφθεί (4 μέλη του πληρώματος και 27 καταδρομείς έχασαν τη ζωή τους), ενώ άλλα δύο να πάθουν σοβαρές ζημιές. Την ίδια ημέρα, οι Τούρκοι εισβολείς εντείνουν τις επιχειρήσεις τους. Αποβιβάζουν άρματα μάχης και το μεσημέρι καταλαμβάνουν την πόλη της Κερύνειας.
Στις 4 το απόγευμα αρχίζει να τηρείται η ανακωχή κατά τα συμφωνηθέντα, η οποία όμως θα παραβιασθεί αρκετές φορές από τους εισβολείς. Σ’ αυτό το χρονικό σημείο, οι Τούρκοι ελέγχουν το 3% του κυπριακού εδάφους, έχοντας δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα, που συνδέει την Κερύνεια με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.
Συνομιλίες και απώλειες
Στις 25 Ιουλίου 1974, άρχισαν στη Γενεύη οι ειρηνευτικές συνομιλίες για την Κύπρο, μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών των τριών εγγυητριών χωρών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Γεώργιος Μαύρος, Τουράν Γκιουνές, Τζέιμς Κάλαχαν).
Με το τέλος του Αττίλα Ι, οι τουρκικές δυνάμεις έλεγχαν το 7% της Κύπρου. Είχαν καταφέρει να ενώσουν το προγεφύρωμά τους με τον μεγάλο θύλακα του Κιόνελι, βορείως της Λευκωσίας. Έλεγχαν το λιμάνι της Κερύνειας, γεγονός που τους επέτρεπε να αυξήσουν τους ρυθμούς ανεφοδιασμού των δυνάμεών τους. Το λιμάνι της Κερύνειας ήτανε σημαντικό για μεταφορά οπλισμού από την Τουρκία τον οποίο θα χρησιμοποιούσε στη δεύτερη εισβολή.
Σύμφωνα με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ετζεβίτ, μέχρι τις 25 Ιουλίου, είχαν 15 στρατιώτες νεκρούς, 184 τραυματίες και 242 αγνοούμενους. Οι απώλειες των Τουρκοκυπρίων ήταν άγνωστες. Σύμφωνα με την ελληνοκυπριακή πλευρά, μεταξύ 20 και 22 Ιουλίου, οι Ελληνικές δυνάμεις είχαν 215 νεκρούς, 223 αγνοούμενους και άγνωστο αριθμό τραυματιών.
Σύμφωνα με τον Ερυθρό Σταυρό, οι αιχμάλωτοι πολέμου της πρώτης εισβολής ήταν 385 Ελληνοκύπριοι που στάλθηκαν στα Άδανα, 63 Ελληνοκύπριοι στη φυλακή Saray και 3.268 Τουρκοκύπριοι σε διάφορες τοποθεσίες στην Κύπρο.
Το μετά
Στις 29 Ιουλίου το Συμβούλιο της Ευρώπης πέρασε το Ψήφισμα 573 στο οποίο καταδίκαζε το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου στην Κύπρο και αναγνώριζε το δικαίωμα της Τουρκίας να επέμβει για να αποκαταστήσει το προ-πραξικοπηματικό καθεστώς, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων του 1960.
Κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας οι τουρκικές δυνάμεις συνέχισαν την προέλαση στην επαρχεία Κερύνειας καταλαμβάνοντας τη Λάπηθο και τον Καραβά. Στις 24 Ιουλίου, οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν το χωριό Άγιος Ερμόλαος, το οποίο στις 27 ανακαταλήφθηκε από τις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς, οι οποίες υποχώρησαν στις 28 Ιουλίου μετά από σφοδρές μάχες.
Την 1η Αυγούστου, ξέσπασαν σφοδρές μάχες στον Καραβά, με την Εθνική Φρουρά να καταστρέφει ένα τουρκικό άρμα μάχης. Στις 6 Αυγούστου, οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις επιτέθηκαν σε Καραβά και Λάπηθο για να τα καταλάβουν στις 8 Αυγούστου. Με αυτές τις μάχες, οι τουρκικές δυνάμεις διπλασίασαν το έδαφος που έλεγχαν.
Κι ακολούθησε η δεύτερη εισβολή, ο «Αττίλας ΙΙ» στις 14 Αυγούστου ξεκίνησε η δεύτερη επιχείρηση των Τούρκων. Κράτησε 3 ημέρες, ενώ μέλη της ΕΟΚΑ Β΄ προέβησαν σε σφαγές αμάχων και γυναικόπαιδων στα χωριά Μαράθα, Σανταλάρη και Αλόα, τις οποίες τα Ηνωμένα Έθνη τις περιέγραψαν ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Οι Τούρκοι θα κατακτούσαν περισσότερο από ό,τι ζητούσαν στη Γενεύη πριν λίγες ώρες…