Παγκόσμια πρωταθλήτρια η Γερμανία στο μπάσκετ. Για πολλούς ήλθαν τα… ύστερα του κόσμου. Παρά την τεράστια αθλητική της κουλτούρα, αλλά και το μεγάλο ύψος των κατοίκων της, η «ντόιτσλαντ» δεν συγκαταλεγόταν ποτέ ανάμεσα στις μεγάλες, παραδοσιακές δυνάμεις της καλαθοσφαίρισης. Για δεκαετίες, μάλιστα, τη Γερμανία η Ελλάδα τη θεωρούσε ομάδα του χεριού της, ακόμα και τις εποχές πριν το 1987. Πριν πάρει, δηλαδή, για τα καλά τα πάνω του το ελληνικό μπάσκετ.

Γιατί συνέβη αυτό; Δεν έχετε αναρωτηθεί ποτέ ποιος ήταν ο λόγος της αδιαφορίας των Γερμανών προς ένα σπορ που έχουν όλα τα προσόντα για να παίξουν σε υψηλότατο επίπεδο; Πώς έγινε και το μπάσκετ ρίζωσε κυρίως στην ανατολή της Ευρώπης και τα Βαλκάνια, αλλά στη Γερμανία μόνο τα τελευταία χρόνια γίνεται πραγματικά δημοφιλές;

Η απάντηση είναι ένα κράμα κακής μετάφρασης, λανθασμένων εκτιμήσεων, κακών χρονικών συγκυριών και… κακοκαιρίας! Η ιστορία του γερμανικού μπάσκετ είναι κυρίως πικρή, με κάποιες δόσεις γλύκας που έρχονται από την ιδιωτική πρωτοβουλία και την αμερικάνικη βοήθεια!

Ωραίο σπορ για… κορίτσια

Τα αρχεία της γερμανικής ομοσπονδίας μπάσκετ λένε ότι η πρώτη μπάλα μπάσκετ χτύπησε στη Γερμανία το 1896, μόλις πέντε χρόνια μετά την ανακάλυψή του ως σπορ! Ο πρώτος πατέρας του αθλήματος ήταν ο Άουγκουστ Χέρμαν, ο άνθρωπος που εισήγαγε και το ποδόσφαιρο στη Γερμανία από τη Βρετανία! Ο Ερνστ Χέρμαν, γιος του Άουγκουστ, είχε μεταναστεύσει στη Βοστώνη των ΗΠΑ και σ’ ένα γράμμα του περιέγραψε στον πατέρα του το νέο σπορ, που είχε αρχίσει να διαδίδεται στον Καναδά και τις βόρειες ΗΠΑ.

Ο μπαμπάς Χέρμαν ζήτησε περισσότερες πληροφορίες για τους κανονισμούς του παιχνιδιού, αλλά το μυαλό του είχε σχηματοποιήσει κάτι άλλο. Εκείνη την περίοδο έψαχνε για ένα σπορ που θα παιζόταν σε κλειστό χώρο και θα ήταν «αποκλειστικά για κορίτσια». Κι αυτό, επειδή διαπίστωνε (με τρόμο!) ότι το ποδόσφαιρο γινόταν δημοφιλές και στις γυναίκες. Η αθλητική του παιδεία δεν του επέτρεπε να φανταστεί γυναίκες να κυλιούνται στις λάσπες και να κλωτσάνε η μία την άλλη για την κατοχή της μπάλας, οπότε η εκδοχή του μπάσκετ που έφτιαξε στο μυαλό του ήταν πολύ πιο ήπια απ’ αυτό που ήδη παιζόταν στις ΗΠΑ.

Έχοντας επαφή με γυμναστές και γυμνάστριες τόσο στη Βρετανία, όσο και στην Ολλανδία (που επίσης είχαν μάθει για το μπάσκετ), ο Χέρμαν διαμόρφωσε τελικά το «Korbball». Τυπικά το όνομα σημαίνει «καλαθοσφαίριση», εκείνη την εποχή οι Γερμανοί αρνούνταν να συμπεριλάβουν οτιδήποτε αγγλικό στη γλώσσα τους. Στην ουσία, όμως, το σπορ που σύστησε ο Χέρμαν σ’ όλη τη Γερμανία ήταν πολύ σοφτ και «ταίριαζε» στις γυναίκες: έμοιαζε περισσότερο με το σημερινό netball, μια παραλλαγή του μπάσκετ που παίζεται στις χώρες της Κοινοπολιτείας κυρίως από γυναίκες, ή το ολλανδικό «korfball», επίσης μια παραλλαγή, με χαρακτηριστικό ότι το καλάθι δεν έχει ούτε διχτάκι, ούτε ταμπλό. Και απαγορεύεται σωματική επαφή μέσα στην (κυκλική) ρακέτα!

Οι δημοσιογράφοι που έψαξαν την ιστορία του μπάσκετ στη Γερμανία υποθέτουν ότι ο Χέρμαν ήλθε για πρώτη φορά σε επαφή με τους επίσημους κανόνες του μπάσκετ με… λάθος έγγραφο. Οι κανονισμοί που έγραψε και δημοσίευσε η Βρετανίδα γυμνάστρια Κλάρα Γκρέγκορι Μπάερ το 1895 υποτίθεται ότι ήταν πιστή αντιγραφή αυτών του εμπνευστή του αθλήματος Δρ. Νέισμιθ, αλλά στην ουσία περιγράφουν τελείως άλλο άθλημα!

Το σπορ αυτό μπήκε μεν στα σχολεία ως εναλλακτική λύση για τον αθλητισμό των κοριτσιών, αλλά δεν έπιασε. Ως τις αρχές της δεκαετίας του 1930 κανείς δεν έπαιζε μπάσκετ στη Γερμανία.

Δεύτερη αρχή στη Γερμανία από το στρατό

Η νέα αρχή έγινε το 1933 από τον Χέρμαν Νίμπουρ, ο οποίος θεωρείται σήμερα ο πραγματικός «πατέρας» του σπορ. Ο Νίμπουρ, γυμναστής επίσης, δίδασκε για χρόνια στο αμερικανικό κολλέγιο της Κωνσταντινούπολης και είχε μελετήσει το σπορ σε βάθος. Εκείνη τη χρονιά επέστρεψε στη Γερμανία και άρχισε να συστήνει το μπάσκετ σε πανεπιστήμια σε επιλεγμένες πόλεις, ανάμεσά τους και στο Μόναχο. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, με το σπορ ασχολούνταν μόνο οι ξένοι φοιτητές που είχαν δει και παίξει μπάσκετ στις πατρίδες τους.

Το 1935 υπήρχαν μόνο τέσσερις σύλλογοι με τμήμα μπάσκετ σε ολόκληρη τη Γερμανία. To πρόβλημα ήταν ότι η χώρα είχε αποφασίσει να κατεβάσει ομάδα μπάσκετ στους Παγκόσμιους Πανεπιστημιακούς Αγώνες, που θα φιλοξενούνταν στη Βουδαπέστη. Υπό το φόβο του οργανωτικού διασυρμού, που μετρούσε μάλλον περισσότερο, οι Γερμανοί αποφάσισαν να κατεβάσουν μια ομάδα που αποτελούταν από παίκτες του… χάντμπολ, οι οποίοι έκαναν ταχύρρυθμα μαθήματα στους νέους κανονισμούς! Η ομάδα πάτωσε, φυσικά, έχασε και τους τέσσερις αγώνες της.

Η απόφαση της ΔΟΕ να συμπεριλάβει το μπάσκετ στο Ολυμπιακό πρόγραμμα το 1936 έφερε τους Γερμανούς προ των ευθυνών τους. Αποφάσισαν να απευθυνθούν στον Ούγκο Μουρέρο, έναν Αυστριακό γυμναστή που είχε εκπονήσει το πρόγραμμα άσκησης των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων και είχε συμπεριλάβει το μπάσκετ σ’ αυτά. Μπροστά στην προσβολή να μην υπάρχει καν γερμανική ομάδα στους Αγώνες του Βερολίνου, ο Μουρέρο ανασκουμπώθηκε και διάλεξε μια ομάδα από την Αθλητική Στρατιωτική Σχολή του Βίνσντορφ και από την αθλητική ομάδα της Πολεμικής Αεροπορίας στο Σπαντάου. Προπονητής της ορίστηκε ο Νίμπουρ.

Οι παίκτες που κλήθηκαν προφανώς ήταν πιο εξοικειωμένοι στο σπορ απ’ ότι οι χαντμπολίστες πριν ένα χρόνο, αλλά και πάλι η διαφορά δυναμικότητας σε σχέση ακόμα και με τις μικρομεσαίες ομάδες ήταν χαοτική. Στον πρώτο προκριματικό αγώνα η Γερμανία έχασε με το κολακευτικό 25-18 από την Ελβετία, κι αυτό κυρίως επειδή οι Ελβετοί έκαναν καθυστέρηση (!) και δεν ήθελαν να φορτώσουν το γερμανικό καλάθι.

Δύο ημέρες αργότερα η κλήρωση τους έφερε αντιμέτωπους με τους Ιταλούς, που είχαν πολύ πιο έμπειρη ομάδα. Παρ’ ό,τι στην ίδια πλευρά του Άξονα, οι Ιταλοί δεν λυπήθηκαν καθόλου την Γερμανία και τη νίκησαν με διαφορά μαμούθ 42 πόντων (58-16)! Τότε ήταν η μεγαλύτερη που είχε καταγραφεί ποτέ σε επίσημο αγώνα μπάσκετ. Δύο ημέρες αργότερα έπεσαν πάνω στην επίσης εμπειρότερη Τσεχοσλοβακία, που αποδείχτηκε απροσπέλαστη στην άμυνα. Τελικό σκορ: 20-9. Επίσης η μονοψήφια επιθετική συγκομιδή ήταν το χειρότερο ρεκόρ που έχει καταγραφεί ποτέ σε αγώνα Ολυμπιακού τουρνουά.

Σύμφωνα με τα θρυλούμενα της εποχής, οι υπεύθυνοι προσπάθησαν να κρατήσουν κρυφά τα αποτελέσματα από τον Αδόλφο Χίτλερ. Ο οποίος ενδιαφερόταν καθημερινά να μάθει τι έκαναν οι Γερμανοί αθλητές και ομάδες. Όταν τελικά τα έμαθε, είπε μόνο μία λέξη: «Scham». Ντροπή. Δεν περίμενε μετάλλιο, αλλά όχι και τέτοιον αθλητικό εξευτελισμό.

Οι Αμερικανοί και οι 75.000 θεατές!

Η άνθηση του μπάσκετ στη Γερμανία ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν ολωσδιόλου ξενόφερτη. Η Γερμανία διαιρέθηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής (βρετανική, γαλλική, αμερικανική και σοβιετική) και αναπτύχθηκαν πολλές στρατιωτικές βάσεις σ’ όλους τους τομείς, όπου οι φαντάροι έπαιζαν συχνά μπάσκετ. Ειδικά στον αμερικανικό τομέα (η οποία περιελάμβανε και το μεγάλο κρατίδιο της Βαυαρίας, αλλά και τη ζώνη του Βερολίνου όπου αναπτύχθηκε μετέπειτα η Άλμπα!) το μπάσκετ άρχισε να γίνεται πολύ δημοφιλές.

Το 1949 ιδρύθηκε αυτόνομη ομοσπονδία μπάσκετ στους τρεις «δυτικούς» τομείς κατοχής της Γερμανίας, με έδρα το Ντίσελντορφ. Το 1951 προσκλήθηκαν οι Χάρλεμ Γκλοουμπτρότερς, η δημοφιλέστατη ομάδα, και έκαναν το σόου τους στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου μπροστά σε 75.000 θεατές! Λίγο πριν η ομοσπονδία είχε αποφασίσει να στείλει την εθνική ομάδα στο Ευρωμπάσκετ, που έγινε στο Παρίσι, αφού μόλις είχε αρθεί ο αθλητικός αποκλεισμός της Γερμανίας λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ομάδα ξεκίνησε με μια εφιαλτική ήττα από τη μέτρια ομάδα του Βελγίου με 18-70 (!), ωστόσο στη συνέχεια βελτιώθηκε κάπως, έκανε και δύο νίκες στα υπόλοιπα επτά της ματς και τερμάτισε 12η σε σύνολο 17 ομάδων.

Το επόμενο Ευρωμπάσκετ του 1953 ήταν ιστορικό για τη Γερμανία. Μπορεί να τερμάτισε σε ακόμα χειρότερη θέση (14η στις 17) αλλά ήταν η τελευταία φορά που παρουσίασε «πανγερμανική» ομάδα, με οκτώ παίκτες από τα δυτικά της χώρας και τέσσερις από τα ανατολικά. Έκτοτε η Ανατολική Γερμανία, που είχε δική της αναγνωρισμένη ομοσπονδία από το 1952, αποφάσισε να κατεβάζει δική της εθνική ομάδα, η οποία μάλιστα επί δεκαετίες είχε καλύτερα αποτελέσματα από την δυτικογερμανική, χωρίς όμως να καταφέρει κάποια μεγάλη διάκριση.

Ιάκωβος Μπιλέκ: Ο Έλληνας της Πόλης που έδωσε ζωή στο μπάσκετ της Γερμανίας

Η τρίτη (και καλύτερη) «αρχή» του μπάσκετ στη Γερμανία οφείλεται σ’ έναν Έλληνα της Πόλης το 1962. Ο Ιάκωβος Μπιλέκ (ελληνικό επώνυμο Κωνσταντινίδης), μια διεθνής προσωπικότητα του τουρκικού μπάσκετ, διεθνής παίκτης με την εθνική Τουρκίας, διεθνής διαιτητής με σφυρίγματα σε δύο Ολυμπιακούς Αγώνες (1952 και 1960) και αθλητικογράφος στην εφημερίδα Εξπρές εγκατέλειψε την Πόλη το 1962 για να αναλάβει προπονητής της εθνικής Γερμανίας.

Έκανε κάτι πολύ παραπάνω: Έβαλε τις βάσεις για το μπασκετικό αναπτυξιακό πρόγραμμα της Δυτικής Γερμανίας. Επί χρόνια όργωνε τη χώρα και ανακάλυπτε ταλέντα σε κάθε σύλλογο. Οργάνωσε πρωταθλήματα μικρών ηλικιών σε κάθε κρατίδιο, στα πρότυπα των αμερικανικών, που ισχύουν ακόμα. Αναμόρφωσε το τουρνουά «Άλμπερτ Σβάιτσερ» στο Μανχάιμ, μια συνάντηση των καλύτερων εθνικών ομάδων εφήβων απ’ όλο τον κόσμο (στην οποία επί πολλά χρόνια ήταν παρούσες και οι ελληνικές εθνικές ομάδες).

Κι έβγαλε το πρώτο πραγματικά μεγάλο ταλέντο. Μπορεί ο Κλάους Σουλτς να ήταν ο πρώτος Γερμανός που έπαιξε στο εξωτερικό (στην ισπανική Εστουντιάντες) το 1962, όμως ο πρώτος πραγματικός σταρ ήταν ο Νόρμπερτ Τιμ, που έπαιξε στη Ρεάλ Μαδρίτης τη διετία 1972-74.

Από το 1968 ως το 1972, όπου το Μόναχο φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Μπιλέκ εισηγήθηκε στο προπονητικό συμβούλιο το πρότζεκτ «Ολυμπιακή Ομάδα 1972». Διάλεξε 50 παίκτες απ’ όλη τη χώρα, που προπονούνταν κι έπαιζαν μαζί επί χρόνια. Απ’ αυτούς ξεπήδησαν οι 12 που εκπροσώπησαν τη χώρα. Η Δυτική Γερμανία έκανε φοβερές εμφανίσεις στο τουρνουά, κέρδισε τρία ματς στην πρώτη φάση κι έπαιξε για τις θέσεις 9-12. Κατατάχθηκε 12η, καθώς έχασε και τα δύο ματς, αλλά οι ήττες ήταν στον πόντο (70-69 από Αυστραλία και 84-83 από Ισπανία) από αντιπάλους που θεωρούνταν πολύ ανώτεροι.

Ο Μπιλέκ έμεινε στην ομοσπονδία της Γερμανίας ως το 1982. Τα κύκνεια άσματά του ήταν εκκωφαντικά: Το 1981 η Δυτική Γερμανία προκρίθηκε για πρώτη φορά από προκριματικά σε τελική φάση Ευρωμπάσκετ, που έγινε στην Πράγα της Τσεχοσλοβακίας. Ως τότε οι συμμετοχές της σε τελικές φάσεις οποιασδήποτε διοργάνωσης ήταν είτε επειδή ήταν διοργανώτρια, είτε επειδή δεν υπήρχε προκριματική φάση. Μια νέα γενιά παικτών, με αστέρια τον δίμετρο Μίχαελ Πάπερτ και τον βαρύ σέντερ Κλάους Τσάντερ έδειχνε ότι θα ανεβάσει επίπεδο την ομάδα.

Ντέτλεφ Σρεμπφ: Ο σούπερ σταρ πριν τον Νοβίτσκι

Η πιο σημαντική του απόφαση, όμως, δεν είχε σχέση με την εθνική. To 1980 ο Μπιλέκ πίεσε την ομάδα μπάσκετ της Λεβερκούζεν να στείλει τον Ντέτλεφ Σρεμπφ σε γυμνάσιο των ΗΠΑ, με το πρόγραμμα της ανταλλαγής μαθητών. Σε αντίθεση με τον τότε Αμερικανό παίκτη της Λεβερκούζεν Γκρεγκ Λι, ο οποίος έψηνε τον νεαρό να πάει σε κάποιο φημισμένο γυμνάσιο (κι έπειτα κολλέγιο) της Καλιφόρνια, ο Μπιλέκ συνεννοήθηκε με τον βετεράνο παίκτη της Λεβερκούζεν (και δικό του στις μικρές εθνικές ομάδες) Τόμας Ρέριχ να τον στείλουν στο Σεντράλια Χάι Σκουλ, της ομώνυμης μικρής πόλης (μόλις 18.000 κατοίκων) στην βορειοδυτική πολιτεία Ουάσιγκτον, για να αποφύγει τους πειρασμούς.

Ο 17χρονος τότε Σρεμπφ, με ύψος 2μ.08, ήταν τέτοιο πρότζεκτ που και ο ίδιος ο Μπιλέκ μάλλον ένιωθε ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Με ιδιαίτερη αλτικότητα και πλαστικότητα για το ύψος του, ο Σρεμπφ όχι μόνο οδήγησε το γυμνάσιο στον πρώτο πολιτειακό τίτλο της ιστορίας του, αλλά φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον κι έγινε ντραφτ Νο8 το 1985 από τους Ντάλας Μάβερικς.

Ο Σρεμπφ ήταν επί χρόνια το μεγαλύτερο αστέρι της Γερμανίας στο μπάσκετ, αν και το σπορ το έμαθε κυρίως στις ΗΠΑ. Στην εθνική Γερμανίας έπαιξε το 1985 στο Ευρωμπάσκετ που έγινε στη Στουτγκάρδη ως τεταρτοετής φοιτητής, αλλά στη συνέχεια με την καριέρα του στο ΝΒΑ και την απαγόρευση που υπήρχε στους επαγγελματίες να παίζουν στις εθνικές τους «αποκλείστηκε» από την εθνική ως το 1992. Τότε επέστρεψε για να βοηθήσει την εθνική του να προκριθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης (η Γερμανία τερμάτισε 7η), όμως αυτές ήταν και οι τελευταίες του εμφανίσεις με την ομάδα. Έκτοτε αφοσιώθηκε στο ΝΒΑ, όπου συνολικά έπαιξε για 16 σεζόν (1.130 αγώνες) με στατιστικά καριέρας 13,9 πόντους, 6,2 ριμπάουντ, 3,4 ασίστ και 38,4% στα τρίποντα.

H Γερμανία διοργάνωσε ένα ακόμα Ευρωμπάσκετ το 1993. Σε μια εποχή εντελώς ρευστή, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας, με την απουσία του Σρεμπφ (και του δεινόσαυρου Ούβε Μπλαμπ των 2μ.18, που επίσης είχε περάσει για πέντε σεζόν από το NBA) κανείς δεν περίμενε τίποτα ιδιαίτερο. Κι ας είχε στον πάγκο της από το 1987 τον Σβέτισλαβ Πέσιτς. Στο πρώτο της ματς η Γερμανία έχασε από την Εσθονία (103-113) και στη δεύτερη φάση έκανε κι άλλες δύο «αναμενόμενες» ήττες από Γαλλία και Κροατία. Τερμάτισε 4η στον όμιλό της και προκρίθηκε με το ζόρι στα νοκ-άουτ των προημιτελικών.

Εκεί, όμως, έγινε το απίθανο. Η ομάδα καθάρισε διαδοχικά Ισπανία και Ελλάδα σε οριακά ματς και πέρασε στον τελικό, όπου νίκησε με 71-70 τη Ρωσία χάρη σ’ ένα πολύ αμφιλεγόμενο σφύριγμα του Νίκου Πιτσίλκα. Αστέρια της τότε ομάδας ήταν ο γεννημένος στον Καναδά Μίκαελ Γιάκελ, ο δίμετρος σούτιγκ γκαρντ Χένιγκ Χάρνις και ο δίμετρος πλέι μέικερ Χένρικ Ροντλ, που ήταν τότε ακόμα φοιτητής στο φημισμένο κολλέγιο Νορθ Καρολάινα.

Εκείνο το καλοκαίρι του 1993, ο 15χρονος τότε Ντιρκ Νοβίτσκι από τη μικρή πόλη του Βούρτσμπουργκ αποφάσισε να αφήσει στην άκρη το χάντμπολ και το τένις, στα οποία διέπρεπε, και να αφοσιωθεί στο μπάσκετ. Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του (διεθνής χαντμπολίστας), ο οποίος του υποσχόταν μεγάλη καριέρα, άκουσε τον παλιό διεθνή παίκτη Χόλγκερ Γκεσβίντερ, που είδε το ταλέντο του και του πρότεινε να του κάνει ατομικές προπονήσεις τρεις φορές την εβδομάδα. «Αν δουλέψεις, θα γίνεις ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος παίκτης όλων των εποχών», του είπε. Είχε μάτι.

Ο Νοβίτσκι, που θεωρείται ο «πατέρας» και εμπνευστής της σημερινής Γερμανίας, έπαιξε επί 21 χρόνια στο ΝΒΑ με τους Ντάλας Μάβερικς, αλλά κυρίως βρισκόταν κάθε διαθέσιμο καλοκαίρι του κοντά στην εθνική, παρά τις υποχρεώσεις του. Η Γερμανία κατέκτησε το χάλκινο στο Μουντομπάσκετ του 2002 και έχασε από την Ελλάδα στον τελικό του Ευρωμπάσκετ 2005, με τον απαστράποντα Νοβίτσκι κι έντεκα ακόμα μέτριους παίκτες στο ρόστερ της.

Είχε ριχτεί, όμως, ο σπόρος της ανάπτυξης, τους καρπούς του οποίου τους είδαμε όλοι.