Η εξωτερική εμφάνιση κάποιου μπορεί να σε παραπλανήσει και πολλές φορές να σε κάνει να τον υποτιμήσεις. Ποτέ δεν ξέρεις τι είναι ικανός να κάνει κανείς, και σίγουρα η εικόνα του δεν αποτελεί κάποιου κριτήριο. Δυστυχώς βάσει προκαταλήψεων, πολλοί θεωρούνται εγκληματίες χωρίς να είναι κι άλλοι κρύβονται πίσω από ένα προσωπείο. Έτσι, και η Dorothea Puente, η οποία χρησιμοποίησε την γλυκιά παρουσία της για να παραπλανήσει.

Αν δεις μια ηλικιωμένη με γκρίζα μαλλιά, φορέματα από σιφόν, γυαλιά με χοντρό σκελετό και πολλές γάτες, σίγουρα δεν θα σκεφτείς ότι είναι μια πιθανή δολοφόνος. Η φαινομενικά αθώα σπιτονοικοκυρά ήταν στην πραγματικότητα μια κατά συρροή δολοφόνος που διέπραξε τουλάχιστον εννέα φόνους μέσα στο σπίτι της στο Σακραμέντο της Καλιφόρνια κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980.

Οι τρόποι που επέλεγε για να σκοτώσει τα θύματά της ήταν βασανιστικοί και μαρτυρούν την παράνοια που έκρυβε μέσα της. Το 1982 και 1989, η Puente έλεγε ότι περιθάλπει τους ευάλωτους και άστεγους, αλλά στην πραγματικότητα δηλητηρίαζε και στραγγάλιζε μερικούς από τους καλεσμένους της πριν τους θάψει στην ιδιοκτησία της και εξαργυρώσει τις επιταγές κοινωνικής ασφάλισής τους.

Οι εξαφανίσεις αυτών περνούσαν απαρατήρητες για χρόνια, ώσπου τελικά το 1988 μια κοινωνική λειτουργός, η Judy Moise, η οποία μιλά στο νέο ντοκιμαντέρ του Netflix «Worst Roommate Ever», ανέφερε την εξαφάνιση ενός ενοικιαστή. Βέβαια, η αστυνομία δεν πίστευε ότι θα έβρισκε τουλάχιστον έξι πτώματα θαμμένα στην πίσω αυλή μιας μικροκαμωμένης γιαγιάκας.

Η Judy σύμβουλος επικοινωνίας με τους Εθελοντές της Αμερικής, παρατήρησε ότι ο 52χρονος Alvaro Modoya, που έμενε στο σπίτι της Puente, είχε εξαφανιστεί. O Alvaro είχε προβλήματα με την ψυχική του υγεία και ήταν για χρόνια άστεγος, οπότε δεν πίστεψε την ηλικιωμένη όταν της είπε ότι ο Alvaro είχε πάει διακοπές στο Μεξικό με τον αδερφό του. Γνώριζε ότι για χρόνια δεν μιλούσε με την οικογένειά του.

Ένας άλλος ένοικος, ο John Sharp, της είπε: «Κάτι δεν πάει καλά. Έχει σκάψει πολλές τρύπες». Ειδοποίησε την αστυνομία, η οποία πήγε στο σπίτι της, αλλά εκείνη υποστήριξε την ίδια δικαιολογία. Τότε ο John τους έστειλε κρυφά ένα μήνυμα, λέγοντας ότι τον βάζει να λέει ψέματα.

Η αστυνομία επέστρεψε και ερεύνησε το σπίτι, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Στην συνέχεια ζήτησαν άδεια να σκάψουν τον κήπο «ώστε να πουν στην κοινωνικό λειτουργό ότι έκαναν ό,τι μπορούσαν». Η Puente τους έδωσε ένα φτυάρι για να σκάψουν, καθώς συμφώνησε. Στο ντοκιμαντέρ ένας από τους αστυνομικούς εξομολογείται τι βρήκαν ενώ έσκαβαν υπό το άγρυπνο βλέμμα της. Θυμάται ότι βρήκε «κομμάτια υφάσματος, τσόφλια αυγών και κομμάτια δέρματος που έμοιαζαν με βοδινό κρέας».

Τελικά, βρήκαν το σώμα της 78χρονης Leona Carpenter και η αστυνομία συνειδητοποίησε ότι το κρέας που έβλεπαν ήταν στην πραγματικότητα ανθρώπινη σάρκα.

Στην πρώτη της ανάκριση η Puente παρέμεινε ψύχραιμη κι αρνήθηκε τα πάντα. «Δεν πτοήθηκε ποτέ. Δεν είπε ποτέ τίποτα. Αρνήθηκε τα πάντα» είπε ο αστυνομικός που την ανέκρινε, λέγοντας ότι τον κοίταγε κατάματα καθόλη τη διάρκεια. Την επόμενη μέρα, ενώ η αστυνομία άρχισε να σκάβει και άλλα σημεία, ζήτησε την άδεια να πάει να συναντήσει τον ανιψιό της για έναν καφέ για να «καλμάρει τα νεύρα της».

Τα 6 θύματα της Puente

Επειδή δεν υπήρχαν στοιχεία που να τη συνδέουν με το πτώμα, της επετράπη να φύγει. Τελικά διέφυγε μέχρι το Λος Άντζελες, όπου βρέθηκε πέντε ημέρες αργότερα, όταν ένας άνδρας σε ένα μπαρ την αναγνώρισε από την τηλεόραση. Στην συνέχεια βρέθηκαν ακόμα έξι πτώματα στον πίσω κήπο της Puente, μεταξύ των οποίων αυτά του 51χρονου Alberto Montoya, της 64χρονης Dorothy Miller, του 55χρονου Benjamin Fink, του 62χρονου James Gallop, 64- η Vera Faye Martin και η 78χρονη Betty Palmer.

Το όνομά της συνδέθηκε με 2 ακόμα δολοφονίες, που διαπράχθηκαν με παρόμοιο τρόπο με εκείνον που δρούσε η ηλικιωμένη. Ένα από τα πτώματα ήταν μιας 61χρονης γυναίκας της Ruth Monroe, την οποία η Puente έπεισε να μετακομίσει στο σπίτι της τον Απρίλιο του 1982, όταν πέθανε ο σύζυγός της. Ήταν τόσο κοντά, που τα παιδιά της θεωρούσαν την Puente γιαγιά τους.

H Ruth πέθανε από υπερβολική δόση κωδεΐνης και ακεταμινοφαίνης, με την αστυνομία θεωρεί ότι αυτοκτόνησε. Στο πόρισμα συνέβαλε και η Puente, η οποία είπε στους αξιωματούχους ότι είχε πάθει κατάθλιψη μετά τον θάνατο του συζύγου της.

Ένα άλλο από τα θύματα ήταν ο Everson Gillmouth, ένας 77χρονος συνταξιούχος, ο οποίος είχε αναπτύξει μια φιλική σχέση μαζί της, όταν ήταν στη φυλακή. Όταν αποφυλακίστηκε το 1985, μετακόμισαν μαζί, αλλά εκείνος εξαφανίστηκε. Την ίδια χρονιά, προσέλαβε έναν τεχνίτη, τον Ismael Florez, για να τοποθετήσει μια ξύλινη επένδυση στο σπίτι της.

Αφού ο Florez τελείωσε τη δουλειά, η Puente του ζήτησε να της φτιάξει ένα κουτί για τα βιβλία της και άλλα αντικείμενα, το οποίο θα έστελνε σε μια εγκατάσταση αποθήκευσης. Αλλά στο δρόμο προς την εγκατάσταση αποθήκευσης, η Puente ζήτησε απότομα από τον Florez να πάει σε μια όχθη ποταμού και απλώς να σπρώξει το κουτί στο νερό. Μετά από λίγους μήνες, ένας ψαράς βρήκε το κουτί και παρατήρησε ότι έμοιαζε με φέρετρο. Αμέσως ενημέρωσε την αστυνομία και ερευνητές ανακάλυψαν μέσα το σώμα ενός ηλικιωμένου σε αποσύνθεση μέσα. Μετά από τρία χρόνια ταυτοποιήθηκε ότι ήταν το σώμα του Everson.

Χρησιμοποιούσε υπνωτικά χάπια για να ναρκώσει τους ενοίκους της

Αφού κατηγορήθηκε για 9 φόνους, μεταφέρθηκε πίσω στο Σακραμέντο. Κατά την επιστροφή της, επέμεινε στους δημοσιογράφους ότι δεν είχε σκοτώσει κανέναν, υποστηρίζοντας: «Ήμουν πολύ καλός άνθρωπος κάποτε».

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, η Puente χαρακτηρίστηκε μια χειριστική εγκληματίας που κυνηγούσε τους αδύναμους. Οι δικηγόροι της υποστήριξαν ότι μπορεί να είναι κλέφτρα, αλλά όχι δολοφόνος. Οι παθολόγοι κατέθεσαν ότι δεν κατάφεραν να καθορίσουν την αιτία θανάτου για κανένα από τα πτώματα.

Η εισαγγελία δήλωσε ότι η ηλικιωμένη χρησιμοποίησε υπνωτικά χάπια για να ναρκώσει τους ενοίκους της, τους έπνιγε και στη συνέχεια προσέλαβε καταδίκους για να τους θάψουν στην αυλή. Κλήθηκαν πάνω από 130 μάρτυρες στο βήμα και οι εισαγγελείς είπαν ότι ήταν μια από τις πιο «ψυχρές και λογικές γυναίκες δολοφόνους που είχε δει ποτέ η χώρα».

Μετά από αρκετές ημέρες συσκέψεων και ασυμφωνίας στο δικαστήριο, η Dorothea Puente καταδικάστηκε το 1993 τελικά για τρεις φόνους και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Πέθανε στη φυλακή από φυσικά αίτια σε ηλικία 82 ετών, στις 27 Μαρτίου 2011.

Πάντως, φάνηκε ότι η γιαγιάκα είχε βεβαρημένο ποινικό. Καταδικάστηκε για πλαστογραφία και οδηγήθηκε στη φυλακή για τέσσερις μήνες το 1948, προτού εργαστεί σαν ιερόδουλη για χρόνια και στη συνέχεια συλληφθεί για παράνομο οίκο ανοχής το 1960.

Στη συνέχεια, το 1978, κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε για παράνομη εξαργύρωση 34 κρατικών και ομοσπονδιακών επιταγών που ανήκαν στους ενοικιαστές της. Της δόθηκε πενταετής φυλάκιση και καταδικάστηκε να πληρώσει 4.000 δολάρια ως αποζημίωση.

Στη δεκαετία του 1980, εργαζόταν ως προσωπική φροντίστρια, ενώ νάρκωνε και λήστευε αυτούς που φρόντιζε. Το 1982, η Puente μπήκε στη φυλακή για τις κλοπές της. Αποφυλακίστηκε μόλις τρία χρόνια αργότερα, αν και ένας κρατικός ψυχολόγος τη διέγνωσε ως σχιζοφρενή χωρίς «τύψεις» που θα έπρεπε να «παρακολουθείται στενά». Ωστόσο, κανείς δεν το έκανε και εκείνη συνέχισε την δράση της ανενόχλητη.