Είναι ο άνθρωπος το χειρότερο και το πιο άρρωστο πλάσμα που έχει πατήσει το πόδι του στη γη; Αναμφίβολα ναι: ο άνθρωπος, καταστρέφει τον πλανήτη στον οποίον κατοικεί χωρίς τύψεις, ενοχές και δεύτερες σκέψεις, κακοποιεί με κάθε τρόπο την ατμόσφαιρα, το περιβάλλον, τις θάλασσες, τη χλωρίδα και την πανίδα και είναι το μοναδικό ζώο που σκοτώνει ζώα ή ανθρώπους όχι να τραφεί ή να αμυνθεί, αλλά από οργή ή για πλάκα ή για διασκέδαση ή από εκδίκηση ή «γιατί έτσι». Κανένα άλλο ζώο του πλανήτη, ακόμα και το πιο αιμοβόρο, δεν σκοτώνει για να σπάσει πλάκα ή για να περάσει η ώρα του ή επειδή έχει ψυχολογικά ή κάποιου είδους διαταραχή. Μόνο ο άνθρωπος, αυτό το παράσιτο του πλανήτη γη, αυτό το «τετράποδο μικρόβιο», που μολύνει σαν καρκινικό κύτταρο ό,τι βρει στο διάβα του, έχει αυτό το θλιβερό προνόμιο.
Αυτή η μάλλον «γκαζωμένη» εισαγωγή έγινε διότι το πράγμα έχει «ξεχειλώσει» τα τελευταία χρόνια. Τα πιο απεχθή, τα πιο φρικτά, τα πιο τρομακτικά εγκλήματα βλέπουν το φως της δημοσιότητας, σε έναν άτυπο διαγωνισμό παραβατικότητας, όπου σχεδόν κάθε εβδομάδα έχουμε καινούργιο «νικητή», που κάνει high – score. Και μια τέτοια περίπτωση δολοφόνου, μια ιστορία ενός βαθιά άρρωστου ανθρώπου, έρχεται να προστεθεί σε αυτή τη μακάβρια λίστα που ολοένα και μεγαλώνει τα τελευταία χρόνια.
Πάμε πίσω στο 1998. Η Καταρίνα Ζοβάντα, άρχισε να σπουδάζει Θεολογία σε Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας. Η Καταρίνα ήταν κορίτσι κλειστό, μάλλον καταθλιπτικό, που δεν είχε ποτέ καταφέρει να ξεπεράσει το θάνατο του πατέρα της το 1996. Ξεκίνησε να σπουδάζει Ψυχολογία, στην πορεία άλλαξε κατεύθυνση και συνέχισε στην Ιστορία, πριν καταλήξει στις Θρησκευτικές Σπουδές. Στις 12 Νοεμβρίου του 1998, η Καταρίνα είχε ραντεβού στην Ψυχιατρική Κλινική «Nowa Huta», όπου έκανε τη θεραπεία της προσπαθώντας να νικήσει την κατάθλιψή της. Η μητέρα της, με την οποία είχαν ραντεβού εκεί, την περίμενε μάταια – η Καταρίνα δεν εμφανίστηκε ποτέ. Κι όταν η μητέρα της αργότερα εκείνη τη μέρα πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα για να τη δηλώσει ως αγνοούμενη, ο Αξιωματικός Υπηρεσίας της είπε αυτό που λένε συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις: πρέπει να περάσουν 48 ώρες για να δηλωθεί αγνοούμενη, μπορεί να ήθελε λίγο χρόνο μόνη της, μπορεί να γνώρισε κάποιον, τέτοια πράγματα. Δυστυχώς, ίσχυε το τελευταίο – αλλά όχι με τον τρόπο που θα ήθελε μια γυναίκα να γνωρίσει έναν άντρα.
Για δυο μήνες, δεν υπήρξε κανένα ίχνος της. Ούτε τηλεφώνημα, ούτε κάποια που να της έμοιαζε αλλά ούτε και πτώμα. Κι όσο δεν υπάρχει πτώμα, υπάρχει πάντα αισιοδοξία. Μέχρι που η προπέλα του ρυμουλκού «Elk» μπλέχτηκε σε κάτι κι όταν το πλήρωμα κατάφερε να ξεμπλοκάρει την προπέλα, αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για ανθρώπινο δέρμα… Η εξέταση του DNA δεν άφηνε περιθώρια για αμφιβολίες: το δέρμα, ανήκε στην Καταρίνα. Λίγες μέρες μετά, από το ίδιο ποτάμι ανασύρθηκε και το δεξί της πόδι. Η πρώτη σκέψη ήταν πως το πόδι αποκολλήθηκε από κάποια προπέλα. Η εξέταση αποκάλυψε μια μακάβρια «τελετή»: το δέρμα, το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια, κόπηκαν σκόπιμα από το σώμα της, με τέτοιον «χειρουργικό» τρόπο, που οι Αρχές έφτασαν στο συμπέρασμα πως ο δολοφόνος δημιούργησε ένα σώμα, που με κάποιον τρόπο προσπάθησε να το «φορέσει». Με άλλα λόγια, ένας «πιο δημιουργικός» και πολύ πιο άρρωστος Δόκτωρ Φρανκενστάιν…
Τον Μάιο του 1999, οι Αρχές συνέλαβαν έναν άντρα με καταγωγή από τον Καύκασο, τον Βλάντιμιρ, ο οποίος είχε δολοφονήσει τον πατέρα του. Λίγο πριν τη σύλληψή του, μάρτυρες τον είχαν δει να κυκλοφορεί «φορώντας» δέρμα από το κεφάλι του πατέρα του. Ο λογικός συνειρμός, ήταν πως ο Βλάντιμιρ βρισκόταν πίσω και από τη δολοφονία της Καταρίνα. Μόνο που δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο που να συσχετίζει τον συγκεκριμένο άντρα με τη συγκεκριμένη δολοφονία και κάπως έτσι, περίπου έναν χρόνο αργότερα, η δολοφονία της Καταρίνα μπήκε στο Αρχείο, ως ανεξιχνίαστη – αυτό που λέει η Αστυνομία «Cold Case». Χρειάστηκε να περάσουν κοντά 13 χρόνια, στα οποία η εγκληματολογία προόδευσε, η Σήμανση εξελίχθηκε, νέες τεχνικές εξέτασης και μελέτης DNA έκαναν την εμφάνισή τους και έγιναν πολύτιμα εργαλεία στην εξιχνίαση εγκλημάτων, ώστε η «παγωμένη υπόθεση» να ξανανοίξει: τα λείψανα της Καταρίνα ξεθάφτηκαν, εξετάστηκαν ξανά, με νέες μεθόδους και τεχνικές και οι ειδικοί αποφάνθηκαν ότι ο δολοφόνος της είχε χρησιμοποιήσει ένα αιχμηρό εργαλείο, την τραυμάτισε στο λαιμό, τη μασχάλη και τη βουβωνική χώρα και προκάλεσε αιμορραγία μέχρι θανάτου. Τη βασάνισε, την έκανε να υποφέρει μέχρι την τελευταία της ανάσα. Το ψυχολογικό προφίλ έδειξε (προφανώς) έναν σαδιστή αλλά και έναν άνθρωπο πιθανότατα εκπαιδευμένο στις πολεμικές τέχνες.
Παρόλο αυτά, κανένα στοιχείο δεν είχε προκύψει για την ταυτότητα του δράστη. Μέχρι τις 4 Οκτωβρίου του 2017, που μια επιστολή που στάλθηκε στην Αστυνομία, έστρεψε τις έρευνες προς τον Ρόμπερτ Γιανκέφσκι, από την Κρακοβία. Η έρευνα στο σπίτι του, αποκάλυψε αίμα στη μπανιέρα του. Το όνομά του, είχε απασχολήσει τις Αρχές και το 1999 – ήταν ανάμεσα στους δεκάδες πιθανούς υπόπτους που είχαν ανακριθεί, χωρίς να προκύψει τότε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο για εκείνον ή για οποιονδήποτε άλλον. Ο Γιανκέφσκι ήταν όντως γνώστης πολεμικών τεχνών, γνώριζε το θύμα (επισκεπτόταν μάλιστα τον τάφο της) και είχε ιστορικό παρενόχλησης γυναικών. Επιπλέον, είχε εργαστεί παλιότερα σε Εργαστήριο Ανατομίας όπου ασχολήθηκε με ανθρώπινα πτώματα αλλά και σε Ινστιτούτο Ζωολογίας, όπου παρατηρούσε για ατέλειωτες ώρες το πώς αφαιρούνταν τα δέρματα ζώων και πώς παρασκεύαζαν ρούχα με αυτά. Τον είχαν διώξει από εκεί, όταν ανακάλυψαν ότι ένα βράδυ σκότωσε όλα τα κουνέλια του Εργαστηρίου κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του – δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει για ποιο λόγο το έκανε…
Τι έγραφε η επιστολή που στάλθηκε στην Αστυνομία; Ποιος την έστειλε; Αυτό παραμένει ένα καλά φυλαγμένο μυστικό, που ίσως δεν αποκαλυφθεί ποτέ. Παρότι ο ίδιος αρνούνταν ότι γνώριζε την Καταρίνα, οι Αρχές τον κράτησαν στη φυλακή συλλέγοντας στοιχεία. Ο Γιανκέφσκι παραμένει μέχρι σήμερα φυλακισμένος και κανείς δεν γνωρίζει αν (και πότε) δικάστηκε και αν καταδικάστηκε γι’ αυτό το έγκλημα ή και για άλλα. Η «παγωμένη υπόθεση» υπό μια έννοια ξεπάγωσε, αλλά η φρίκη γύρω απ’ αυτήν, δεν είναι κάτι που οι Αρχές της χώρας θέλουν να μοιραστούν με τον υπόλοιπο κόσμο – πέρα από τον ανείπωτο τρόμο, υπάρχει πάντα η περίπτωση του να βρεθούν μιμητές που θα θελήσουν να αντιγράψουν το «πρότυπό τους»…Είπαμε, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο που να έχει περάσει από τον πλανήτη αυτό, από το ανθρώπινο είδος…