Περιεχόμενα
…και ουδείς αποκλείει, ελέω της κατάστασης, να συμβεί κάτι ανάλογο ανάμεσα στις δύο χώρες.
Γράφει ο Νίκος Μποζιονέλος
Η φράση «εκατόμβη νεκρών» είναι λίγη για να αποτυπώσει το μέγεθος της τραγωδίας που βιώνει η Τουρκία, η οποία μετρά ήδη πάνω από 5.000 νεκρούς, χιλιάδες αγνοούμενους, 20.000 τραυματίες και 20 κατεστραμμένες πόλεις από τα 7,8 Ρίχτερ. Δυστυχώς δεν ήταν η πρώτη φορά – και δεν θα είναι η τελευταία. Τα βίωσε και το καλοκαίρι του 1999 με πάνω από 18.000 νεκρούς, λίγο καιρό πριν από τον σεισμό της Αθήνας.
Και εκείνοι οι σεισμοί είχαν επιβεβαιώσει, πολλά χρόνια μετά την κυκλοφορία του το περίφημο άσμα «Μες στου Βοσπόρου τα στενά», με τον Γιώργο Νταλάρα να ερμηνεύει τους στίχους του Πυθαγόρα που έκρυβαν μία πανανθρώπινη αλήθεια: «Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός, κι εγώ λαός κι εσύ λαός, εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ»…
18.373 νεκροί…
Στις 17 Αυγούστου 1999, στις 3 τα ξημερώματα, η γη στη βόρεια Τουρκία άρχισε να τρέμει, επί 45 ολόκληρα δευτερόλεπτα. Κατεγράφη σεισμική δόνηση 7,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ με επίκεντρο την πόλη Ιζμίτ (την παλιά ελληνική πόλη της Νικομήδειας, πρωτεύουσα της επαρχίας του Κοτσάελι. Ο σεισμός του Μαρμαρά αποτέλεσε μια από τις πιο καταστροφικές στιγμές στη σύγχρονη ιστορία της γειτονικής χώρας, καθώς οι απώλειες ήταν βαρύτατες: 18.373 νεκροί, 23.781 τραυματίες και περίπου 500.000 άστεγοι. Ο σεισμός έγινε αισθητός μέχρι την Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη, αλλά και μέχρι την Ουκρανία…
Τόσο το 1999 όσο και φέτος, κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ιδιαίτερης ανθρωπιστικής κρίσης ήταν η δυσκολία των τουρκικών αρχών να εφαρμόσουν οποιοδήποτε σχεδιασμό λόγω του μεγέθους της καταστροφής. Δεν είχε μείνει τίποτε όρθιο.
Ο σεισμός στη Νικομήδεια έγινε αισθητός από την επαρχία του Ντούζτζε μέχρι και την θάλασσα του Μαρμαρά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα και την πρόκληση ενός τσουνάμι 2,5 μέτρων από την τελευταία τοποθεσία, σκορπώντας τον θάνατο σε 155 ανθρώπους…
Η ανεπανάληπτη ελληνική χείρα βοηθείας…
Η Ελλάδα, παρά τη διαρκή κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών, ήταν η πρώτη ξένη χώρα που έστειλε βοήθεια και υποστήριξη στη γειτόνισσά της, την Τουρκία…. Άμεσα αναχώρησαν από την Αθήνα μια ομάδα διάσωσης 24 ατόμων με δύο εκπαιδευμένους σκύλους διάσωσης ενώ εστάλησαν και τρία πυροσβεστικά αεροπλάνα για να βοηθήσει στην κατάσβεση της πυρκαγιάς στο διυλιστήριο Tupras.
Παρότι ο τότε υπουργός Υγείας της Τουρκίας είχε στην αρχή φθάσει στο σημείο να δηλώσει ότι «δεν θέλουμε ελληνικό αίμα», το κύμα ειλικρινούς συμπαράστασης και ανθρωπιάς των Ελλήνων ανέτρεψε τα πάντα…
Ακολούθησε η αποστολή μιας πλήρως εξοπλισμένης ιατρικής ομάδα 11 ατόμων, τέσσερις εκ των οποίων ήταν γιατροί καθώς και χιλιάδες σκηνές, κινητές μονάδες νοσοκομείων, ασθενοφόρα, φάρμακα, νερό, ρούχα, τρόφιμα και κουβέρτες. Συνάμα το Υπουργείο Υγείας δημιούργησε τρεις μονάδες αιμοδοσίας.
Η ελληνική βοήθεια δεν σταμάτησε εκεί – η ανταπόκριση του κόσμου ήταν ανεπανάληπτη με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τρεις σταθμοί παραλαβής σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κομοτηνή, με σκοπό τη συγκέντρωση της αυθόρμητης βοήθειας των πολιτών. Η ελληνική ανταπόκριση έλαβε ευρεία κάλυψη στην Τουρκία με επικεφαλίδες εφημερίδων όπως «Ώρα Φιλίας», «Φιλικά χέρια σε μαύρες μέρες» και «Ένας μεγάλος οργανισμός υποστήριξης – Δεν υπάρχει σημαία ή ιδεολογία στην ανθρωπιστική βοήθεια».
Οι αξιωματούχοι και στις δύο χώρες χρησιμοποίησαν τη συναισθηματική κατάσταση και των δύο πληθυσμών με καλό αποτέλεσμα, υπογραμμίζοντας σε κάθε ευκαιρία ότι ήταν η ώρα για νέα κατανόηση. Η Τουρκία εξαιτίας του ρήγματος της Ανατολίας, καθίσταται ως μια σεισμογενής χώρα που δέχεται τέτοιες σοβαρές παρεμβάσεις της Φύσης. Το ρήγμα της Ανατολίας μετακινείται 2 με 2,5 εκ. προς τα δυτικά κάθε χρόνο, έχοντας ανάμεσά του το ρήγμα της Ευρασίας και της Αραβικής Χερσονήσου.
…και η τουρκική ανταπόδοση
Λιγότερο από ένα μήνα μετά την τουρκική καταστροφή, στις 7 Σεπτεμβρίου 1999 λίγο πριν τις 3 το μεσημέρι, ήταν σειρά της Αθήνας να πληγεί από έναν ισχυρό σεισμό μεγέθους 5,9 Ρίχτερ. Αυτή ήταν η πιο καταστροφική και δαπανηρή φυσική καταστροφή που έπληξε τη χώρα τα τελευταία 40 χρόνια.
Ο σεισμός είχε πολύ ρηχό υπόκεντρο και κοντά στα βόρεια προάστια Άνω Λιόσια και Αχαρνές, μόλις 18 χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της πόλης. Συνολικά 145 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην καταστροφή, ενώ περισσότεροι από 12.000 τραυματίστηκαν. Βάσει αυτοψίας σε 111 από τα θύματα του σεισμού, 36 άνθρωποι πέθαναν από τραύματα, 38 άνθρωποι έφεραν τραύματα από τα οποία κινδύνευε η ζωή τους ενώ 31 πέθαναν από ασφυξία…
Αν και ο αριθμός των θανάτων ήταν (σχετικά…) χαμηλός για τέτοια οργή της φύσης, η ζημιά σε κτίρια και υποδομές σε ορισμένα από τα βόρεια και δυτικά προάστια της πόλης ήταν τόσο εκτεταμένη που αργότερα χιλιάδες Αθηναίοι έλαβαν επίδομα στέγασης: εγκατέλειψαν τα ετοιμόρροπα σπίτια τους κι έμειναν στο νοίκι.
Ήταν όμως η σειρά των Τούρκων να απλώσουν χέρι αλληλεγγύης. Συγκροτήθηκε ειδική ομάδα, η οποία αποτελούνταν από τη γραμματεία του Πρωθυπουργού και τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις που απέστειλαν συντονισμένη βοήθεια. Και αυτή τη φορά, η τουρκική αποστολή ήταν η πρώτη που έφτασε, με την πρώτη ομάδα διάσωσης 20 ατόμων να φτάνει στην τοποθεσία με στρατιωτικό αεροπλάνο εντός 13 ωρών μετά τον σεισμό. Ακολούθησε περισσότερη βοήθεια μέσα σε λίγες ώρες.
Οι τηλεφωνικές γραμμές στα ελληνικά προξενεία και την πρεσβεία στην Τουρκία είχαν μπλοκάρει από τους Τούρκους που καλούσαν για να μάθουν αν θα μπορούσαν να δωρίσουν αίμα και ένας εθελοντής επικοινώνησε με τον Πρέσβη Κοράντη, προσφέροντας να δωρίσει τα νεφρά του για έναν «Έλληνα που έχει ανάγκη».
Η «διπλωματία των σεισμών»…
Τον καιρό εκείνο οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών ήταν ασταθείς, ως ίσχυε όλες τις προηγούμενες δεκαετίες αλλά είχαν χτυπήσει… κόκκινο την εποχή του ΠΑΣΟΚ με τις τουρκικές έρευνες στο Αιγαίο. Η αποκαλούμενη «διπλωματία των σεισμών» προκάλεσε έκρηξη συμπάθειας και γενναιόδωρη βοήθεια από απλούς Έλληνες και Τούρκους και στις δύο περιπτώσεις.
Κάτι που ήταν απροσδόκητο διότι ήταν πρόσφατη η υπόθεση Οτσαλάν που είχε φέρει Αθήνα και Αγκυρα στα πρόθυρα σύρραξης. Όπως πρόσφατη ήταν και η κρίση των Ιμίων τον Ιανουάριο του ’96, ακριβώς τις ημέρες που ο βαριά άρρωστος Ανδρέας Παπανδρέου παραχωρούσε την πρωθυπουργία της χώρας στον Κώστα Σημίτη.
Το πρώτο βήμα είχε κάνει ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου, επικοινωνώντας με τον ομόλογό του, Ισμαήλ Τζεμ και άνοιξαν γραμμή επικοινωνίας με αφορμή τον σεισμό στη Νικομήδεια.
…και η σύνοδος του Ελσίνκι
Τον Δεκέμβριο του 1999 πραγματοποιήθηκε στο Ελσίνκι η, κρίσιμη τότε, τακτική σύνοδος κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (των 15 κρατών, τότε) και επιχείρησε να θέσει σε παράλληλη τροχιά τη διεύρυνση και την οικονομική και νομισματική Ενοποίηση. Από τα πρώτα θέματα στην ελληνική ατζέντα ήταν πως η ενταξιακή πορεία της Κύπρου θα έπρεπε να συμβαδίζει με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας και ο Κώστας Σημίτης δήλωσε δημόσια πως η Ελλάδα δεν θα συναινούσε στην υποψηφιότητα της Τουρκίας αν δεν αντιμετωπιζόταν θετικά αυτή της Κύπρου. Το συμβούλιο, μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, διακόπηκε και έγιναν διαδοχικές τριμερείς συνεννοήσεις με την τότε προεδρία Σολάνα.
Εντέλει, η Ελλάδα έφυγε νικήτρια από το Ελσίνκι. Τα 15 κράτη-μέλη συμφώνησαν να αναγνωρισθεί η Τουρκία ως υποψήφια χώρα αλλά αφού επίλυε τις τυχόν συνοριακές ή άλλες διαφορές της με τα κράτη μέλη στην βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης και της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με άλλες δέκα χώρες την 1η Μαΐου 2004. Η Τουρκία είναι ακόμη στο «περίμενε» αλλά μετά τη συμφωνία του Ελσίνκι αναπτύχθηκε μια δυναμική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και οι αλλεπάλληλες διερευνητικές συνομιλίες για την αντιμετώπιση των υφιστάμενων διαφορών. Και μετά ήρθε ο Ερντογάν…
Ο ειρηνικός ρόλος των Τζεμ και Ετζεβίτ
Κοντολογίς Ελλάδα και Τουρκία, οι σχέσεις των οποίων αποτελούσαν ανέκαθεν ένα ενδιαφέρον πεδίο έρευνας για τους μελετητές της διεθνούς πολιτικής, βρέθηκαν από το χείλος του πολέμου το 1996 μέσα σε τρία χρόνια να βελτιώσουν σε τέτοιο βαθμό τις σχέσεις τους, ώστε να μπορούν να αποδεχτούν η μία την άλλη ως μελλοντικούς εταίρους.
Κύριο ρόλο σε αυτό (ασχέτως αν η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη…), διαδραμάτισε το θετικό κλίμα που επικράτησε μεταξύ των δύο λαών την επαύριον της διπλωματίας των σεισμών.
Αντιμέτωποι με την καταστροφή, οι δύο λαοί παραμέρισαν τα αισθήματα εχθρότητας και έσπευσαν ο ένας στο πλευρό του άλλου. Με αυτό τον τρόπο στη δημόσια σκηνή επικράτησε η αντίληψη ότι η ελληνοτουρκική φιλία μπορεί να επιτευχθεί, δημιουργώντας όχι μόνο νομιμοποίηση από πλευράς κοινωνιών στη στρατηγική της προσέγγισης αλλά και πίεση στις κυβερνήσεις να εμβαθύνουν το μεταξύ τους διάλογο.
Ο δε Τζεμ, υπουργός Εξωτερικών από το 1997 έως το 2002 και έχοντας λάβει ευρωπαϊκή παιδεία, θαύμαζε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και πίστευε ακράδαντα ότι η θέση της Τουρκίας ήταν εντός της Ευρώπης, γεγονός που αναγνώριζε ότι μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω της ελληνοτουρκικής προσέγγισης.
Εκτός από τον Τζεμ κρίσιμος ήταν και ο ρόλος του πρωθυπουργού Μπουλέντ Ετζεβίτ. Ήταν ένας έμπειρος πολιτικός, ο οποίος είχε διατελέσει πρωθυπουργός και στη δεκαετία του ‘70 έχοντας αρνηθεί τότε την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. και εξουσιοδοτώντας τον τουρκικό στρατό να εισβάλει στην Κύπρο το 1974. Με την απρόσμενη επάνοδο του όμως στην εξουσία το 1999 εκτίμησε ότι τα συμφέροντα της Τουρκίας μπορούσαν να προωθηθούν αποτελεσματικότερα μέσω των στενότερων σχέσεων με την Ένωση. Έτσι, στήριξε την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. και κατανόησε ότι προϋπόθεση για αυτή αποτελούσε η επίλυση του κυπριακού ζητήματος, μία απόφαση πού ίσως μόνο αυτός μπορούσε να νομιμοποιήσει στον τουρκικό λαό, καθώς η στάση του το 1974 του είχε εξασφαλίσει το προφίλ του προστάτη των Τουρκοκυπρίων και των συμφερόντων τους…