Περιεχόμενα
Ακόμα και αυτοί που δεν σκαμπάζουν γρι από σκάκι είναι αρκετό πιθανό να έχουν ακούσει για το Μπόμπι Φίσερ Vs Μπόρις Σπάσκι, του 1972. Κι από μόνο του, λέει πολλά γι’ αυτό που συνοψίζεται ως η μητέρα των μαχών στην ιστορία του σκακιού. «Game of The Century» το είπαν. «Ματς του αιώνα» δηλαδή. Κι υπήρχε λόγος, σοβαρός, γι’ αυτό.
Οι Σοβιετικοί ήταν οι απόλυτοι κυρίαρχοι την εποχή εκείνη στο σκάκι. Από το 1948 ως το 1972, ο νικητής του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος ήταν πάντα κάποιος δικός τους. Ομοίως και οι όποιοι challengers του τίτλου του καλύτερου στον πλανήτη.
Ο Σπάσκι ήταν ένας all-around παίκτης με έντονα ανεπτυγμένη την αίσθηση της πρωτοβουλίας. Κανείς δεν μπορούσε επί μακρόν να τα βάλει μαζί του, να τον βάλει από κάτω πιο σωστά. Στην ΕΣΣΔ θεωρούσαν, δικαίως εδώ που τα λέμε, πως αυτοί ήταν και άλλος δεν ήταν στο σκάκι. Εντούτοις, ο υπόλοιπος κόσμος προόδευε. Και η Αμερική «έκρυβε» το δικό της υπερόπλο. Ο μόνος που εξ αρχής φάνηκε πως ήταν τόσο σπέσιαλ ώστε να απειλήσει τους ανίκητους Σοβιετικούς.
Μπόμπι Φίσερ: Μια παρανοϊκή ιδιοφυία
Ο Μπόμπι Φίσερ δεν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος – πώς θα μπορούσε άλλωστε. Μια ιδιοφυία που πατούσε και δεν πατούσε σε αυτόν τον κόσμο. Η κατάρα πολλών πολύ έξυπνων ανθρώπων. Δεν είναι σαν τους άλλους και αυτό οδηγεί, ακούσια ή μη, σε απομόνωση. Σε μια κατάσταση που ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στη λογική και στην τρέλα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, του έφταιγαν όλοι και όλοι, ειδικά οι Εβραίοι. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ή μάλλον μια κατοπινή ιστορία. Ίσως και το τίμημα της δόξας, των ορίων που έφτασε το κοφτερό μυαλό του – σύμφωνα με μια μέτρηση το IQ του ήταν πάνω από 180, ανώτερο δηλαδή από αυτό του Άλμπερτ Αϊνστάιν!
Ας συμφωνήσουμε προς ώρας να πούμε απλώς πως ήταν ιδιόρρυθμος. Είχε παράλογες απαιτήσεις για τις συνθήκες που έπρεπε να παίζονται οι παρτίδες (του) ζητώντας συγκεκριμένο φωτισμό, απόλυτη σιγή και μηδέν φωτογράφους και κάμερες.
Είχε, επιπλέον, μια σχέση αγάπης και μίσους με τους Σοβιετικούς. Από τη μία τους θαύμαζε και παραδεχόταν πως ήξεραν όσα κανείς άλλος για το σκάκι, από την άλλη θεωρούσε πως του έκαναν κακό και «πείραζαν» με διάφορους τρόπους το παιχνίδι του.
Είναι δύσκολο να καταλάβεις ορισμένες από τις αποφάσεις που πήρε ο Φίσερ στη διάρκεια της καριέρα του. Υπάρχει μια περίεργη αντίφαση: Όσο σίγουρος ήταν με τα πιόνια μπροστά του, τόσο ανασφαλής ήταν στην κανονική του ζωή. Κοιτώντας το αναδρομικά, ο λόγος που άργησε να «μπλέξει» με τα Παγκόσμια Πρωταθλήματα ήταν μάλλον πως φοβόταν την ήττα. Και το κάλυπτε με ένα κάρο εκκεντρικότητες και καπρίτσια.
Αναρωτιέται πάντως κανείς τι φοβόταν. Μιλάμε για έναν «εξωγήινο» που όποτε το αποφάσιζε, έκανε πράματα απίθανα, οδηγούσε τα πιόνια σε ένα ξέφρενο «χορό» που οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να βαστήξουν. «Fischer Boom». Έτσι περιέγραψαν στις ΗΠΑ το φαινόμενό του, την απίστευτη εξέλιξή του από τα εφηβικά του χρόνια. Στην πατρίδα του ήταν πιο διάσημος από το ίδιο το άθλημά του.
Ο Φίσερ αποφασίζει να εμπλακεί – Ο (Ψυχρός) πόλεμος στο απώγειό του
Φαινόταν πως δεν θα έβαζε τον εαυτό του σε διαδικασίες μεγαλύτερες της «φάσης» του. Ως το 1970. Όταν διοργανώθηκε στο Βελιγράδι ο αγώνας «USSR vs The rest of the World», όπου οι 10 κορυφαίοι Σοβιετικοί σκακιστές αντιμετώπισαν τους αντίστοιχους κορυφαίους σκακιστές από τον υπόλοιπο κόσμο. Κανείς δεν το περίμενε, αλλά ο Φίσερ δήλωσε ότι θα συμμετείχε. Μετά από 18 μήνες απουσίας από το προσκήνιο.
Το 1971 δε, στους προκριματικούς του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, συνέβη κάτι αδιανόητο: Πέρασε τους δύο αντιπάλους του με σκορ 12-0. Ο δεύτερος ήταν ο περίφημος Δανός γκραν μετρ Μπεντ Λάρσεν.
Εξίσου αν όχι περισσότερο εντυπωσιακή ήταν η άμεση συνέχεια. Η νίκη του επί του Τιγκράν Πετροσιάν προκάλεσε τεράστια αίσθηση. Αμέσως μετά ο πρόεδρος της αμερικανικής Ομοσπονδίας σκακιού πρότεινε στον Σοβιετικό ομόλογό του να διοργανωθεί ένα ματς ανάμεσα στον Σπάσκι και στον Φίσερ.
Το ζήτημα είχε γίνει πολιτικό. Ήταν η εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Καμία από τις δύο πλευρές δεν άφηνε ευκαιρία να καταφέρει πλήγμα στην άλλη, έστω σε συμβολικό επίπεδο. Οι Σοβιετικοί καμάρωναν πως η υπεροχή τους στο σκάκι μαρτυρούσε διανοητική ανωτερότητα. Οι Αμερικανοί είχαν επιτέλους βρει κάποιον που μπορούσε να οδηγήσει την αφήγηση σε άλλα μονοπάτια.
Ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον κατάλαβε πως με τον Φίσερ είχε τη δυνατότητα να βγει από πάνω σε ένα από τα πολλαπλά επίπεδα κόντρας των ΗΠΑ με την ΕΣΣΔ. Ο κόσμος του σκακιού ενδιαφερόταν για τις κινήσεις στη σκακιέρα. Αλλά ο πολιτικός κόσμος έβλεπε μόνο την ίντριγκα, το πώς θα αποκτήσει αβαντάζ, όποιο κι αν ήταν αυτό, στην ασταμάτητη διαμάχη με τους απέναντι. Ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης, προσωποποιημένο μεν αλλά πάντα στο μεγάλο κάδρο.
Η ένταση ανεβαίνει, καθείς με τα όπλα του
«Το σκάκι είναι πόλεμος πάνω στη σκακιέρα. Ο στόχος είναι να συνθλίψεις το μυαλό του αντιπάλου», θα πει εκείνη την εποχή ο Φίσερ. Ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση Οι Σοβιετικοί ανησυχούσαν. Είχαν καταλάβει πως αυτός που ερχόταν δεν ήταν σαν τους προηγούμενους. Διεξήγαγαν πολλές συναντήσεις με τους τοπ παίκτες τους για να συζητήσουν το φαινόμενο Φίσερ. Με ένα κυρίως ερώτημα: Πώς τον σταματάμε;
Διακεκριμένοι γκραν μετρ της χώρας ετοίμασαν μια πλήρη ανάλυση, 30 σελίδων, του πώς παίζει ο Αμερικανός. Ήταν, εννοείται, μια καλή προσέγγιση. Αλλά είχε και ελλείψεις, λάθος εκτιμήσεις. Φανερώνοντας στην πράξη πόσο δύσκολο ήταν να κάνεις γενικό κάτι τόσο ιδιαίτερο, τόσο ξεχωριστό.
Όλα τα μεγάλα (σκακιστικά) μυαλά των Σοβιετικών ήταν ενωμένα για να αντιμετωπίσουν την απειλή. Αντάλλαζαν απόψεις και γνώσεις, έκαναν αναλύσεις επί αναλύσεων. Ο Φίσερ, αντίθετα, κατά την πάγια τακτική του, στηριζόταν μόνο στον εαυτό του.
Ήταν άλλωστε εκ φύσεως ένας άνθρωπος με απίστευτα διογκωμένο «εγώ». Κι αυτό, εν προκειμένω, ήταν μεγάλο αβαντάζ γι’ αυτόν αφού τον έκανε πραγματικά να καταλάβει τον Σπάσκι και το παιχνίδι του, χωρίς να μπλέκεται με καταιγισμό απόψεων και πληροφορίας. Οι περισσότεροι παρατηρητές έδιναν φαβορί τον Σοβιετικό. Λόγω εμπειρίας. Συνέπειας, συνέχειας. Και του προσωπικού του ρεκόρ κόντρα στον Αμερικανό (3 νίκες, 2 ισοπαλίες).
Όμως έκαναν ένα λάθος. Υποτιμούσαν τη θέληση και το ταλέντο του Αμερικανού. Τη φόρα που είχε αναπτύξει παίρνοντας μεγάλες νίκες σε μεγάλα ματς. Και ταυτόχρονα δεν έδιναν τη δέουσα σημασία στο «σκούριασμα» του Σπάσκι, καθώς τα αμέσως προηγούμενα χρόνια είχε μπει σε μια «ζώνη ασφάλειας» αποφεύγοντας τα μεγάλα παιχνίδια – δεν έβρισκε το απαραίτητο κίνητρο για να εμπλακεί.
Το Ρέικιαβικ επιλέχτηκε ως ο τόπος τέλεσης του αγώνα. Στην ΕΣΣΔ το θεώρησαν ως μια πρώτη νίκη. Επειδή ο Φίσερ προτιμούσε το Βελιγράδι, που επίσης είχε θέσει ισχυρή υποψηφιότητα για «έδρα» και στο οποίο ο Αμερικανός ήταν φοβερά δημοφιλής.
Οι ταραγμένες και ιστορικές ημέρες του αγώνα του αιώνα
Όταν οι Σοβιετικοί έφτασαν στην Ισλανδία, διαπίστωσαν με έκπληξη πως ο Φίσερ δεν ήταν εκεί. Μήπως είχε κάνει πίσω τελευταία στιγμή; Τελικά ήταν false alarm. Με προσωπικό του τηλεφώνημα ο «πολύς» Χένρι Κίσινγκερ, τότε Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών, διασφάλισε πως ο «δικός του» θα ήταν παρών. Ο αγώνας αυτό είχε γίνει πολλά περισσότερα από μια απλή σκακιστική αναμέτρηση. Ήταν πια σαφές και στον πιο αθώο.
Επίσης το ότι ο Άγγλος εκατομμυριούχος και λάτρης του σκακιού ονόματι Τζιμ Σλάτερ προσφέρθηκε να διπλασιάσει το έπαθλο για το νικητή, φτάνοντάς το στα 250 χιλ. δολάρια (κοντά στο 1,8 εκατ. δολάρια αν κάνουμε την αναγωγή με το σήμερα) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να εμφανιστεί ο Φίσερ.
Ο αγώνας σώθηκε, αλλά τα προβλήματα με τον εκκεντρικό Αμερικανό δεν είχαν τελειώσει. Η πρώτη παρτίδα ξεκίνησε τελικά στις 11 Ιουλίου. Από τεχνική άποψη, ήταν περίεργη. Στην 29η κίνηση, ο Φίσερ έκανε μια ανεξήγητη θυσία που τον οδήγησε σε ήττα.
Δεν εμφανίστηκε στη δεύτερη παρτίδα. Εκφράζοντας έντονα παράπονα για τα φλας και τη βαβούρα, απαίτησε να φύγουν όλοι οι δημοσιογράφοι και οι θεατές για να συνεχίσει. Ήταν ανένδοτος ως προς αυτό και όλα έδειχναν πως το φινάλε θα ήταν άδοξο.
Δύο ηχηρές παρεμβάσεις «έσωσαν την ημέρα». Του Κίσινγκερ πρώτα, που έκανε άλλο ένα κομβικό τηλεφώνημα στον Φίσερ. Αλλά το πιο σημαντικό, ο Σπάσκι αγνόησε τις οδηγίες της Σοβιετικής Σκακιστικής Ομοσπονδίας που τον είχε διατάξει να φύγει από το Ρέικιαβικ. Η βούληση του να συνεχίσει ήταν γενναία και όχι χωρίς συνέπειες όπως το μέλλον θα έδειχνε. Οι σοβιετικές αρχές δεν ήταν επιεικείς σε τέτοιες περιπτώσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η τρίτη παρτίδα παίχτηκε ιδιωτικά – χωρίς κάμερες. Δεκαετίες αργότερα ο Σπάσκι θα πει ότι δεν έπρεπε να συνεχίσει. Θεωρητικά, αυτό μπορεί να είναι σωστό, αλλά ήταν αντίθετο με τον χαρακτήρα του. Και ίσως, αν ήθελε να είναι 100% ειλικρινής, να πίστευε πως δεν υπήρχε περίπτωση να χάσει. Ήταν μπροστά στο σκορ με 2-0, ο Φίσερ έδειχνε να είναι αλλού γι’ αλλού.
Αυτό που ακολούθησε ωστόσο, ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιδείξεις ιδιοφυΐας στην ιστορία του σκακιού. Από τις επόμενες 19 παρτίδες, ο Φίσερ πήρε τις εφτά, μπερδεύοντας συνεχώς με διαφορετικά ανοίγματα τον Σπάσκι. Έχασε μόνο μία και έφερε ισοπαλία σε 12. Η επικράτηση του ήταν συντριπτική, ο θρίαμβός του, θρυλικός.
Είχε κερδίσει πανάξια. Παίζοντας με συνεχή επαγρύπνηση, περιορίζοντας τα λάθη στο ελάχιστο δυνατό, σε αντίθεση με τον αντίπαλό του που έδειξε συχνά να παγιδεύεται στον κακό του εαυτό, να υποκύπτει στο σοκ και στην έκπληξη που έβλεπε απέναντί του κάποιον τόσο καλό, τόσο χαρισματικό.
Και δεν ήταν μόνο αυτό. Η διάρκεια του αγώνα ήταν μεγάλη, σήμερα δεν κρατάνε τόσο πολύ. Επιπλέον, το πλαίσιο στο Ρέικιαβικ είχε έξτρα τεράστια ένταση και πίεση λόγω των γύρω-γύρω, της πολιτικής. Κανείς από τους 2 παίκτες δεν διανοούταν πως θα χάσει, είχαν φορτωθεί με τεράστιο βάρος στις πλάτες τους.
Ο αριθμός των λαθών δεν είναι πάντα ένδειξη του επιπέδου ενός αγώνα. Φίσερ και Σπάσκι ήταν στα καλύτερά τους τότε. Ήξεραν πώς να πάρουν την πρωτοβουλία. Ο Φίσερ είχε ένα ισχυρότερο killer instinct και αυτό ήταν που τελικά τον βοήθησε να επικρατήσει.
Το σκάκι ποτέ ξανά δεν ήταν το ίδιο
Ο αγώνας στο Ρέικιαβικ είχε τεράστια επίδραση στη δημοτικότητα του σκακιού σε όλο τον κόσμο. Πρόσφατα, η σειρά του Netflix «The Queen’s Gambit» προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον, αλλά εκείνο το επίτευγμα του Φίσερ είχε ακόμη μεγαλύτερο αντίκτυπο.
Το σκάκι άνθισε σε όλο τον πλανήτη. Όχι πάντως και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Φίσερ δεν μπόρεσε να αντέξει το «μιντιακό πανηγύρι» που προξένησε ο θρίαμβος του. Το γεγονός πως προβλήθηκε ως ο ήρωας του έθνους που νίκησε τους κακούς Σοβιετικούς.
Λίγο καιρό μετά σταμάτησε να παίζει σκάκι. Σταδιακά παραδόθηκε στις σκοτεινές σκέψεις που θόλωναν το κατά τα άλλα λαμπρό μυαλό του. Αυτοεξορίστηκε από τα κοινά, έβριζε με την πρώτη ευκαιρία το εβραϊκό λόμπι και έλεγε πως τον χρησιμοποίησαν ως όχημα προπαγάνδας. Σαν άλλος Πολ Μόρφι.
Ουσία είναι πως η άδοξη και πρόωρη αποχώρησή του επέτρεψε στους Σοβιετικούς να ανακτήσουν τα πρωτεία. Η εποχή των Ανατόλι Καρπόφ και Γκάρι Κασπάροφ ξεκίνησε και διήρκεσε μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Φίσερ, στην πράξη, ηττήθηκε μόνο από τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο αγώνας του με τον Σπάσκι δεν ήταν ο καλύτερος στην ιστορία του σκακιού. Αλλά ήταν, αναμφίβολα, ο σημαντικότερος. Γιατί ήταν πολλά παραπάνω από ένας αγώνας. Ήταν η σύνοψη μιας ολόκληρης εποχής που σημάδεψε ανεξίτηλα τον κόσμο.
* Φωτογραφίες: World Chess Hall of Fame