Ήταν η ερμηνεία του James Gandolfini στο The Sopranos η «γέφυρα» μεταξύ τηλεόρασης και ποιότητας; Ποια ήταν εκείνα τα συστατικά του χαρακτήρα του και των ερμηνειών του που τον έχρισαν «αλησμόνητο» από το κοινό και τους δημοσιογράφους; Θα ήταν διαφορετικός ο τρόπος που θα ζούσαμε σήμερα αν δεν είχε εμφανιστεί και επιβληθεί με τα υποκριτικά του θέλγητρα;

Κάποτε στις ΗΠΑ, όχι πολλά χρόνια πίσω -μιλώντας με ιστορικούς όρους, η επιλογή ενός ηθοποιού να παίξει σε ένα τηλεοπτικό σίριαλ ήταν ένδειξη αποτυχίας ή έστω μετριότητας. Στην αντίπερα όχθη πλέον, όλοι οι σοβαροί ηθοποιοί ψάχνουν για έναν ρόλο που θα τους βάλει μέσα στα σπίτια μας, αφήνοντας τους κινηματογράφους στο έλεος των Superheroes, με τις σφιχτές -λαστέξ- στολές που διαγράφουν τους κοιλιακούς τους που βασανίζονται και βασανίζουν -της υποκριτικής τέχνης συμπεριλαμβανομένης.

Gandolfini

«If ISIS started a streaming service you’d call your agent, wouldn’t you?» («Αν ο ISIS ξεκινούσε μια πλατφόρμα streaming θα τηλεφωνούσατε αμέσως στους ατζέντηδες σας») σημείωνε δεικτικά προς τους αμήχανους σταρ- ηθοποιούς που βρίσκονταν από κάτω ο Ricky Gervais, στην εναρκτήρια -και τελευταία του, ομιλία στις Χρυσές Σφαίρες, τον Ιανουάριο του 2020.

Στο λυκόφως του 20ου αιώνα, η σειρά The Sopranos ήρθε σαν επιφοίτηση στα τηλεοπτικά στελέχη, με τη συνειδητοποίηση πως η σαπουνόπερα δεν είναι αρκετή. Η ερμηνεία του James Gandolfini, ο τρόπος που αντιμετώπισε το σενάριο, τους συναδέλφους του, την παραγωγή, φανέρωσε την προχειρότητα που αντιμετώπιζαν τα στελέχη τις μέχρι τότε παραγωγές τους.

Gandolfini

24 χρόνια και κάποια δισ. δολάρια μετά, το The Sopranos παραμένει μια από τις κορυφαίες τηλεοπτικές σειρές που είδαμε ποτέ, με την αύρα του Gandolfini να επιβάλλεται ακόμη και όταν δεν είναι παρών στη σκηνή. Κι όταν ήταν παρών, η τηλεόραση «γέμιζε» όχι απλά εξαιτίας του τεράστιου όγκου του, αλλά και για την πλημμυρίδα συναισθημάτων που εκφράζονταν με τα σπασίματα της φωνής, τις αλλαγές βλεμμάτων και γκριματσών, τη στάση του σώματος…

Η σκηνή όπου ο βίαιος μαφιόζος βιώνει μια κρίση πανικού κατά τη διάρκεια της συνεδρίας, αποτελεί ένα case study υποκριτικής…


Με την ερμηνευτική του δεινότητα ο Gandolfini ενέπνευσε μια σειρά από αντι-ήρωες που πρωταγωνίστησαν τα μετέπειτα χρόνια στην τηλεόραση: Ο Don Draper (Mad Men), o Dexter Morgan (Dexter), o Vic Mackey (The Shield). Ταλαντούχοι σεναριογράφοι βρήκαν πρόσφορο έδαφος να αναπτύξουν τις ιδέες τους, υποτιμημένοι σκηνοθέτες απέδειξαν το ταλέντο τους, μια ολόκληρη βιομηχανία στήθηκε στις στάχτες της Δυναστείας, του Τόλμη και Γοητεία, του Melrose Place.

Ο δημιουργός του The Sopranos, David Chase, δεν δίστασε να μοιραστεί την εμπειρία της συνεργασίας μαζί του στον αποχαιρετισμό του Gandolfini. «Ήταν μια ιδιοφυΐα. Ο καθένας που τον έχει παρακολουθήσει ακόμη και στις μικρότερες ερμηνείες του το γνωρίζει αυτό. Είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς αυτής ή όλων των εποχών. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της ιδιοφυΐας βρισκόταν σε αυτά τα θλιμμένα μάτια. Θυμάμαι να του το λέω συχνά: “Είσαι σαν τον Mozart”».

Όχι ηθοποιός, καλλιτέχνης…

Ο σκηνοθέτης Geoffrey Fletcher έχει να θυμάται μια ιστορία για τον τρόπο που αντιμετώπιζε το επάγγελμά του. Ήταν στα γυρίσματα για το Violet & Daisy, όπου ο Gandolfini είχε έναν μονόλογο, αργά στην ταινία.

Gandolfini

«Τον ερμηνεύει τόσο ευαίσθητα και ευφάνταστα» θυμάται ο σκηνοθέτης. «Αφού είδε την ταινία για πρώτη φορά, με συγκλόνισε όταν μου είπε πως ο μονόλογός του φαίνεται να είναι λίγο μακρύς. Ανησυχούσε περισσότερο για τον συνολικό ρυθμό της ταινίας παρά για τον μονόλογο που ήταν τόσο αβανταδόρικος για τον ίδιο» εξιστορεί ο Fletcher. «Η ιδέα του ενέπνευσε ένα ασυνήθιστο κομμάτι intercuting που πραγματικά λειτούργησε. Ήταν ένας τόσο έξυπνος καλλιτέχνης» καταλήγει.

Ο Gandolfini, ο οποίος είχε μελετήσει την τεχνική Meisner για δύο χρόνια, είχε δηλώσει πως χρησιμοποιούσε τη συγκεκριμένη τεχνική για να εστιάσει τον θυμό του και να τον ενσωματώσει στις ερμηνείες του. Σε μια συνέντευξη στο «Inside the Actors Studio», ο Gandolfini είπε ότι θα χτυπούσε εσκεμμένα στο κεφάλι ή θα έμενε ξύπνιος όλη τη νύχτα για να προκαλέσει την επιθυμητή αντίδραση. «Αν είσαι κουρασμένος, κάθε πράγμα που κάνει κάποιος σε κάνει να θυμώνεις», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά στη συνέντευξη.

Ο συμπρωταγωνιστής του στο Sopranos, Steven Van Zandt, δεν θα μπορούσε να το περιγράψει πιο απλά. «Έκανες μια σκηνή με τον Jimmy και έφευγες από το πλατό καλύτερος ηθοποιός».

Η επισήμανση αυτή δεν ήταν μόνο του Van Zandt. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί χωρίς να προσβάλλει τους ηθοποιούς πως ο Gandolfini θα έπρεπε να παίρνει ποσοστά από τις επιταγές των ηθοποιών που συνεργάστηκαν μαζί του. «Διαβάζοντας μαζί του, αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η απρόβλεπτη συμπεριφορά του ως ηθοποιού. Και αυτό είναι που τον έκανε τόσο φανταστικό να παρακολουθεί κανείς» θυμάται ο Famke Janssen.

Σε έναν χώρο όπου μια επιτυχία της μιας βραδιάς μπορεί να σου χαρίσει το status του σταρ με όλα τα παράλογα που μπορεί να σέρνει μαζί του, ο Gandolfini έμοιαζε για τους συναδέλφους του ως το φωτεινό παράδειγμα, ο προστάτης τους.

Gandolfini

Ο Vincent Pastore θυμάται τον… Jimmy να τον ρωτάει με το που τέλειωναν μια σκηνή, «Είσαι χαρούμενος;». Όταν εκείνος δεν ήταν σίγουρος, ήταν ο Gandolfini που ζητούσε από τον σκηνοθέτη να του δώσει άλλη μια ευκαιρία. «Δώσε του άλλη μια λήψη» φώναζε.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ο Gandolfini ανέπτυξε αυτού του είδους τον απαιτητικό επαγγελματισμό. Η ανάγκη του να γίνει ένας ομαδικός παίκτης και στη συνέχεια ο μπροστάρης, φανερώνει μια αυτοπεποίθηση που σπάνια συναντάται στους ανασφαλείς σταρ που συνήθως, υπό τον μανδύα του επαγγελματισμού, δεν εμπλέκονται προσωπικά σε καμία είδους κοινωνική σχέση στα πλατό. Μόνο που η ευκολία φαίνεται πως δεν ήταν ποτέ η κυρίαρχη ανάγκη για τον Gandolfini.

«Πριν το ξεκίνημα των γυρισμάτων ο Gandolfini θα μου τηλεφωνούσε και θα μου έλεγε, “ «Πάμε κάτω στη Μικρή Ιταλία, για φαγητό. Θέλω να νιώσω ξανά αυτό το πράγμα”. Γιατί ο Τζιμ δεν ήταν ο Τόνι Σοπράνο», εξιστορεί ο Steve Schirripa. «Ξέρεις, ήταν ένας τύπος που φορούσε Birkenstock και αγαπούσε τη μουσική. Ήταν κάπως χίπης. Δεν ήταν καθόλου αυτός ο τύπος».

Ο «Jim»… πίσω από τον «Tony»

Ο ύψους 1,85 Gandolfini δεν ήταν κάποιος για τον οποίον θα μπορούσε κανείς να αδιαφορήσει. Σε αντίθεση με τον εγωκεντρικό εγκληματία και την κακοποιητική συμπεριφορά του, ο Jim -για τους φίλους, ήταν στην ιδιωτική του ζωή ένας άνθρωπος που σε έκανε να νιώθεις τυχερός που τον γνώρισες.

Η Nicole Holofcener συνεργάστηκε με τον James Gandolfini στο Enough Said. «Υπάρχει πάντοτε ένας βοηθός κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων που βολτάρει έξω από τα τροχόσπιτα των ηθοποιών, για να τους βοηθήσει σε οτιδήποτε χρειαστούν και να τους συνοδεύσει στο πλατό όταν έχουν σκηνή» εξηγεί η σκηνοθέτρια. «Είχαμε μια γυναίκα στα γυρίσματα του Enough Said που καθόταν επί ώρες όρθια, στον ήλιο, καθημερινά. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο Gandolfini, με μια καρέκλα και μια ομπρέλα για εκείνη. Δεν το ζήτησε από κανέναν, απλά εκείνος τις τοποθέτησε εκεί», θυμάται.

Αυτή η αντίθεση, ανάμεσα στην φυσιογνωμία και τον χαρακτήρα προκαλούσε πάντοτε το ενδιαφέρον: Οι άνθρωποι εκπλήσσονται όταν ο γίγαντας απέναντί τους, που βγάζει το παντεσπάνι του παίζοντας τον «νταή» αποδεικνύεται κάτι πολύ διαφορετικό από την πρώτη εντύπωση. Και όσο και αν για εκείνον έμοιαζαν φυσιολογικά, όσοι τον έζησαν τα θυμούνται πλέον ως ιστορίες άξιες να ειπωθούν.

«Την πρώτη σεζόν δεν έπαιζα σε όλα τα επεισόδια» θυμάται ο Schirripa. «Μια ημέρα, περιμένοντας να με πάνε πίσω στην πόλη, είδα το αυτοκίνητο που του είχε η παραγωγή. Οδηγούσε ο σοφέρ και εκείνος είχε το παράθυρο κατεβασμένο. Του φωνάζω, “Τα λέμε Jim”. Το αυτοκίνητο απομακρυνόταν και ξαφνικά το είδα να επιστρέφει. Έφτασε μπροστά μου κι εκείνος μου είπε, “τα λέμε, ναι”. Το θεώρησα τόσο όμορφο. Εκείνος, ο σταρ της σειράς με το μεγάλο αυτοκίνητο, να επιστρέφει… Ήμουν ένα τίποτα. Ένας ασήμαντος ηθοποιός».

Η τελευταία σεζόν του The Sopranos τον βρήκε να αμείβεται με 1 εκατ. δολάρια το επεισόδιο, ποσό εξωπραγματικό για την εποχή. Κι όμως, τα χρήματα δεν ήταν ποτέ το ζήτημα. Οι προτάσεις για να παίξει τον ρόλο του μαφιόζου έσκαγαν από παντού, αλλά εκείνος είχε πάρει την αμφιλεγόμενη απόφασή του: «Είχα αποφασίσει να αφήσω πίσω μου τη βία για λίγο, γιατί άρχισε να με ενοχλεί σε προσωπικό επίπεδο».

Αυτή του η ευαισθησία για πράγματα που υπάρχουν στο Job’s Description ενός ηθοποιού τον έκαναν ξεχωριστό. Όπως και η ιστορία που διηγείται η Margulies.

«Με είχαν με αυτά τα πολύ ψηλά τακούνια και έπρεπε να τρέχω πάνω-κάτω τις σκάλες. Δεν είπα τίποτε, κάποια στιγμή κάθισα. Αλλά το είδε εκείνος. Έρχεται και μου λέει, “Τα πόδια σου σε σκοτώνουν, ε;”. Εγώ προσπάθησα να του πω να μην φωνάζει και του ψιθύρισα, “είναι πραγματικά οδυνηρό!”. Τότε εκείνος μου είπε, «Έλα, είμαι πολύ καλός σε αυτό». Και μου έκανε μασάζ στα πόδια στο γύρισμα. Ήταν τόσο γλυκός και ευγενικός, το έκανε με έναν όχι παρεξηγήσιμο τρόπο. Ήταν μια κίνηση από ηθοποιό σε ηθοποιό, σαν να μου έλεγε απλά, “Δεν ξέρω πώς το κάνετε αυτό εσείς οι γυναίκες”».

Αυτή του η ενσυναίσθηση μοιάζει να μνημονεύεται όσο και οι υπέροχες ερμηνείες του -πόσες ακόμη θα μας είχε χαρίσει αν δεν άφηνε τον μάταιο τούτο κόσμο στα 51 του, όσο και τα θλιμμένα του μάτια που έμοιαζαν παράταιρα με το κορμί – μαφιόζου σε απόσυρση. Αδικούνται οι ερμηνείες του από την καλοσυνάτη του καρδιά; Ή το αντίστροφο; Ποιος δίνει σημασία σε τέτοιες μικρότητες; Ο Joe Pantoliano, πάντως, όχι. «Η πρώτη μου μέρα στη δουλειά ήταν μια σκηνή μεταξύ εκείνου και εμένα έξω από μια πιτσαρία στο Νιου Τζέρσεϊ, και είχαμε τα ωραία μας. Και στο ενδιάμεσο, με κοίταξε στα μάτια και είπε: “Ακούστε, είναι τιμή και χαρά να συνεργάζομαι μαζί σας”».