Πρόκειται ίσως για το πιο σκληρό ριάλιτι που έπαιξε ποτέ στην τηλεόραση και μάλιστα πριν από τα ριάλιτι με τη μορφή που τα γνωρίζουμε σήμερα. Ο Tomoaki Hamatsu, γνωστός ως Nasubi, έμεινε μόνο με ένα στυλό, μερικές κενές καρτ-ποστάλ, ένα τηλέφωνο και ένα ράφι γεμάτο περιοδικά.
Αλλά δεν ήταν εκεί για να διαβάσει. Η ιδέα της εκπομπής ήταν ένα πείραμα που ερευνούσε αν ένας άνθρωπος θα μπορούσε να επιβιώσει μόνο με τα βραβεία του διαγωνισμού.
Εάν κατάφερνε να ανταποκριθεί στο challenge, η αξία των επάθλων που θα κέρδιζε έφτανε σε ένα συγκεκριμένο οικονομικό όριο -1 εκατ. γεν, περίπου 6.000 λίρες, εκείνη την εποχή.
Δεν θα κοινωνικοποιούταν επί 15 μήνες, βιώνοντας μια σταδιακή κάθοδο στην κατάθλιψη και τη μανία, που προκαλούσαν η πείνα και η απομόνωση.
Σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, η δοκιμασία του Nasubi επανεξετάζεται στο πλαίσιο μιας νέας ταινίας που μόλις προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Σέφιλντ.
«Άκουσα την ιστορία του όταν εργαζόμουν σε ένα άλλο έργο και “χάθηκα” σε μια από αυτές τις λαγότρυπες του διαδικτύου», θυμάται η Κλερ Τίτλεϊ, σκηνοθέτρια του The Contestant.
«Διαπίστωσα όμως ότι πολλά από αυτά που είχα δει ήταν σχεδόν υποτιμητικά. Κανείς δεν είχε μιλήσει πραγματικά για την ιστορία του Nasubi σε βάθος. Είχα όλα αυτά τα ερωτήματα, όπως, γιατί έμεινε εκεί μέσα και τι επιπτώσεις είχαν όσα βίωσε εκεί στην ψυχολογία του. Έτσι επικοινώνησα μαζί του με αυτή την προϋπόθεση, ότι ήθελα να κάνω μια ταινία για την εμπειρία του».
Ο Nasubi, ο οποίος είχε επιλεγεί τυχαία σε μια ανοιχτή ακρόαση, γνώριζε ότι βιντεοσκοπούταν, αλλά οι εξηγήσεις που του δόθηκαν σχετικά με το πού θα κατέληγε το υλικό ήταν ασαφείς και του άφησαν την εντύπωση ότι μάλλον δεν θα μεταδιδόταν στην τηλεόραση.
Στην πραγματικότητα, ο 22χρονος γινόταν σταδιακά μια από τις μεγαλύτερες διασημότητες της χώρας, καθώς οι εβδομαδιαίες ενημερώσεις για την πρόοδό του έγιναν ένα από τα πιο δημοφιλή τμήματα της εκπομπής Denpa Shōnen.
Οι κριτικοί μισούσαν το συγκεκριμένο πρόγραμμα, ωστόσο προσέλκυσε ένα τεράστιο κοινό νεαρών τηλεθεατών.
Η εκπομπή άρχισε να προβάλλεται πριν από την κυκλοφορία του The Truman Show, με πρωταγωνιστή τον Τζιμ Κάρεϊ ως έναν άνδρα που δεν γνωρίζει ότι η ζωή του μεταδίδεται ως τηλεοπτική σειρά.
Και θα περνούσε άλλος ένας χρόνος μέχρι το Big Brother να ξεκινήσει στην Ολλανδία, εγκαινιάζοντας μια εντελώς νέα εποχή της ριάλιτι τηλεόρασης.
Όμως, παρά το γεγονός ότι ήταν προάγγελος των ριάλιτι που θα ακολουθούσαν, γνωρίζουμε ελάχιστα για το A Life in Prizes, όπως ήταν γνωστό το πρόγραμμα εκτός της πατρίδας του.
«Νομίζω ότι ο κόσμος έχει ακούσει γι’ αυτό περισσότερο την τελευταία δεκαετία, από τότε που το έγινε διαδεδομένο το YouTube», λέει η Τίτλεϊ στο BBC News.
«Αλλά εκείνη την εποχή δεν προβλήθηκε ποτέ εκτός Ιαπωνίας και Νότιας Κορέας. Ποτέ δεν προοριζόταν να προβληθεί εκτός αυτού του κοινού».
Ο Nasubi, ένας επίδοξος κωμικός εκείνη την εποχή, γνώριζε ελάχιστες λεπτομέρειες για το ποια θα ήταν η πρόκληση πριν ξεκινήσει.
Αφέθηκε στο δωμάτιο χωρίς παράθυρα, χωρίς ρούχα ή βασικά είδη πρώτης ανάγκης -ούτε καν χαρτί υγείας- και δεν είχε καμία επαφή με τον έξω κόσμο.
Το ντοκιμαντέρ The Contestant περιλαμβάνει νέες συνεντεύξεις τόσο με τον Nasubi όσο και με τον παραγωγό που οργάνωσε το πρόγραμμα, τον Toshio Tsuchiya.
Περιλαμβάνονται επίσης και μαρτυρίες ανθρώπων που συμμετείχαν στην κάλυψη της εκπομπής -συμπεριλαμβανομένου ενός πρώην ανταποκριτή του BBC που είχε την έδρα του στην Ιαπωνία.
Αλλά μεγάλο μέρος της ιστορίας περιέχεται στο ίδιο το υλικό, με τους θεατές του ντοκιμαντέρ να παρακολουθούν την πρόοδο του Nasubi με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν τότε οι τηλεθεατές.
Η Τίτλεϊ λέει ότι η ίδια και η ομάδα της πέρασαν από το αρχικό υλικό «σχολαστικά» για να αφαιρέσουν πολλά από τα αυθεντικά στοιχεία του.
«Όλο το υλικό ήταν ντυμένο με ιαπωνικά γραφικά, έχει ιαπωνική αφήγηση, κονσερβοποιημένο γέλιο, ηχητικά εφέ, είναι μια κακοφωνία θορύβου και γραφικών», εξηγεί. «Έτσι προσπαθήσαμε να επιτρέψουμε σε ένα αγγλόφωνο κοινό να καταλάβει πώς ήταν».
Η ομάδα κάλυψε τα ιαπωνικά γραφικά με αγγλικά ισοδύναμα και αναδημιούργησε τον ήχο με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια. Ένας αγγλόφωνος αφηγητής χρησιμοποιήθηκε για να μεταφράσει τον αρχικό σχολιασμό.
Το ντοκιμαντέρ που προέκυψε έχει ήδη κυκλοφορήσει στο Hulu στις ΗΠΑ -με τους κριτικούς να είναι τόσο γοητευμένοι από την ιστορία όσο και απωθημένοι από τη δοκιμασία του Nasubi.
Το The Contestant είναι «ένα κατηγορητήριο για τη συνενοχή των θεατών», σχολιάζει ο Ντέιβιντ Φίαρ του Rolling Stone.
«Ένα χρονικό ενός φαινομένου των Μέσων Ενημέρωσης, ένα ορόσημο της ριάλιτι τηλεόρασης και ένας ψυχολογικός εφιάλτης συσκευασμένος ως ψυχαγωγία, είναι το είδος του ντοκιμαντέρ όπου γνωρίζεις ότι αυτό που βλέπεις είναι 100% αληθινό και παρόλα αυτά δεν μπορείς να καταλάβεις τι βλέπεις» συμπληρώνει.
Ο Ντέιβιντ Ερλίχ του IndieWire περιέγραψε το αρχικό υλικό ως «τόσο υπνωτιστικά σαδιστικό» που το νεότερο υλικό δυσκολεύεται να το ανταγωνιστεί.
«Καμία από τις αναδρομικές συνεντεύξεις της ταινίας, όσο ειλικρινείς και στοχαστικές κι αν είναι, δεν αποδεικνύεται τόσο συναρπαστική όσο το ακατέργαστο βίντεο της δοκιμασίας του Nasubi», λέει.
«Η ταινία της Τίτλεϊ είναι τελικά λιγότερο ένα σχόλιο για ένα ολόκληρο Μέσο και κυρίως μια μελέτη για έναν από τους πιο αξιόλογους χαρακτήρες αυτού του Μέσου».
Καθώς η εκπομπή εξελισσόταν, ο Nasubi ήταν επιτυχημένος σε πολλούς από τους διαγωνισμούς στους οποίους συμμετείχε -αλλά τα έπαθλα που κέρδισε δεν ήταν πάντα τόσο χρήσιμα.
Μεταξύ αυτών ήταν ελαστικά, μπάλες του γκολφ, μια σκηνή, μια υδρόγειος σφαίρα, ένα αρκουδάκι και εισιτήρια για το Spice World: The Movie.
Το γεγονός ότι γινόταν όλο και πιο αδύναμος δεν φαινόταν να απασχολεί ιδιαίτερα τους παραγωγούς, ένας από τους οποίους προτείνει στο ντοκιμαντέρ ότι ο Nasubi θα μπορούσε να είχε πεθάνει, αν δεν κέρδιζε ρύζι σε κάποιο από τα βραβεία.
Αργότερα κέρδισε επίσης ζαχαρούχα ποτά και σκυλοτροφή, με την οποία επιβίωσε για αρκετές εβδομάδες.
Περίπου 15 εκατομμύρια τηλεθεατές συντονίστηκαν για να δουν τα έπαθλά του και πώς τα χρησιμοποίησε στην προσπάθειά του να επιβιώσει.
Ο Nasubi παρέμεινε γυμνός καθ’ όλη τη διάρκεια της συμμετοχής του, επειδή δεν κέρδισε ποτέ κάποιο ρούχο (τα γεννητικά του όργανα καλύπτονται από ένα αιωρούμενο emoji μελιτζάνας που προστέθηκε από τους παραγωγούς).
Η πόρτα του διαμερίσματος δεν ήταν κλειδωμένη και ο Nasubi θεωρητικά μπορούσε να φύγει όποτε ήθελε. Οπότε γιατί δεν το έκανε;
«Νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι», λέει η Τίτλεϊ. «Ο ένας είναι ότι είναι πολύ στωικός και αυτό οφείλεται στην καταγωγή του από τη Φουκουσίμα και στους γονείς του, οι οποίοι ήταν πολύ αυστηροί.
Είναι επίσης πολύ πιστός άνθρωπος. Δεν ήθελε να μπλέξει σε μπελάδες και ήταν πολύ νέος και αφελής. Είναι ακόμα και τώρα απίστευτα έμπιστος. Και υπάρχει επίσης αυτό το ιαπωνικό πνεύμα των Σαμουράι του “θα επικρατήσω και θα επιμείνω σε αυτό”».
Υποφέροντας για το έπαθλο
Σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα, ο Nasubi έχει περιγράψει την εκπομπή ως «σκληρή», προσθέτοντας ότι δεν υπήρχε «καμία ευτυχία και καμία ελευθερία».
«Ίσως προβάλλονταν μόνο τρία ή πέντε λεπτά την εβδομάδα από τη ζωή μου. Και αυτά μονταρισμένα για να τονιστεί η ευτυχία μου όταν κέρδιζα κάποιο έπαθλο», δήλωσε στο Deadline.
«Φυσικά, οι θεατές έλεγαν: “Α, βλέπεις, κάνει κάτι διασκεδαστικό και κάτι που απολαμβάνει…” Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου ήταν βασανιστικό» εξομολογείται.
Και όμως, δεν φαίνεται στο ντοκιμαντέρ να είναι πικραμένος για αυτή την εμπειρία και η Τίτλεϊ λέει ότι η εντύπωσή της ήταν ότι «είναι σε ένα τόσο θετικό σημείο».
«Όταν οι άνθρωποι τον ρωτούν αν το έχει μετανιώσει, λέει πάντα ότι, ενώ δεν θα ήθελε να το ξανακάνει, δεν θα ήταν ο άνθρωπος που είναι αν δεν το είχε κάνει», εξηγεί.
Ο Nasubi απελευθερώθηκε τελικά μέσω ενός κόλπου τύπου Michael McIntyre (γνωστός κωμικός), κατά το οποίο οδηγήθηκε σε ένα νέο ψεύτικο δωμάτιο πριν καταρρεύσουν οι τοίχοι και αποκαλυφθεί ότι βρισκόταν στην σκηνή μπροστά σε ένα ζωντανό κοινό που ζητωκραύγαζε το όνομά του.
Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί επίσης τον Nasubi μετά την απελευθέρωσή του, δείχνοντας τις προσπάθειές του να χρησιμοποιήσει τη νεοαποκτηθείσα φήμη του για καλούς σκοπούς -παρέχοντάς του τελικά μια αίσθηση ολοκλήρωσης.
Η Τίτλεϊ λέει ότι ο Nasubi αισθάνθηκε ότι η στιγμή ήταν κατάλληλη για να επανεξετάσει την ιστορία του, προσθέτοντας ότι «είχε ίσως βρει κάποια γαλήνη με αυτό που είχε συμβεί».
Οι πρακτικές αυτές στη δεκαετία του 1990 είχαν μία διαφορετική αποδοχή, είναι απίθανο σήμερα οι θεατές να ανεχτούν να παρακολουθήσουν μία τέτοια συνθήκη.
Όμως το ντοκιμαντέρ εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πού πρέπει να τραβήξουμε τα όρια όταν πρόκειται για ψυχαγωγία -και πόσο ευθύνεται η αποδοχή του κοινού σε ανάλογα προγράμματα.
«Θα ήθελα οι άνθρωποι να προβληματιστούν σχετικά με τις δικές τους σχέσεις με τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και την τηλεόραση ριάλιτι», λέει η Τίτλεϊ, «και τελικά πόσο συνένοχοι είμαστε όλοι μας ως θεατές και καταναλωτές».
Φωτογραφίες: Hulu