Εμβληματικός. Αν υπάρχει ένα επίθετο που να χαρακτηρίζει τον συγκεκριμένο πίνακα του Θεόδωρου Βρυζάκη, είναι αυτό. Μέσα του κλείνει όλα τα εμβλήματα κι όλα τα σύμβολα του ελληνισμού. Από την πίστη μέχρι τη σημαία κι από τον πατριωτισμό μέχρι το χρέος της θυσίας.
«Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη Σημαία της Επανάστασης». Λάδι σε μουσαμά 164 Χ 126 εκατοστά. Με την υπογραφή «Θ.Π.Βρυζάκης εποίει 1865». Κοσμεί την Εθνική Πινακοθήκη και τον έχουν θαυμάσει εκατομμύρια μάτια, Ελλήνων και μη. Πολλά από τα μάτια δάκρυσαν μπροστά στον υψηλό συμβολισμό του πίνακα, που φιλοτεχνήθηκε προφανώς για να απεικονίσει την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Εμβληματικός, ναι, αλλά όχι και «σωστός» στις λεπτομέρειές του. Ούτε χρονικά, ούτε ιστορικά, ούτε και εικαστικά. Η τέχνη μπορεί να είναι πολλές φορές τόσο αφηρημένη που να μην ακολουθεί τους κανόνες της ζωής, ούτε να δίνει σημασία στις ιστορικές λεπτομέρειες.
Από την άλλη, ο Βρυζάκης πέρασε στην Ιστορία ως ένας καλλιτέχνης που έδινε τεράστια σημασία στη λεπτομέρεια και δεν λυπόταν ούτε τα έξοδα, ούτε την κούραση να κάνει επιτόπου έρευνες, προκειμένου να απεικονίσει σωστά τα θέματα που φανταζόταν. Κι επειδή ασχολήθηκε πολύ με την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, τον αποκάλεσαν και «ζωγράφο της Επανάστασης». Έστω κι αν οι στιγμές και τα πρόσωπα απείχαν δεκαετίες ολόκληρες από τότε που τα φιλοτέχνησε.
Στην Πάτρα η δοξολογία
Ας ξεκινήσουμε από κάτι που είναι, λίγο ως πολύ, γνωστό σε όσους έχουν προσπαθήσει να ξεδιαλύνουν τις λεπτομέρειες εκείνων των ημερών: Τέτοια σκηνή δεν έγινε ποτέ. Ούτε στις 25 Μαρτίου, που γιορτάζουμε την έναρξη της Επανάστασης, ούτε καμία άλλη μέρα.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός βρέθηκε πράγματι στην Αγία Λαύρα μία εβδομάδα πριν τις 25 Μαρτίου. Το βράδυ της 17ης, μάλιστα, είχε γίνει μια συνάντηση μεταξύ ιεραρχών και προκρίτων, οι οποίοι είχαν κληθεί από τον καϊμακάμη της Τριπολιτσάς (που αντικαθιστούσε τότε τον Χουρσίτ πασά) και αμφιταλαντεύονταν για το αν θα έπρεπε να πάνε ή όχι.
Κάποιοι αγωνιστές στα απομνημονεύματά τους αναφέρουν ότι την επόμενη ημέρα έγινε επίσημη δοξολογία, αλλά αυτό είναι μάλλον θολό. Το πιθανότερο είναι να τα μπέρδεψαν, επειδή η επόμενη ημέρα (18 Μαρτίου) ήταν Κυριακή και ο Γερμανός χοροστάτησε στην θεία λειτουργία. Ούτε ο ίδιος ο επίσκοπος Παλαιών Πατρών δεν αναφέρει στα δικά του απομνημονεύματα περί τελικής απόφασης για επανάσταση τότε, πόσο μάλλον για δοξολογία και ευλογία όπλων και σημαιών.
Δοξολογία πράγματι έγινε, αλλά κάποιες ημέρες αργότερα, στην Πάτρα, όταν η πόλη είχε ήδη απελευθερωθεί. Όχι μόνο ο Γερμανός, αλλά και ξένοι που βρίσκονταν στην αχαϊκή πρωτεύουσα τότε (ο Ολλανδός υποπρόξενος Σόλερ ή ακόμα και ο Γάλλος ιστορικός Πουκεβίλ) γράφουν ότι υπήρξε δοξολογία υπέρ των ελληνικών όπλων στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου. Η ακριβής ημερομηνία, όμως, θα παραμείνει θολή. Αυτά τα περιστατικά οι διάφοροι ιστοριογράφοι τα τοποθετούν ανάμεσα στις 23 και τις 26 Μαρτίου.
Τα πρόσωπα και το τέμπλο
Ο πίνακας του Βρυζάκη υποτίθεται ότι απεικονίζει μια σκηνή που συνέβη στο ναό της Αγίας Λαύρας. Ο δεσπότης Γερμανός βρίσκεται μπροστά από την Ωραία Πύλη, ντυμένος με τα χρυσοποίκιλτα άμφιά του. Μόνο που όποιος επισκεφθεί το μοναστήρι και το ναό θα καταλάβει μεμιάς ότι δεν πρόκειται για πιστή απεικόνιση του τέμπλου του ναού. Για την ακρίβεια, τίποτε δεν είναι συγκεκριμένο.
Σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του Βρυζάκη, για την απόδοση του εσωτερικού χώρου με το εικονοστάσι ο καλλιτέχνης είναι πιθανό να έχει επηρεαστεί πό λιθογραφίες της εποχής, που απεικονίζουν άμβωνες ελληνικών εκκλησιών στην Κωνσταντινούπολη. Οι εικόνες του περίτεχνου ξυλόγλυπτου τέμπλου μαρτυρούν την επίδραση της δυτικής θρησκευτικής ζωγραφικής στο έργο του, καθώς το 1861-63, είχε ιστορήσει την ελληνική εκκλησία του Ευαγγελισμού στο Μάντσεστερ της Βρετανίας.
Γιατί δεν προσπάθησε να αποδώσει πιστά την εικόνα του ναού του μοναστηριού; Προφανώς και είχε πρόσβαση εκεί, για να καταγράψει και την τελευταία λεπτομέρεια. Άλλο ένα στοιχείο που αποδεικνύει ότι ήθελε να φιλοτεχνήσει κάτι αφηρημένο, όσον αφορά και τον τόπο και τον χρόνο.
Και τα πρόσωπα, επίσης. Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί που είχαν ανάψει την επαναστατική σπίθα στην περιοχή ήταν γνωστοί και αναγνωρισμένοι, ο Βρυζάκης επέλεξε να μην απεικονίσει κανέναν τους. Τα πρόσωπα που εικονίζονται πέρα από τον επίσκοπο Γερμανό είναι άγνωστα και αναφέρονται ως «αγωνιστές» από τους μελετητές.
Για να είμαστε ακριβείς, το μοναδικό άλλο υπαρκτό πρόσωπο στον πίνακα εκτός του Γερμανού είναι ο… ίδιος ο Βρυζάκης! Ναι, το δικό του πρόσωπο είναι το τελευταίο που εικονίζεται στη δεξιά άκρη του πίνακα. Στο βάθος, κάτω από τις εικόνες των αγίων. Μια έκρηξη ματαιοδοξίας από τον καλλιτέχνη, ο οποίος προφανώς ήθελε να θυμίσει ότι και η δική του οικογένεια πρόσφερε το αίμα της στον Αγώνα.
Η σημαία που δεν υπήρξε
Ακόμα πιο μεγάλα ερωτηματικά φέρνει στην επιφάνεια η επιλογή της σημαίας, την οποία ευλογεί ο δεσπότης Γερμανός. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, σημαία λευκή με γαλάζιο σταυρό δεν υπήρξε ούτε στην περιοχή, ούτε βεβαίως και χρησιμοποιήθηκε ποτέ από κάποια εκ των πολεμικών ομάδων που συγκροτήθηκαν μετά.
Η πρώτη σημαία που χρησιμοποιήθηκε στην περιοχή, αυτή του Ανδρέα Λόντου, ήταν σκούρα κόκκινη και στη μέση είχε έναν μαύρο σταυρό. Γαλάζιο σταυρό είχε η επαναστατική σημαία της Μάνης, η πρώτη που «σηκώθηκε» από τις 17 του μήνα, αλλά κι εκεί ο σταυρός ήταν αισθητά μικρότερος σε σχέση με αυτόν του πίνακα και υπήρχαν κεντημένες οι φράσεις «Νίκη ή Θάνατος» και «Ταν ή επί Τας».
Από τις αρχές του 1822οι επαναστατημένοι Έλληνες όρισαν ως επίσημα χρώματα της σημαίας το μπλε και το λευκό, όμως στο πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου αναφέρεται ρητά ότι μπλε είναι το φόντο και λευκός ο σταυρός. Αυτή παρέμεινε και η επίσημη σημαία της χώρας ως το 1978, που αντικαταστάθηκε από το σημερινό μας εθνικό σύμβολο με τον σταυρό και τις ρίγες.
Γιατί, λοιπόν, ο Βρυζάκης επιλέγει ως σύμβολο μια σημαία που δεν υπήρξε ποτέ, τουλάχιστον με τον τρόπο που την απεικονίζει; Δεν θα μπορούσε, αν ήθελε πράγματι να αποφύγει το κόκκινο χρώμα, απλά να αντιστρέψει τα χρώματα και να φιλοτεχνήσει μια σημαία μπλε και λευκή, όπως η επίσημη της Ελλάδας τότε;
Λεπτομέρειες, ασφαλώς. Που παραμένουν, όμως, ανεξήγητα λανθασμένες. Ακόμα και στον τίτλο του πίνακα δεν γίνεται λόγος ούτε για τόπο, ούτε για ακριβή ημερομηνία, σημάδι ότι ο Βρυζάκης ήθελε περισσότερο να απεικονίσει το συναίσθημα και λιγότερο τη στιγμή. Το γιατί δεν ήταν όσο ακριβής θα μπορούσε να είναι (και υπήρξε σε άλλα έργα του) θα μείνει μάλλον αναπάντητο.