Περιεχόμενα
Εκλογικές ιστορίες #13 – 31 Μαΐου 1915
41… και σήμερα για τις εκλογές
Στις 31 Μαΐου νίκησε λαμβάνοντας περήφανο 58,2%, στις 24 Σεπτεμβρίου όμως αποπέμφθηκε. Η βραχύβια κυβέρνηση Βενιζέλου (μόλις 117 ημερών) αποτέλεσε και τη θρυαλλίδα των εξελίξεων που οδήγησε τη χώρα στον αιματηρό Εθνικό Διχασμό…
Τα τραύματα της εξαετίας
Το κλίμα: οι εκλογές της Δευτέρας 31 Μαΐου 1915 πραγματοποιήθηκαν από την (διορισμένη από τον βασιλιά Κωνσταντίνο) κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη.
Όταν οι δυνάμεις της Αντάντ, εν μέσω Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, επιχείρησαν να καταλάβουν τα Δαρδανέλια (τον Φεβρουάριο του 1915), ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκρινε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να πάρει μέρος στην προσπάθειά της. Η άρνηση του βασιλιά Κωνσταντίνου οδήγησε τον πρωθυπουργό σε παραίτηση και προκηρύχθηκαν εκλογές για τον Μάιο.
Η δράση του Κόμματος των Εθνικοφρόνων -του πολιτικού σχηματισμού, τον οποίο ίδρυσε ο Δημήτριος Γούναρης- εκτείνεται χρονικά από το έτος ίδρυσής του το 1915 έως και την μετονομασία του σε Λαϊκό Κόμμα το 1920. Η συγκεκριμένη περίοδος αποτέλεσε μία από τις πιο ταραγμένες της ελληνικής ιστορίας με «πυκνά» πολιτικά γεγονότα, τα οποία οδήγησαν τους πολίτες στον άκρατο φανατισμό και εν τέλει στον πολιτικό διχασμό τους. Φιλελεύθεροι και Εθνικόφρονες αναδείχθηκαν πρωταγωνιστές κατά την περίοδο αυτή και με τη δράση τους σφράγισαν τις πολιτικές εξελίξεις. Τα «τραύματα» αυτής της εξαετίας παρέμειναν για δεκαετίες ανοικτά επηρεάζοντας την πολιτική σκηνή της Ελλάδας τουλάχιστον μέχρι τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο….
Οι θέσεις Βενιζέλου και Κωνσταντίνου
Ο πρωθυπουργός είχε ξεκάθαρη θέση – και η ιστορία των δικαίωσε. Θεωρούσε ότι οι Αγγλογάλλοι θα επικρατούσαν, έκρινε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να συμμαχήσει με την Αντάντ για να διαφυλάξει τα κέρδη της από τους Βαλκανικούς Πολέμους αλλά και να διευρύνει τα σύνορά της.
Η θέση αυτή υποστηριζόταν από μεγάλα τμήματα των λαϊκών τάξεων, που εμπνέονταν από τη Μεγάλη Ιδέα, αλλά και από τη μεγαλοαστική τάξη, ιδίως της διασποράς, που προσδοκούσε να ενταχθεί σε μια μεγάλη και ισχυρή Ελλάδα.
«Μέχρι σήμερον η πολιτική ημών συνίστατο εις διατήρησιν της ουδετερότητος Αλλ’ ήδη καλούμεθα να μετάσχωμεν του πολέμου, επ’ ανταλλάγμασι, τα οποία πραγματοποιούμενα θα δημιουργήσωσι μιαν Ελλάδα μεγάλην και ισχυράν, τοιαύτην οποίαν ουδ’ οι μάλλον αισιόδοξοι ηδύναντο να φαντασθώσι καν προ ολίγων ακόμη ετών» έγραψε στο υπόμνημά του προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο.
Για τον Κωνσταντίνο, όμως, και τον κύκλο του -το Επιτελείο Στρατού και τον Στρέιτ- η «διαρκής ουδετερότητα» αναδείχτηκε σε δόγμα. Ο ίδιος ο βασιλιάς, θαυμαστής της στρατοκρατικής οργάνωσης της Γερμανίας και έχοντας φοιτήσει στην Πρωσική Ακαδημία Πολέμου, θεωρούσε ότι οι Κεντρικές Δυνάμεις θα έβγαιναν νικήτριες από τον πόλεμο. Γνώστης της γερμανικής κουλτούρας και νυμφευμένος με την αδελφή του Γερμανού Αυτοκράτορα, είχε πίστη στο σχεδόν ανίκητο του γερμανικού στρατού. Αναγνώριζε, όμως, την κυριαρχία του βρετανικού παράγοντα στη Μεσόγειο και για αυτόν τον λόγο δεν εξέφρασε την άποψη για είσοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Η φιλοτουρκική πολιτική της Γερμανίας, η αντίστοιχη φιλοβουλγαρική της Αυστρίας –κυριότερης συμμάχου της Γερμανίας- και οι αδιαμφισβήτητα ισχυροί πολιτικοί δεσμοί μεταξύ της Ελλάδας και της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας ώθησαν τον Βασιλιά να θεωρεί την ουδετερότητα ως την ιδανικότερη λύση
Η πολιτική της ουδετερότητας την οποία σταθερά πρόβαλλε ο Κωνσταντίνος (μέχρι την αποπομπή του από τις δυνάμεις της Αντάντ το καλοκαίρι του 1917), δεν αντιστοιχούσε, βεβαίως, σε κάποια διάθεση τηρήσεως ίσων αποστάσεων από τους δύο εμπολέμους συνασπισμούς. Ήταν απλώς η φιλογερμανικότερη δυνατή πολιτική που μπορούσε να ακολουθήσει μία χώρα της οποίας η γεωγραφική θέση την καθιστούσε όμηρο των διαθέσεων του πανίσχυρου βρετανικού στόλου που κυριαρχούσε τότε στην ανατολική Μεσόγειο. Σε συνεχή τηλεγραφική επικοινωνία με τον γυναικαδελφό του Γερμανού αυτοκράτορα –ερήμην ακόμη και των αντιβενιζελικών κυβερνήσεών του– είχε εξασφαλίσει την πλήρη έγκριση του Βερολίνου στο ζήτημα αυτό – όπως γράφει και στο βιβλίο του «Η ευγενής μας τύφλωσις…» ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος.
Ο Γεώργιος Μαυρογορδάτος στο βιβλίο του «Ο Εθνικός Διχασμός» προσθέτει έναν ακόμα παράγοντα που ώθησε τον Βενιζέλο στο πλευρό της Αντάντ. Επικαλούμενος μαρτυρίες του Γεώργιου Στρέιτ, υπουργού Εξωτερικών κατά το 1914, και του Λουκά Καναράκη – Ρούφου (εγγονού του εκ των ηρώων του 1821 Μπενιζέλου Ρούφου και φίλου του Ελευθερίου Βενιζέλου) επισημαίνει ότι ο πρωθυπουργός έβλεπε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ένα αγώνα των ελεύθερων κρατών της Ευρώπης απέναντι στο μιλιταριστικό πνεύμα της Γερμανίας. Η Ελλάδα, λοιπόν, θα έπρεπε να πράξει με κίνητρο όχι μόνο τα στενά εθνικά της συμφέροντα αλλά υποκινούμενη κι από την πίστη στα ιδανικά του φιλελευθερισμού…
Ψήφισε μόνο το 52%
Το εκλογικό σύστημα: πλειοψηφικό με ευρεία και στενή περιφέρεια. Η ψηφοφορία έγινε με σφαιρίδιο και η διαδικασία στηρίχθηκε στο άρθρο 66 του Συντάγματος του 1911. Οι εκλογικές περιφέρειες ήταν 19, οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι περίπου 1.300.000 και ψήφισαν μόλις 687.000, ήτοι συμμετοχή μόλις 52%…
Οι εκλογές έγιναν με σφαιρίδια, σε ατομικές κάλπες για κάθε υποψήφιο. Το σύστημα αυτό, σε συνθήκες πόλωσης, ουσιαστικά μετατρεπόταν σε πλειοψηφικό, εφόσον οι περισσότεροι ψηφοφόροι έριχναν συντεταγμένα λευκή ψήφο στους υποψηφίους της δικής τους παράταξης, μαυρίζοντας εξισου συντεταγμένα τους αντίθετους.
Τα αποτελέσματα: το Κόμμα των Φιλελευθέρων απέσπασε την πλειοψηφία των εδρών στο Κοινοβούλιο, κερδίζοντας όλες τις έδρες της Κρήτης, της Ηπείρου και του ανατολικού Αιγαίου, ενώ διατήρησε την δύναμή του στην λεγόμενη «Παλαιά Ελλάδα». Αντίθετα, ηττήθηκε κατά κράτος στην Μακεδονία, όπου οι εθνικοθρησκευτικές μειονότητες της περιοχής ψήφισαν μαζικά τους υποψήφιους του κόμματος των Εθνικοφρόνων.
Σε αυτές τις εκλογές ψήφισαν πρώτη φορά οι περιοχές της Ελλάδας που είχαν προσαρτηθεί μετά τις νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους — οι επονομαζόμενες «Νέες Χώρες» — δηλαδή η Μακεδονία, η Ήπειρος, η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου.
Το Κόμμα Φιλελευθέρων του Ελευθέριου Βενιζέλου έλαβε το 58,2% των ψήφων και 186 (μαζί με 6 που είχαν κατέβει ως ανεξάρτητοι), ο Κυβερνών Συνασπισμός του Δημήτριου Γούναρη έλαβε 127 έδρες κι οι άλλοι δύο βουλευτές βγήκαν ως ανεξάρτητοι.
Ο Κυβερνών Συνασπισμός αποτελούνταν από το Κόμμα Εθνικοφρόνων του Γούναρη, το Νεωτεριστικό Κόμμα του Γεώργιου Θεοτόκη, το Νεοελληνικόν Κόμμα του Δημήτριου Ράλλη, το Εθνικόν Κόμμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και το Προοδευτικόν Κόμμα του Νικόλαου Δημητρακόπουλου.
Γεγονός είναι ότι οι Εβραίοι και οι Τούρκοι της Θεσσαλονίκης ψήφισαν μαζικά εναντίον του Βενιζέλου, δίνοντας έτσι λαβή στις βενιζελικές εφημερίδες να κατηγορούν το κόμμα του Γούναρη για «ανίερον συνεργασίαν μετά νεοτούρκων και αναρχικοσοσιαλιστών εβραίων» (Έθνος 3/6/1915).
Η διορισμένη κυβέρνηση Σκουλούδη και οι νέες εκλογές
Το μετά: παρά την ξεκάθαρη νίκη του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο σχηματισμός της κυβέρνησής του, θα πραγματοποιηθεί τελικά, στις 10 Αυγούστου του 1915, αφού (σύμφωνα με την επίσημη αφήγηση) η ασθένεια του βασιλιά, δεν του επέτρεπε να υπογράψει νωρίτερα το διάταγμα διορισμού της κυβέρνησης.
Στις 4 Ιουλίου 1915 η θεωρούμενη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τήνου, η οποία είχε μεταφερθεί από το νησί στην πρωτεύουσα, για να την προσκυνήσει ο Βασιλιάς, τέθηκε και σε δημόσιο προσκύνημα στην Μητρόπολη των Αθηνών, πριν την επιστροφή της στην Τήνο. Με αυτήν την αφορμή, συγκεντρωμένοι Αθηναίοι γιορτάζουν την ανάρρωση του Βασιλιά…
Ωστόσο η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου δεν έμελλε να μακροημερεύσει. Η απόφαση του πρωθυπουργού να επιτρέψει την απόβαση αγγλο-γαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη (παρότι η χώρα επίσημα ήταν ακόμα ουδέτερη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο), οδήγησε τον Κωνσταντίνο (παρότι η κυβέρνηση είχε μόλις λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή) να τον αποπέμψει. Ο Βενιζέλος υπερασπιζόταν από το βήμα της Βουλής, την άφιξη στις 21 Σεπτεμβρίου των αγγλογαλλικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη και την προώθησή τους μέχρι τη Σερβία, αλλά και τη γενικότερη εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ, ενώ ο γερμανικής καταγωγής βασιλιάς Κωνσταντίνος επιζητούσε την ουδετερότητα της χώρας, με παράλληλη μυστική υποστήριξη των γερμανικών δυνάμεων (βεβαίως βεβαίως).
Τελικά, αφού ο βασιλιάς δεν μπόρεσε να πείσει τη Βουλή να δεχτεί τη λύση του Αλέξανδρου Ζαΐμη, διόρισε πρωθυπουργό τον Στέφανο Σκουλούδη και προκήρυξε νέες εκλογές για τις 6 Δεκεμβρίου 1915. Σε εκείνες, δεύτερες εκλογές μέσα στον ίδιο χρόνο, το κόμμα των Εθνικοφρόνων σημείωσε καθολική νίκη με 256 από τις 332 έδρες μιας και είχε αρνηθεί να συμμετάσχει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο ηγέτης του ισχυρότερου μέχρι τότε Κόμματος Φιλελευθέρων, αφού θεωρούσε αντισυνταγματική την πράξη των ανακτόρων να διαλύσουν την κυβέρνησή του…
Η εμπλοκή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο
Η Αντάντ, για να αντιμετωπίσει τη συνεχώς ενισχυόμενη γερμανική επιρροή στα Βαλκάνια, αποβίβασε στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη (τον Οκτώβριο του 1915). Η Σερβία δέχτηκε και βουλγαρική επίθεση, κατέρρευσε και τα σερβικά στρατεύματα μεταφέρθηκαν στη Μακεδονία. Λίγο αργότερα, γερμανικά και βουλγαρικά στρατεύματα εισέβαλαν στην ανατολική Μακεδονία (Μάιος 1916). Οι ελληνικές δυνάμεις δεν αντέδρασαν, καθώς εφάρμοζαν τις εντολές του Κωνσταντίνου περί «ουδετερότητας». Έτσι, το Δ’ Σώμα Στρατού διατάχτηκε να παραδοθεί δίχως να αντισταθεί, αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στη Γερμανία.
Μετά από αυτά, η Αντάντ απαίτησε από τον βασιλιά (Ιούνιος 1916) τον αφοπλισμό των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων που ήταν υπό τις διαταγές του. Εκείνος αποδέχτηκε το αίτημα, αλλά, συγχρόνως, έδωσε εντολή οι έφεδροι που απολύονταν να οργανώνονται σε συνδέσμους. Έτσι δημιουργήθηκαν οι Επίστρατοι, μια φιλοβασιλική παραστρατιωτική οργάνωση με περίπου 200.000 μέλη.
Σχεδόν παράλληλα, βενιζελικοί δημιούργησαν στη Μακεδονία μια οργάνωση, την Εθνική Άμυνα, και πραγματοποίησαν κίνημα στη Θεσσαλονίκη (17 Αυγούστου 1916) ζητώντας τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.
Η προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης
Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, ο Βενιζέλος εγκατέστησε προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη και διέταξε επιστράτευση ώστε ελληνικά στρατεύματα να πολεμήσουν στο πλευρό της Αντάντ. Η Ελλάδα είχε χωριστεί στα δύο και ο Εθνικός Διχασμός μόλις είχε ξεκινήσει.
Η πολιτική κρίση, που εκδηλώθηκε για πρώτη φορά με ένταση τον Φεβρουάριο του 1915 με τη μορφή διαφωνίας ανάμεσα στον πρωθυπουργό Βενιζέλο και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, κλιμακωνόταν διαρκώς και είχε ως αποτέλεσμα, το καλοκαίρι του 1916, να διαμορφωθούν στην Ελλάδα δύο αντίπαλα κέντρα εξουσίας.
Η έξωση του Κωνσταντίνου
Σε αυτό το πλαίσιο, η Αντάντ επιδίωξε να καταλάβει την Αθήνα, αλλά τα συμμαχικά στρατεύματα που κινήθηκαν από τον Πειραιά προς την πρωτεύουσα αποκρούστηκαν από δυνάμεις πιστές στον βασιλιά. Τον Νοέμβριο του 1916, το «κράτος των Αθηνών» εξαπέλυσε διώξεις σε βάρος βενιζελικών με τουλάχιστον 35 νεκρούς (έμειναν στην ιστορία ως «Νοεμβριανά¨»). Παράλληλα, η Αντάντ κατέλαβε τον Πειραιά, επιβάλλοντας αυστηρό αποκλεισμό στη «βασιλική» Ελλάδα, και αξίωσε την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου, ο οποίος εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα (2 Ιουνίου 1917). Στον θρόνο άφησε τον γιο του Αλέξανδρο, δίχως, ωστόσο, ο ίδιος να παραιτηθεί.
Η Βουλή των… Λαζάρων
Ο Βενιζέλος ήρθε στην Αθήνα, σχημάτισε νέα κυβέρνηση και κήρυξε τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις. Ελληνικά στρατεύματα πήραν μέρος, στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ, στις τελευταίες μάχες που έγιναν στη Μακεδονία (1918). Επιπλέον, ο Βενιζέλος επανέφερε τη Βουλή που είχε εκλεγεί τον Μάιο του 1915, η οποία λόγω της «νεκρανάστασής» της ονομάστηκε «Βουλή των Λαζάρων» – καθώς είχε… αναστηθεί, αν και αρκετοί βουλευτές από τότε, είτε είχαν αποσυρθεί είτε είχαν πεθάνει.
Παράλληλα, απολύθηκαν χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί που θεωρήθηκαν φιλοβασιλικοί. Κάποιοι άλλοι εκτοπίστηκαν και ανάμεσα σε αυτούς αρκετά στελέχη της βασιλικής παράταξης που εξορίστηκαν σ’ ένα γαλλικό νησί, την Κορσική…