Περιεχόμενα
Εκλογικές ιστορίες #22 – 10 Οκτωβρίου 1993
13… και σήμερα για τις εκλογές
Οι πρόωρες εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993 προκλήθηκαν από την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στις 9 Σεπτεμβρίου (απώλεια της δεδηλωμένης και διάλυση της Βουλής μετά τη δήλωση ανεξαρτητοποίησης του βουλευτή Κιλκίς της ΝΔ, Γιώργου Συμπιλίδη).
Μακεδονικό και οικονομία επέφεραν την κρίση
Το κλίμα: το Μακεδονικό ζήτημα (αλλά και η οικονομία) ασκούσε διαρκείς και έντονες πιέσεις στην εσωτερική πολιτική σκηνή, ιδίως μετά την αναγνώριση, τον Απρίλιο του 1993, από τον ΟΗΕ της γειτονικής χώρας με την ονομασία ΠΓΔΜ (FYROM). Στις 14 Φεβρουαρίου 1992 ένα εκατομμύριο πολίτες, με τη συμπαράσταση και της Εκκλησίας, συμμετείχαν στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, με κεντρικό σύνθημα «Η Μακεδονία είναι ελληνική». Ο σκληροπυρηνικός υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς αποχώρησε από τη ΝΔ και ίδρυσε την Πολιτική Ανοιξη, φίλα προσκείμενοι σε αυτόν νεοδημοκράτες βουλευτές ανεξαρτητοποιήθηκαν τον Σεπτέμβριο, με αποτέλεσμα το κυβερνών κόμμα να χάσει την πλειοψηφία.
Για το ΠΑΣΟΚ μεσολάβησε η αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου στη δίκη για το «σκάνδαλο Κοσκωτά» τον Ιανουάριο του 1992 και ευνοήθηκε από τη διάλυση του ενιαίου Συνασπισμού. Παράλληλα, καθώς η κυβέρνηση αποτύγχανε να διαχειριστεί τον πληθωρισμό (12%) και την ανεργία (8%) αλλά και τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων (ιδίως τον ΟΤΕ), ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αντιμετώπιζε έντονη εσωκομματική κριτική, αλλά και κριτική από μερίδα των ΜΜΕ, με τη δημοφιλία του να υπολείπεται συστηματικά του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ενας από τους παράγοντες της νίκης του ΠΑΣΟΚ ήταν η υποχώρηση του «σοσιαλιστικού» λεξιλογίου και η στροφή προς τον «ρεαλισμό». Πέραν αυτού, όμως, κατά την προεκλογική περίοδο ο πολεμικός λόγος, οι συκοφαντικές προσωπικές επιθέσεις των αντιπάλων, όπως και τα φοβικά συνθήματα κυριάρχησαν τόσο στις μαζικές συγκεντρώσεις όσο και στις πολιτικές διαφημίσεις. Σλόγκαν όπως «θα το διακινδυνεύσουμε;», «ο κ. Μητσοτάκης περιφέρει τον ιό της λάσπης», «θα αφήσουμε τον κ. Παπανδρέου να μας ξεγελάσει πάλι;», «ο θίασος αυτός πήγε την Ελλάδα πίσω», «αναταραχή στα Βαλκάνια», «ΝΔ.: η παράταξη της χρεοκοπίας» είναι ενδεικτικά.
Ενώ την περίοδο 1989-90 δεσπόζοντα σημαίνοντα ήταν η «συναίνεση» και ο «εκσυγχρονισμός», στις εκλογές του 1993 κυριάρχησε η οξυμένη προσωποποιημένη αντιπαράθεση θέτοντας τις βάσεις για το ακόμη χειρότερο ήθος και ύφος της πολιτικής αντιπαλότητας για τα χρόνια που ακολούθησαν.
Είχε προηγηθεί, το 1990, η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Η Νέα Δημοκρατία δεν ξάφνιασε κανέναν προτείνοντας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, θέλοντας να τον αποκαταστήσει, μετά το «άδειασμα» που τού έκανε το 1985 ο Ανδρέας Παπανδρέου. Και ανέλαβε καθήκοντα, στα 83 του.
Η διάσπαση του Συνασπισμού
Κι ενώ στο ΠΑΣΟΚ προσπαθούσαν να διατηρήσουν την ενότητα μετά τις δίκες και τις παραπομπές, στην Αριστερά… βγήκαν μαχαίρια μετά την αποτυχία του 1990. Η Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου δεν άντεξε πολύ ως μια πολιτική σύμπραξη κομμάτων και στελεχών και, κατά τη διάρκεια του 13ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, οι «συντηρητικοί» επικράτησαν των «ανανεωτικών» στις αρχαιρεσίες για την ανάδειξη τόσο της νέας Κεντρικής Επιτροπής όσο και του νέου Πολιτικού Γραφείου.
Αφενός εξέλεξαν γενική γραμματέα την Αλέκα Παπαρήγα, την πρώτη γυναίκα στην αρχηγία ενός κόμματος (έλαβε 57 ψήφους, έναντι 53 του Γιάννη Δραγασάκη, που υποστηρίχθηκε από τους «ανανεωτικούς»), αφετέρου η κρίση από την επικείμενη διάλυση της ΕΣΣΔ (επίσημα έπαψε στις 26 Δεκεμβρίου 1991), μεταφέρθηκε και στο εσωτερικό του κόμματος. παραιτήθηκαν από την ηγεσία του Συνασπισμού ο πρόεδρος Χαρίλαος Φλωράκης και ο γενικός γραμματέας Λεωνίδας Κύρκος. Με πρόταση του Φλωράκη νέα πρόεδρος αναδείχθηκε η Μαρία Δαμανάκη, προερχόμενη από τους «ανανεωτικούς» του ΚΚΕ ενώ οι «συντηρητικοί» συνέστησαν αμέσως κοινοβουλευτική ομάδα με 7 βουλευτές, τους Χαρίλαο Φλωράκη, Μήτσο Κωστόπουλο, Θανάση Παφίλη, Αντώνη Σκυλλάκο, Στρατή Κόρακα, Γεράσιμο Αραβανή και Παναγιώτη Κοσιώνη. Η κοινοβουλευτική δύναμη του Συνασπισμού ήταν οι 14 βουλευτές, από τους 21 συνολικά που εξέλεξε πριν τη διάσπασή του, στις εκλογές του 1990.
Η πτώση της ΝΔ
Το κλίμα δεν ήταν ρόδινο ούτε στην κυβερνώσα παράταξη. Ο αρχικός ενθουσιασμός των πρώτων μηνών, μετά την ευρεία εκλογική νίκη και την αποκατάσταση του Καραμανλή στην προεδρία της Δημοκρατίας έδωσε τη θέση του σε μια σειρά δυσεπίλυτων αν όχι άλυτων «σταυρολέξων». Τα ταμεία ήταν άδεια και τα ελλείμματα που άφησε το ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη κυβερνητική του θητεία μεγάλα. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εφάρμοσε σκληρή οικονομική πολιτική, προκαλώντας και την κοινωνική δυσαρέσκεια αλλά και πυρά εκ των έσω, από κορυφαία στελέχη, όπως ο Μιλτιάδης Εβερτ, ο Θανάσης Κανελλόπουλος και ο Σταύρος Δήμας, οι οποίοι κατέκριναν σε πολλά σημεία της την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1993, ο Θόδωρος Στέφανος Στεφανόπουλος, ανιψιός του άλλοτε πρωθυπουργού Στέφανου Στεφανόπουλου, ανεξαρτητοποιήθηκε από τη ΝΔ που έμεινε με 151 βουλευτές. Στο επόμενο διήμερο παραιτήθηκαν οι Βασίλης Μαντζώρης, Νίκος Κλείτος, Ακης Γεροντόπουλος που παρέδωσαν τις έδρες τους και προσχώρησαν στην Πολιτική Άνοιξη. Και την Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου, ο άγνωστος στο ευρύ κοινό Γιώργος Συμπιλίδης από το Κιλκίς παραιτήθηκε από τη ΝΔ, αλλά δεν παρέδωσε την έδρα του, παρά κατέθεσε πρόταση ανεξαρτητοποίησης. Η Νέα Δημοκρατία εξέπεσε στις 150 έδρες και απώλεσε αυτόματα τη «δεδηλωμένη». Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ενημέρωσε τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή και αυτοδίκαια προκηρύχθηκαν πρόωρες εκλογές.
Το νέο εκλογικό σύστημα
Το εκλογικό σύστημα: οι εκλογές έγιναν με τον εκλογικό νόμο 1907/1990 που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δηλαδή ενισχυμένη αναλογική με τις ρήτρες του +1 και του 3%.
O νόμος έφερε την υπογραφή του Σωτήρη Κούβελα. Επανήλθε η ενισχυμένη αναλογική, με την αναλογικότητά της να φτάνει στο 86,80%. Στόχος του ήταν να προκύψει ισχυρή κυβέρνηση και να αποφευχθούν στο μέλλον συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Μπήκε επίσης και το όριο εισόδου 3% στη Βουλή. Η εκλογή δύο βουλευτών της μουσουλμανικής μειονότητας το 1990 θορύβησε την κυβέρνηση. Με το πλαφόν 3% στην Επικράτεια δεν τους απαγόρεψε το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, τους απέκοψε όμως οριστικά τον δρόμο εκλογής με δικούς τους, ξεχωριστούς, συνδυασμούς. Ήταν ένας νόμος που ευνόησε το κόμμα που πλειοψήφησε, αλλά αναλογικά και το τρίτο, τέταρτο, πέμπτο κόμματα, όλα σε βάρος του δεύτερου, που αποτέλεσε τον «φτωχό συγγενή».
Η αλλαγή του εκλογικού νόμου (το 1990), που έδινε δυνατότητα άνετης αυτοδυναμίας στο πρώτο κόμμα ακόμη και με διαφορά 0,1% από το δεύτερο. Ετσι, ενώ η Βουλή του 1990 ήταν εξακομματική, η τετρακομματική Βουλή του 1993 ήταν αποτέλεσμα ενός εντονότατου πολωμένου δικομματισμού (86,18%).
ΠΑΣΟΚ με 3.235.017 ψήφους
Τα αποτελέσματα: το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου επανήλθε με εμφατικό τρόπο στην εξουσία ύστερα από τέσσερα χρόνια, λαμβάνοντας το 46,88% με 3.235.017 ψήφους και 176 έδρες. Η ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη πήρε το 39,3% με 2.7111.737 και 111 αντίστοιχα. Στη Βουλή μπήκε, και δη ως τρίτο κόμμα, η νεοσύστατη Πολιτική Ανοιξη του Αντώνη Σαμαρά με 4,88% και 10 έδρες, και το ΚΚΕ της Αλέκας Παπαρήγα με 4,54% και 9 έδρες. Οριακά εκτός, με 2,95% έμεινε εκτός Κοινοβουλίου ο Συνασπισμός της Μαρίας Δαμανάκη.
Ακόμη 24 κόμματα ή συνδυασμοί, με συνολικό ποσοστό 1,45% δεν κατάφεραν να στείλουν εκπρόσωπό τους στη Βουλή. Ο συνδυασμός Εμπιστοσύνη της μουσουλμανικής μειονότητας στη Ροδόπη με επικεφαλής τον Αχμέτ Σαδίκ πήρε 0,38%, η Ένωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη 0,23%, η ΕΠΕΝ του Χρύσανθου Δημητριάδη 0,14% και η Ένωση Οικολόγων του Δημοσθένη Βεργή 0,08%.
Με την αναθεώρηση των εκλογικών καταλόγων το 1993 προστέθηκαν 200.000 νέοι ψηφοφόροι, με τους εγγεγραμμένους να ανέρχονται πλέον σε 8.972.258 και με τη συμμετοχή να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα (78,23%).
Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1993 ήταν σχεδόν μια αντιστροφή της προηγούμενης αναμέτρησης: ενώ το 1990, με ένα αρκετά αναλογικό σύστημα, η ΝΔ. είχε λάβει 46,9% και 150 έδρες και το ΠΑΣΟΚ 39,3% και 125 έδρες, το 1993 το ΠΑΣΟΚ συγκέντρωσε το 46,8% και η ΝΔ. το 39,3% των ψήφων.
Ενα παράδοξο των εκλογών εκείνων είναι ότι ενώ ο κύριος όγκος των ψηφοφόρων αυτοτοποθετούνταν στην κεντροδεξιά περιοχή του πολιτικού φάσματος, νικητής αναδείχθηκε ένα κεντροαριστερό κόμμα. Κι αυτό γιατί αφενός η αναξιοπιστία της ΝΔ. ήταν μεγαλύτερη από εκείνη του ΠΑΣΟΚ, αφετέρου οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι ανακυκλώθηκαν κατά βάση εντός του δικομματισμού (το άθροισμα των ψήφων ΝΔ. και ΠΟΛΑΝ υπολειπόταν του ΠΑΣΟΚ).
Η αρνητική κομματική ταύτιση
Το μετά: με την αποτυχία εισόδου στη Βουλή του Συνασπισμού της Δαμανάκη (η οποία κατόπιν παραιτήθηκε), το ΠΑΣΟΚ κατέστη ο κυριότερος κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος των συμφερόντων των υπεξούσιων κοινωνικών στρωμάτων τόσο στην ύπαιθρο όσο και στις πόλεις, όπου η ΝΔ είχε και τις μεγαλύτερες απώλειες (-8,4%).
Η νίκη όμως του ΠΑΣΟΚ (όπως και εκείνη της ΝΔ. του 1990) ήταν εύθραυστη, καθώς το ένα τρίτο των ψηφοφόρων -και ιδίως η πλειονότητα των αναποφάσιστων (στις μετρήσεις κατά μέσον όρο 12,3%)- δεν ψήφισε υπέρ ενός κόμματος, αλλά εναντίον ενός άλλου. Πρόκειται για μια εκδοχή του φαινομένου της «αρνητικής κομματικής ταύτισης». Μεταξύ άλλων ο αρνητισμός εκείνος ενισχυόταν από το ότι το 41% δεν εμπιστευόταν τον με κλονισμένη υγεία Παπανδρέου (έναντι 49% του Μητσοτάκη), αλλά και εφόσον ένα περίπου 20% θεωρούσε ότι κανένα κόμμα δεν μπορούσε να επιλύσει τα οικονομικά προβλήματα.
Η δικαίωση του Ανδρέα
Ωστόσο, ομολογουμένως η νίκη του ΠΑΣΟΚ ήταν μια «δικαίωση» για τον Παπανδρέου. Η κυβέρνηση της ΝΔ αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι ήταν μια δεξιά παρένθεση στη μακρά περίοδο της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ, η ατζέντα του οποίου άλλαξε έκτοτε αποφασιστικά προκειμένου να διαχειριστεί την οικονομία στο πλαίσιο του Μάαστριχτ, στάση που συμπυκνώθηκε στη φράση του Παπανδρέου στο υπουργικό συμβούλιο στις 2/12/1993: «Είτε το έθνος θα εξαφανίσει το χρέος, είτε το χρέος θα αφανίσει το έθνος». Εκτοτε όμως άλλαξε και η ατζέντα της ΝΔ, η οποία επεδίωξε να κινηθεί προς τον λεγόμενο «μεσαίο χώρο».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου παρέμεινε στην πρωθυπουργία έως 15 Ιανουαρίου 1995, οπότε αναγκάζεται να αποχωρήσει λόγω της βεβαρημένης κατάστασης της υγείας του…