H ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, το 1929, ξεκίνησε όπως τα περισσότερα άλλα χειμωνιάτικα πρωινά στο Σικάγο. Ο ουρανός ήταν γκρίζος και το κρύο τσουχτερό. Ένα ελαφρύ χιόνι «έντυνε» τα πεζοδρόμια της πόλης. Οι αρτοποιοί και οι ανθοπώλες είχαν ξυπνήσει από νωρίς για να προετοιμαστούν γι’αυτή την ημέρα της αγάπης.
Δεν ήταν όλοι βέβαια σε αυτό το αγαπησιάρικο mood. Στη φυλακή της κομητείας Κουκ, οι φρουροί προετοιμάζονταν για την προγραμματισμένη εκτέλεση τριών καταδικασμένων δολοφόνων. Από την άλλη, στην όδο LaSalle, τραπεζίτες και χρηματιστές παρακολουθούσαν νευρικά τις μετοχές τους, καθώς ξεκινούσαν οι συναλλαγές στη Νέα Υόρκη. Ενώ, μέσα σε ένα γκαράζ στην οδό Clark, σε μια ήσυχη κατοικημένη γειτονιά, ένας ασυνήθιστα μεγάλος αριθμός κουκουλοφόρων συγκεντρώθηκε για άγνωστους σκοπούς.
Μια λευκή λάμπα που κρεμόταν στην οροφή, ήταν η μοναδική πηγή φωτός. Το γκαράζ στην οδό Clark, νοικιάστηκε από τη συμμορία του George Bugs Moran, που τότε ήλεγχε μεγάλο μέρος της παράνομης κυκλοφορίας ποτών στο North Side και διοικούσε τους περισσότερους οίκους ανοχής και καζίνο. Χρησιμοποιούταν για αποθήκευση και επισκευές, όχι ως κρησφύγετο ή στέκι, επομένως μόνο μια εξήγηση υπήρχε στο γιατί επτά άντρες ήταν εκεί, την ώρα που οι περισσότεροι τραμπούκοι βρίσκονταν ακόμα σε βαθύ ύπνο από τα μεθύσια της προηγούμενης νύχτας. Και προφανώς όχι για να ανταλλάξουν ευχές για τον Άγιο Βαλεντίνο…
Με εξαίρεση έναν μηχανικό, οι άντρες ήταν καλά ντυμένοι με κοστούμια και γραβάτες. Ποιος το περίμενε, όμως, πως λίγες ώρες αργότερα θα ήταν όλοι νεκροί, θύματα του πιο διαβόητου ανεξιχνίαστου εγκλήματος στην ιστορία των ΗΠΑ, που έμεινε γνωστό ως «η σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου».
Η ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ
Το 1920 επιβλήθηκε η περίφημη ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ που προέβλεπε την απαγόρευση παρασκευής, διακίνησης, εισαγωγής, εξαγωγής και πώλησης αλκοολούχων ποτών στην χώρα. Οι Αμερικανοί φυσικά δεν ήταν ευχαριστημένοι με αυτό, αλλά στην πραγματικότητα δεν έκαναν και τίποτα. Οι τότε συμμορίες άδραξαν την ευκαιρία και ξεκίνησαν την παράνομη διακίνηση αλκοόλ.
Κάπως έτσι δημιουργήθηκαν και τα παράνομα μπαρ στα υπόγεια, γνωστά ως Speakeasy. Οι συμμορίες, δε, που είχαν την μεγαλύτερη δύναμη ήταν δύο. Η μία είχε επικεφαλής τον Al Capone, και η άλλη τον George Bugs Moran.
Το ποτό είχε μεγαλύτερη αξία κι από χρυσάφι, με αποτέλεσμα το δικαστικό σύστημα της χώρας να γίνει ένας βόθρος διαφθοράς. Οι Αμερικανοί το μόνο που ήθελαν ήταν να πάρουν το ποτό τους, ενώ το γεγονός ότι η βία ξέσπαγε ανάμεσα στις ομάδες γκάνγκστερ, έκανε τους πάντες να μένουν αμέτοχοι.
Το μακελειό όμως με τη σφαγή των επτά ανδρών, που έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, ήταν υπερβολικό για όλους. Παρά τον αντίκτυπό της, η πλήρης ιστορία της σφαγής της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου δεν έχει ειπωθεί ποτέ, και ο περισσότερος κόσμος εξακολουθεί να υποθέτει ότι ο Al Capone ενορχήστρωσε την επίθεση.
Το χρονικό της σφαγής
Στις 10:30 το πρωί, μια μαύρη Cadillac στρίβει από τη λεωφόρο Webster στην οδό Clark, με κατεύθυνση προς τα νότια. Σταματάει μπροστά από την SMC Cartage Company. Τέσσερις ή πέντε άνδρες κατεβαίνουν από το αυτοκίνητο (οι μαρτυρίες των αυτόπτων μαρτύρων διέφεραν). Ένας άνδρας, ο οδηγός, φορούσε ένα φανταχτερό πανωφόρι. Δύο φορούσαν αστυνομικές στολές. Ο αέρας φύσηξε τη σκόνη του χιονιού καθώς περνούσαν από το πεζοδρόμιο για να μπουν στο γκαράζ από την μπροστινή πόρτα.
Οι επτά άντρες περίμεναν μέσα. Ο Johnny May, ντυμένος με καφέ φόρμες και ξαπλωμένος ανάσκελα κάτω από ένα φορτηγό με γρύλο, επισκευάζει έναν τροχό. Ήταν πρώην ασφαλιστής που προσλήφθηκε από τον Moran ως μηχανικός αυτοκινήτων και ένας από τους αμέτρητους κατοίκους του Σικάγο που μπορούσαν να ευχαριστήσουν την ποτοαπαγόρευση και την επιχείρηση που του έδωσαν μια καλή, σταθερή και σχετικά ασφαλή, καριέρα. Ο May ζούσε με τη σύζυγό του, τα επτά παιδιά του και έναν σκύλο που ονομαζόταν Highball, ο οποίος ήταν δεμένος με λουρί στον άξονα του φορτηγού.
Μαζί είναι οι αδερφοί Gusenberg, ο Frank και ο Peter, δύο από τους πιο ενοχλητικούς καραγκιόζηδες της πόλης. Ο James Clark (πραγματικό όνομα: Albert Kachellek), ένας καταδικασμένος ένοπλος ληστής και ένας φημισμένος δολοφόνος. Ο Adam Heyer, γνωστός και ως Frank Snyder, λογιστής και καταχραστής. Ο Albert Weinshank, ένας ιδιοκτήτης νυχτερινού κέντρου και ένας νεοδιορισμένος υπάλληλος της Κεντρικής Ένωσης Καθαριστών και Βαφείων, και ο Schwimmer, ο οποίος τριγυρνούσε γύρω από τα αγόρια Moran κυρίως για να μπορεί να καυχιέται σε φίλους για τις σχέσεις του με τον υπόκοσμο.
Οι περισσότεροι άντρες του Moran είναι οπλισμένοι. Αλλά κανείς δεν απλώνει το όπλο του εγκαίρως. Ίσως γιατί γνωρίζουν τους καλεσμένους τους. Ή ίσως, βλέποντας άνδρες με αστυνομικές στολές, αποφασίζουν να το παίξουν ψύχραιμοι.
Ωστόσο, οι εισβολείς σηκώνουν τα όπλα τους – δύο Tommy και ένα κυνηγετικό όπλο 12- και διατάζουν τους άνδρες του Moran να απομακρυνθούν από τις πόρτες και τα παράθυρα. Τους παράταξαν ώμο με ώμο στον τοίχο στη βόρεια πλευρά του γκαράζ. Τους εκτελούν εν ψυχρώ. Μερικοί άντρες πεθαίνουν ακαριαία, ένας όχι.
Έξω στην οδό Clark, οι γείτονες άκουσαν τους θορύβους, τους οποίους κάποιοι αντιμετώπισαν σαν τον ήχο μιας μηχανής που έβγαινε. Άλλοι άκουσαν το απελπισμένο ουρλιαχτό ενός σκύλου. Μερικοί κοίταξαν εγκαίρως έξω από τα παράθυρά τους για να δουν άνδρες να φεύγουν από το γκαράζ και να μπαίνουν στην Cadillac. Φαινόταν σαν δύο αστυνομικοί να οδηγούσαν άλλους δύο ή τρεις άνδρες, πιθανώς υπό την απειλή όπλου. Το αυτοκίνητο έτρεξε νότια στην οδό Clark, κάνοντας ζιγκ-ζαγκ για να αποφύγει ένα τρόλεϊ, και εξαφανίστηκε από το οπτικό πεδίο στη λεωφόρο Armitage.
Σύντομα ένας από τους γείτονες πήγε στο γκαράζ και έσπρωξε την πόρτα. Εντόπισε ακρωτηριασμένα σώματα στο πάτωμα και εισέπνευσε τη δυσωδία του αίματος. Ο καπνός από τους πυροβολισμούς υπήρχε ακόμα στον αέρα. Ο σκύλος συνέχισε να ουρλιάζει. Έξι άνδρες ήταν νεκροί. Ο έβδομος, ο Frank Gusenberg, ήταν ακόμα ζωντανός.
Ο λοχίας Thomas J. Loftus, βετεράνος του σταθμού της 36ης Περιφέρειας, ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμα. Αφού απομάκρυνε τον κόσμο που βρισκότανν στο σημείο, βρήκε τον Gusenberg. «Με ξέρεις, Frank;» ρώτησε ο λοχίας. «Ναι, είσαι ο Loftus», είπε ο γκάνγκστερ. Έπειτα ο Gusenberg πρόσθεσε: «Οι μπάτσοι το έκαναν», είπε, ενώ ο λοχίας ζήτησε λεπτομέρειες αλλά δεν πήρε απάντηση. «Για όνομα του Θεού», είπε ο Gusenberg, «πάρε με σε ένα νοσοκομείο». Ο ίδιος έφτασε στο νοσοκομείο αλλά πέθανε εκεί χωρίς να τελικά να πει τίποτα.
Ο Al Capone και το σχέδιό του
Την ώρα του εγκλήματος, ο Al Capone καθόταν σε ένα δικαστικό μέγαρο της κομητείας Dade της Φλόριντα, φορώντας ένα από τα μοντέρνα καλοκαιρινά σύνολα του: λευκό φανελένιο παντελόνι, ένα καρό αθλητικό μπουφάν και ένα ανοιχτό γκρι fedora. Ήταν 30 ετών, υπέρβαρος, αλλά είχε ακόμα δυνατή σωματική διάπλαση, καθώς και αραιά μαλλιά. Αν και παγκοσμίως γνωστός ως κακός, σχεδόν ποτέ δεν φωτογραφήθηκε χωρίς χαμόγελο.
Ο Capone είχε καλεστεί από έναν εισαγγελέα του Μπρούκλιν, ο οποίος ερευνούσε τον φόνο του παλιού φίλου και μέντορα του Capone, Frankie Yale. Ο ίδιος ήταν σίγουρος για τον εαυτό του που δεν είχε καν δικηγόρο μαζί του. Αλλά σύντομα το μετάνιωσε, όταν οι ερωτήσεις άρχισαν να αναφέρονται για τα οικονομικά του και όχι για τη δολοφονία του Yale. Ήξερε μήνες ότι οι ομοσπονδιακοί εξέταζαν τους φόρους του, αλλά μπορεί και να μπλόφαραν, μιας και κανένας εκπρόσωπος του Γραφείου Εσωτερικών Εσόδων δεν είχε έρθει στη συνεδρίαση.
Η είδηση της σφαγής στο Σικάγο, μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχε διαδοθεί μέσω τηλεγραφίας στη χώρα. Οι πρώτες ασπρόμαυρες φωτογραφίες που συνόδευαν τις ιστορίες, ήταν οι πιο βίαιες που είχαν εμφανιστεί ποτέ στον Αμερικανικό Τύπο. Το Σικάγο μπορεί να ήταν ήδη γνωστό ως η πρωτεύουσα των δολοφονιών των συμμοριών, αλλά αυτό το έγκλημα ήταν συγκλονιστικό ακόμη και για τα πρότυπα αυτής της πόλης.
Ήταν αυτό το έργο του Capone; Σίγουρα μπορεί να ήθελε να βλάψει τον Moran, εξαιτίας των ανταγωνιστικών συμφερόντων, αλλά ο τελευταίος είχε πολλούς εχθρούς στην πόλη. Υπήρχε λοιπόν μια μεγάλη πιθανότητα η δολοφονία να μην είχε καμία σχέση με αυτόν. Ίσως οι δολοφόνοι να πυροβολούσαν για τους Gusenberg, οι οποίοι είχαν ένα απίθανο ταλέντο να μπλέκουν σε μπελάδες. Ή ίσως το κίνητρο ήταν κάτι πολύ πιο απλό. Ίσως ήταν επαγγελματικό. Σχεδόν κάθε μέρα στο Σικάγο κάποιος άρπαζε το φορτηγό ποτού ενός bootlegger ή έκαναν έναν ιδιοκτήτη speakeasy να αλλάξει προμηθευτή. Αυτές οι διαμάχες κατέληγαν συνήθως σε βία.
Κάθε ώρα, περισσότερες ενδείξεις και περισσότερες θεωρίες αναδύονταν μεταξύ των αστυνομικών και των ρεπόρτερ εφημερίδων, μέχρι που κανείς δεν μπορούσε να τις κρατήσει σε ισορροπία.
Η αστυνομία θεώρησε ακόμη και τον ίδιο τον Moran ως ύποπτο κάποια στιγμή. Ο αρχηγός της συμμορίας εθεάθη να οδηγεί δίπλα από το γκαράζ περίπου την ώρα της δολοφονίας. Γιατί δεν μπήκε; Ήταν δυνατόν να είχε κουραστεί από την ανυπακοή των Gusenberg και να αποφάσισε να βάλει ένα τέλος σε αυτήν; Αλλά γιατί ο Moran να εξολοθρεύσει τα άλλα, αθώα μέλη της συμμορίας του, συμπεριλαμβανομένου ενός ταπεινού μηχανικού;
Όμως τρεις εβδομάδες πριν την γιορτή των ερωτευμένων, αποδείχθηκε πως οι άνδρες του Capone νοίκιασαν δωμάτιο απέναντι από το γκαράζ, προκειμένου να βλέπουν τις ώρες άφιξης και αποχώρησης των επτά ανδρών. Ο Capone συνέλαβε δύο νέους εκτελεστές, που δεν τους ήξερε κανείς στο Σικάγο. Το άλλοθι του βέβαια για τον ίδιο ήταν τρανταχτό, οπότε η αστυνομία ήταν σε αδιέξοδο.
Είτε ο Capone είχε κάποια σχέση με τη σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου είτε όχι, ένα είναι ξεκάθαρο: τιμωρήθηκε γι’ αυτό. Το έγκλημα άναψε φωτιά στους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς. Η φυλάκιση του έγινε εθνική προτεραιότητα, εξού και καταδικάστηκε για 11 χρόνια. «Ένα χτύπημα κάτω από τη ζώνη», το χαρακτήρισε τότε ο Capone.
Όταν ο ίδιος βγήκε από τη φυλακή, το μυαλό του καταστράφηκε από τη σύφιλη και η εγκληματική του δύναμη εξαφανίστηκε. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, ο μεγάλος γκάνγκστερ έδωσε δεκάδες συνεντεύξεις εκφράζοντας τις τύψεις του. Ποτέ όμως δεν μίλησε για τη «σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου»…
Με πληροφορίες από chicagomag