Περιεχόμενα
- Με πείσμα για τη λύτρωση, γιατί δεν μπορούσε πια αλλιώς
- Πριν «μπλέξει» με τον καπνό, ήταν φωτιά
- Ο Wigand πήγε στην B&W με ρομαντισμό, αφέλεια αλλά γρήγορα κατάλαβε το λάθος του
- Προσπαθώντας να ακουστεί έγινε ο παρείσακτος
- Ο γενναίος δημοσιογράφος που θα άλλαζε τις λέξεις της αφήγησης
- Πότε ο Wigand αποφάσισε οριστικά να αναλάβει δράση
- Και ξάφνου το CBS κάνει πίσω – Πώς έγινε η ανατροπή στην… ανατροπή
Το αν ήταν ήρωας ή κατά βάση εκδικητικός, μικρή σημασία έχει σε τελική ανάλυση. Το βασικό είναι πως ο Jeffrey Wigand ήταν ο πρώτος «εκ των έσω» που τόλμησε να μιλήσει ανοιχτά για όλα όσα γνώριζαν, αλλά έκρυβαν οι καπνοβιομηχανίες. Ως διευθυντικό στέλεχος σε μία εξ αυτών, έμαθε πολύ καλά την αλήθεια. Και μόλις βρήκε τη δύναμη, βγήκε μπροστά.
Ο ίδιος έλεγε πάντα πως δεν ήταν αυτός ο σκοπός του. Το ένα έφερε το άλλο και έμπλεξε σε μια κατάσταση από την οποία δεν υπήρχε γυρισμός. Αφού το άρχισε, έπρεπε να το πάει όσο πιο μακριά μπορούσε.
Εκεί στα μέσα των 90s, το πρόσωπό του ήταν παντού σε πανεθνικό αμερικανικό επίπεδο. Ως πρώην επικεφαλής του τμήματος έρευνας και ανάπτυξης της Brown & Williamson (B&W), της 3ης τότε μεγαλύτερης καπνοβιομηχανίας στις ΗΠΑ, τα όσα έλεγε είχαν βαρύνουσα σημασία. Ο Insider που ήξερε και έλεγε πολλά.
Με πείσμα για τη λύτρωση, γιατί δεν μπορούσε πια αλλιώς
Εξαπέλυσαν φαρμακερά βέλη εναντίον του. Βρέθηκε αντιμέτωπος με κάτι που σήμερα θα λέγαμε απόπειρα «δολοφονίας χαρακτήρα». Θέλησαν να πλήξουν την αξιοπιστία του, να τον βγάλουν σκάρτο και τρελό. Τον κυνήγησαν λυσσαλέα, με κάθε τρόπο. Φοβήθηκε για τη ζωή του, απείλησαν την οικογένειά του. «Καρχαρίες» της δικηγορικής στάλθηκαν εναντίον του για να τον κατασπαράξουν.
Ήθελε πολλά κότσια για να μείνει όρθιος σε αυτήν την «καταιγίδα». Φοβήθηκε, δεν το έκρυψε. Είχε επίσης πολλές στιγμές που αμφέβαλε έντονα για αυτό που ξεκίνησε και αν είναι ικανός να το φέρει εις πέρας. Η γυναίκα του, τον έδιωξε από το σπίτι. «Μας έβαλες όλους σε κίνδυνο», του είπε, ψυχρά, αυστηρά. Αλλά αυτός δεν έκανε πίσω.
Πεισματάρης σαν μουλάρι και κυρίως αποφασισμένος να λυτρωθεί από τον ίδιο του τον εαυτό – έφερε βαρέως πως βοήθησε τους «κακούς» και αναζητούσε την εξιλέωση. Χάρη στην καίρια βοήθεια ενός θαρραλέου ρεπόρτερ (λεπτομέρειες παρακάτω) βρήκε την ώθηση, τον τρόπο να επικοινωνήσει, να ακουστεί.
Βρέθηκε, επίσης, στη μέση ενός πολέμου, ανάμεσα στην αμερικανική κυβέρνηση και μια αγορά που εκείνη την εποχή «ζύγιζε» πάνω από 50 δισ. δολάρια σε αξία. Ο 53χρονος τότε άνδρας κυκλοφορούσε με σωματοφύλακες, κρυβόταν, έπαιρνε κάθε πιθανό μέτρο προφύλαξης. Έφτασε στα όρια του, ήταν θυμωμένος με όλους και με όλα.
Θα μπορούσε να μην το είχε περάσει ποτέ όλο αυτό o Wigand. Είχε φτάσει πολύ ψηλά στον τομέα του. Κέρδιζε καλά χρήματα (300 χιλ. δολάρια το χρόνο), ζούσε άνετη ζωή. Όμως όταν ανακάλυψε πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα, τα ψέματα που έλεγαν στον κόσμο οι καπνοβιομηχανίες, δεν υπολόγισε κανένα προσωπικό κόστος. Η ηθική του, η ανθρωπιά του δεν του επέτρεπαν να μείνει σιωπηλός, να γίνει συνένοχος. Έπρεπε κάτι να κάνει, ένιωσε πως αν δεν μιλούσε θα «έσκαγε».
Είπε λοιπόν την αλήθεια (του). Για το ότι οι εταιρείες ήξεραν πως το «κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία» με μυριάδες τρόπους, πως είναι εθιστικό (σαν) ναρκωτικό και πώς μπορούσαν να το κάνουν ακόμα περισσότερο (εθιστικό). Αλλά συνειδητά επέλεξαν να προσποιηθούν άγνοια.
Με βάση (και) αυτή τη μαρτυρία, διάφορα ομοσπονδιακά κράτη των ΗΠΑ ζήτησαν αποζημιώσεις-μαμούθ από καπνοβιομηχανίες για το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων από ασθένειες που είχε προκαλέσει το κάπνισμα.
Ήταν μεγάλος ο πειρασμός να τον δει κανείς ως το Δαυίδ που τα έβαλε με τον Γολιάθ. Ως τον καλό που πολεμάει το κακό. Στην πράξη όμως ήταν ένας απλός άνθρωπος που κατάφερε να ξεπεράσει τις αδυναμίες του. Να βγάλει το «εμείς» μπροστά από το «εγώ» ή μάλλον να βρει τη δέουσα ισορροπία ανάμεσα στα δύο.
Πριν «μπλέξει» με τον καπνό, ήταν φωτιά
Ως κύριο όπλο του είχε την επιστημονική του αρτιότητα, το κύρος. Ένας πετυχημένος βιοχημικός, που είχε δουλέψει σε «κολοσσούς» (όπως την Pfizer) και είχε γίνει «κάποιος» επαγγελματικά στο χώρο της ιατροφαρμακευτικής.
Ήταν πάντα φιλομαθής και πολύ καλός με όσα καταπιανόταν πραγματικά ο Wigand. Ως φοιτητής, ενώ αρίστευε, αποφάσισε ξαφνικά να τα παρατήσει όλα για να πάει στην Αεροπορία. Κατά βάση, ήθελε να «τρελάνει» τους γονείς του, είχε άχτι πώς πάντα τον ήθελαν περιορισμένο και «ρομποτάκι».
Πήγε μάλιστα για λίγο και στο Βιετνάμ. Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, επέστρεψε και στις σπουδές του. Πήρε το πτυχίο του και μπήκε αμέσως στην αγορά εργασίας, ξεκινώντας μια καριέρα που εξελίχθηκε από το καλό στο καλύτερο, γρήγορα και πειστικά. Οξυδερκής και χαρισματικός, λέει πολλά πως έμαθε ιαπωνικά, μια πολύ δύσκολη γλώσσα δηλαδή, τα χρόνια που δούλεψε στη χώρα αυτή της Άπω Ανατολής.
Αλλά δεν μπορούσε να το χαρεί στο απόλυτο. Η γυναίκα του, Linda προσβλήθηκε από σοβαρή νευρολογική αρρώστια. «Έλιωνε» καθημερινά από σωματική και ψυχολογική άποψη. Ο Wigand δούλευε ώρες ατέλειωτες και η μικρή του κόρη, Gretchen δεν είχε την προσοχή που θα έπρεπε και άξιζε.
Ως διέξοδο επέλεξε την αποστασιοποίηση. Τους παράτησε. Δεν τον τιμά διόλου, αλλά αυτό έκανε. Και αργότερα χρησιμοποιήθηκε εις βάρος του, από τα νομικά τμήματα όσων τον κυνηγούσαν. Για να σκιαγραφηθεί το προφίλ ενός ανθρώπου που δεν έδινε δεκάρα ούτε καν για τους δικούς του. Ενός εγωιστή «παρτάκια» που κοιτάει μόνο το συμφέρον του.
Ο ίδιος απαντούσε πως ήξερε καλά πως η συμπεριφορά του δεν ήταν καλή, αλλά το έκανε μόνο όταν βεβαιώθηκε πως η κόρη του (θα) είχε μια καλή ζωή με τη φροντίδα των παππούδων της από την πλευρά της μητέρας του. Γνώρισε τη δεύτερη γυναίκα του, Lucretia το 1981. Παντρεύτηκαν 5 χρόνια αργότερα.
Ο Wigand πήγε στην B&W με ρομαντισμό, αφέλεια αλλά γρήγορα κατάλαβε το λάθος του
Όταν προσλήφθηκε από την Brown & Williamson, το 1989, ήταν κάτι το εντελώς αναπάντεχο. Δεν ήταν του τομέα του, το κοντράστ με τις προηγούμενες δουλείες του δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο.
Αλλά τα λεφτά ήταν πολύ καλά. Καλύτερα από ποτέ άλλοτε γι’ αυτόν. Του έδιναν επίσης γενναίο budget για να αναπτύξει μια απάντηση σε ένα νέο προϊόν, που μόλις είχε κυκλοφορήσει στην αγορά ένας ανταγωνιστής. Τότε μάλιστα άρχισε και ο ίδιος το τσιγάρο. Για να το «καταλάβει», να το αισθανθεί.
Πίστευε πως μπορούσε να φτιάξει ένα πιο ασφαλές για τον καταναλωτή προϊόν, να κάνει τη διαφορά με θετικό τρόπο. Δεν ήταν μόνος τότε. Κι άλλοι επιστήμονες έψαχναν υποκατάστατα για τη νικοτίνη, κάποιοι εξ αυτών ήταν αισιόδοξοι πως ήταν πολύ κοντά το να κάνουν το κάπνισμα πιο «υγιεινό» – κι όμως.
Γρήγορα κατάλαβε πόσο αντιφατικό ήταν όλο αυτό. Μέσα σε 3 μήνες επίσης, αποσύρθηκε από την αγορά το προϊόν που τον είχαν προσλάβει να κοντράρει. Επειδή ήταν «δυσάρεστο στη γεύση, στυφό και συνθετικό».
Ξάφνου ο Wigand βρισκόταν στον αέρα. Δεν υπήρχε λόγος στην πραγματικότητα να είναι εκεί, δεν είχε αντικείμενο. Αλλά προσπάθησε να διατηρήσει το status του και να καλλιεργήσει την πεποίθηση πως είναι σημαντικός για την εταιρεία, με φιλοδοξία να τη βοηθήσει να μεγαλώσει (για να «μεγαλώσει» κι αυτός μαζί της).
Του προκαλούσε απορία πάντως πως στην ουσία δεν του έδιναν τα εχέγγυα, σε υποδομή, για να κάνει σωστά τη δουλειά του όπως του είχαν τάξει. Προσπαθούσε να κάνει πιο αποδοτικό το έργο του αλλά οι προσπάθειες του έβρισκαν σε τοίχο.
Μήπως τον είχαν προσλάβει για να τον εξαγοράσουν; Είχαν μάθει ίσως πως είναι φιλόδοξος και φιλοχρήματος και ήθελαν να τον χρησιμοποιήσουν προς όφελος τους, εκμεταλλευόμενοι το καλό όνομα που είχε φτιάξει στην επιστημονική κοινότητα. Προσπάθησαν συνεπώς να τον κοροϊδέψουν, να τον παραπλανήσουν, να τον αιχμαλωτίσουν υπό μια έννοια.
Εννιά μήνες μετά την πρόσληψή του είχε βεβαιωθεί πως κάτι δεν έστεκε καθόλου καλά στο αφήγημα που τον «τάιζαν». Πως ενώ υπονοούνταν σαφώς πράγματα σε ιατρικές έρευνες σχετικά με τη σύνδεση του καπνίσματος με σωρεία ασθενειών, στην B&W σφύριζαν αδιάφορα. Υπήρχαν έρευνες από τα 60s που αποδείκνυαν πως το τσιγάρο προκαλεί καρκίνο και είναι άκρως εθιστικό. Αλλά είχαν «διπλοκλειδωθεί» σε συρτάρια για να μη μαθευτεί προς τα έξω – είπε πάντως πως αυτό το έμαθε αργότερα, όταν είχε φύγει πια.
Κρατούσε ημερολόγιο και έγραφε εκεί τα πάντα. Αργότερα αυτό θα ήταν το μεγαλύτερο του όπλο. Είχε καταγράψει στοιχεία που θα αποδεικνύονταν πολύτιμα στη μάχη του. Άρχισε να νιώθει πολύ άσχημα με την κυνικότητα με την όποια αντιμετώπιζαν τα μεγάλα στελέχη της εταιρείας το γεγονός πως πολλά παιδιά άρχιζαν να καπνίζουν από τα 14 τους. «Πρέπει να τους πιάσεις πελάτες από νωρίς, αλλιώς τους έχασες για πάντα», έλεγαν μεταξύ τους.
Το ηθικό βάρος γινόταν όλο και πιο δυσβάστακτο για τον Wigand. Γυρνούσε σπίτι, έβλεπε τα παιδιά του (είχε κάνει 2 με τη Lucretia) και τα φανταζόταν να τον ρωτάνε αν σκοτώνει ανθρώπους με τη δουλειά που κάνει.
Προσπαθώντας να ακουστεί έγινε ο παρείσακτος
Άρχισε λοιπόν να κάνει πολλές ερωτήσεις στα ψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας. Να ενημερώνει επίσης για τα όσα ανησυχητικά εντόπιζε. Οι υπόλοιποι ως απάντηση τον απομόνωναν όλο και περισσότερο. Είχε γίνει πια πρόβλημα. Μεγάλο. Θα γινόταν πολύ μεγαλύτερο, αλλά αυτό δεν το περίμεναν όταν αποφάσισαν να τον ξεφορτωθούν επειδή ανακάλυψε πως ένα συστατικό των τσιγάρων είχε, αποδεδειγμένα πια, καρκινογόνες και εθιστικές συνέπειες.
Μιλούσε παντού, νόμιζε πως είχε ανακαλύψει κάτι που δεν ήξεραν και θα συγκλονιζόντουσαν. Δεν τον άκουγαν, τον αγνοούσαν ή μάλλον αυτό προσποιούνταν. Είτε ακούσια (τους χαλούσε την ηρεμία και μια επικερδή δουλειά) είτε συνειδητά – επειδή ήξεραν. Μία ή άλλη, μόνο απαρατήρητος δεν περνούσε αυτός ο «ενοχλητικός».
Το καλοκαίρι του 1992, ο Earl Kohnhorst, ανώτερο στέλεχος της B&W, τον κάλεσε στο γραφείο του. Τον θεωρούσε φίλο του ο Wigand και τον είχε μάλιστα παροτρύνει να σταματήσει το κάπνισμα —όπως είχε ήδη κάνει ο ίδιος. Ωστόσο, η συνάντηση δεν ήταν καθόλου φιλική. Ο Kohnhorst υπονόησε ότι ήταν δύσκολο να συνεργαστεί μαζί του και μιλούσε πάρα πολύ.
Αντέδρασε οργισμένα ο Wigand. Απάντησε πως τον υποβάθμιζαν ως επιστήμονα, ότι του όρθωναν συνεχώς εμπόδια. Όταν τον Ιανουάριο του 1993 ανέλαβε CEO της B&W o Thomas Sandefur, με τον οποίο ήταν εξ αρχής στα μαχαίρια από τότε που τον «έκοψε» από το project δημιουργίας ενός «ασφαλούς τσιγάρου» επειδή αυτό θα σήμαινε, όπως του είπε, πως «τα άλλα μας προϊόντα δεν είναι ασφαλή», ήταν σαφές τι θα γινόταν. Κι όντως. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους ενημερώθηκε για την απόλυσή του.
Ο γενναίος δημοσιογράφος που θα άλλαζε τις λέξεις της αφήγησης
Λίγο αργότερα, ο Lowell Bergman, ένας βραβευμένος ρεπόρτερ και παρουσιαστής της πετυχημένης εκπομπής 60 Minutes επέστρεφε σπίτι, όταν είδε να τον περιμένει στην πόρτα του ένας φάκελος με έγγραφα. Δεν του προξένησε εντύπωση. Του συνέβαινε συχνά. Είχε τη φήμη του αδέκαστου, του ιδεολόγου που δεν ησυχάζει αν δεν αποκαλύψει την αλήθεια. Είχε καταγράψει μεγάλες επαγγελματικές επιτυχίες, αποτελούσε σημείο αναφοράς στην ερευνητική δημοσιογραφία.
Τα έγγραφα που είχαν φτάσει στα χέρια του ήταν εμφανώς από κάποιον μέσα στη Philip Morris. Αλλά ήταν πολύ εξειδικευμένα για να τα καταλάβει, δεν είχε την απαραίτητη γνώση, Ζήτησε λοιπόν από ένα φίλο του, ονόματι Andrew McGuire και ειδικό στον τομέα της πυρασφάλειας, μήπως γνώριζε κάποιον για να τον βοηθήσει. «Μπορεί και να ξέρω κάποιον», του απάντησε αυτός.
Μετά την απόλυσή του, ο Jeffrey Wigand δυσκολευόταν πολύ να βρει καινούρια δουλειά και είχε αρχίσει να ανησυχεί. Έγινε ακόμα χειρότερο όταν λίγους μήνες μετά, έλαβε μια αγωγή από την B&W, τον κατηγορούσαν για αθέτηση των όρων του μεταξύ τους συμβολαίου. Υπέγραψε απρόθυμα μια επαχθή, ισόβια συμφωνία εμπιστευτικότητας τόσο αυστηρή που πρακτικά απαγορευόταν να συζητήσει το οτιδήποτε αναφορικά με την εταιρεία. Ένιωθε παγιδευμένος και δεν ήξερε τι να κάνει.
Αν δεν είχε συμβεί αυτό, πιθανότατα ο Wigand θα είχε βρει άλλη δουλειά και δεν θα είχε κάνει ποτέ όσα ακολούθησαν. Η γυναίκα του πάντως, ξεκάθαρα δεν τον στήριξε όταν της είπε πως σκέφτεται να αποκαλύψει όσα γνώρισε για την πρώην εργοδότρια εταιρεία του. Τον απείλησε ανοιχτά με διαζύγιο.
Είχαν ήδη ψυχρανθεί πάρα πολύ λόγω ενός σοβαρού κινητικού προβλήματος που αντιμετώπιζε η μεγάλη τους κόρη (διαφωνούσαν ρητά ως προς το πώς να το προσεγγίσουν) ενώ άκρως ενδιαφέρον, ο πατέρας της και πεθερός τoυ Wigand δούλευε στα νιάτα του σε… καπνοβιομηχανίες. Επίσης, η Lucretia ήταν οργισμένη με τον άνδρα της επειδή δεν της είχε πει πως αντιμετώπιζε προβλήματα στη δουλεία του, αυτή θεωρούσε πως όλα έβαιναν ομαλώς.
Τον Οκτώβριο του 1994 ήρθε η έκρηξη. Ο μεγάλος τσακωμός. Είχε πιει πολύ εκείνη τη μέρα – και αυτό θα προσπαθούσαν αργότερα να του το χρεώσουν ως κουσούρι για να μειώσουν την αξιοπιστία του. Τα πράγματα έγιναν πολύ άγρια, χτύπησαν ο ένας τον άλλον. Δεν χώρισαν, αλλά η σχέση τους τελείωσε ουσιαστικά τότε.
Ήταν λίγο καιρό μετά από αυτή τη δραματική βραδιά που ο Wigand έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον McGuire ο οποίος τον είχε προσέξει, παρότι δεν είχαν γνωριστεί προσωπικά, σε ένα συνέδριο. Ένα πρώην στέλεχος καπνοβιομηχανίας ήταν εν δυνάμει πολύτιμο asset στα χέρια του ενώ πάλευε να τα βάλει μαζί τους. Είχε αμφιβολίες για το αν ήταν όντως αυτός που έλεγε κι αν επίσης γνώριζε απόρρητα μυστικά, αλλά τελικά τον εμπιστεύτηκε. Και ήταν αυτός ο «κάποιος» που είπε στον Bergman πως είχε κατά νου όταν αυτός του ζήτησε βοήθεια.
Ο δημοσιογράφος είχε παθιαστεί με τα έγγραφα της Philip Morris, ήθελε πάση θυσία να βγάλει άκρη. Στην αρχή έπαιρνε τηλέφωνο σπίτι του Wigand και η Lucretia του έλεγε πως «ο Jeffrey απουσιάζει» μέχρι που του πέταξε ένα «δεν θέλει να σου μιλήσει». Όμως αυτός ήξερε από πρώτο χέρι πως δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Μετά από αρκετές εβδομάδες επιμονής, κατάφερε να τον εντοπίσει και να κανονίσουν να συναντηθούν. Μια εξαιρετική σχέση μόλις ξεκινούσε. Ο ένας θα κάλυπτε τα κενά και τις φοβίες του άλλου.
«ΟΚ, δεν μπορείς να μου μιλήσεις για τη σχέση σου με την Brown & Williamson λόγω του συμφώνου εμπιστευτικότητας που έχεις υπογράψει. Αλλά μπορείς να μου αναλύσεις αυτά τα έγγραφα για τη Philip Morris;», του είπε ο Bergman. «Ουάου», απάντησε αυτός μόλις τα διάβασε. «Αυτοί είναι πιο μπροστά από όσο εμείς!».
Με βάση το υλικό που αυτός παρασκηνιακά και μυστικά αποκρυπτογράφησε βγήκαν στον αέρα εκπομπές του 60 Minutes που αποκάλυπταν τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος και τη γνώση που είχαν περί αυτού στη Philip Morris. Η αντίδραση ήταν οργισμένη, με αγωγή της καπνοβιομηχανίας εναντίον του CBS του καναλιού δηλαδή που φιλοξενούσε την εκπομπή. Ζητούσαν 10 δισεκατομμύρια δολάρια για αποζημίωση.
Πότε ο Wigand αποφάσισε οριστικά να αναλάβει δράση
Ο Wigand παρατηρούσε τα παραπάνω από μακριά και με σχετική ψυχραιμία. Μέχρι που είδε 7 αφεντικά μεγάλων καπνοβιομηχανιών, μεταξύ αυτών και του Sandefur, να καταθέτουν ενώπιον του Κογκρέσου δηλώνοντας ενόρκως πως «η νικοτίνη δεν είναι εθιστική».
Τότε σώθηκε η υπομονή του. «Είναι όλοι ψεύτες» φώναξε και αποφάσισε πως δεν θα έμενε άλλο άπραγος. Αλλά αυτό το καταραμένο σύμφωνο που είχε υπογράψει του έδενε τα χέρια. Αν έλεγε το οτιδήποτε που δεν έπρεπε, θα έχανε – μεταξύ άλλων – την ιατρική του ασφάλιση και εξ αντανακλάσεως το παιδί του, που όπως είπαμε, ήταν άρρωστο και χρειαζόταν ιδιαίτερη και δαπανηρή φροντίδα.
Όμως ταυτόχρονα είχε βρει ισχυρούς συμμάχους. Ακόμα και ομοσπονδιακούς υπάλληλους Που του προσέφεραν κάλυψη και προστασία για να τους βοηθήσει. Βρήκε ξανά το κέφι του, την αυτοπεποίθηση του. Τα όσα τους έλεγε ήταν ανεκτίμητης αξίας. Γνώριζε και πρόσωπα και πράγματα, τους εξηγούσε όσα δεν καταλάβαιναν.
Τότε όμως ήταν που άρχισε να δέχεται τα πρώτα απειλητικά τηλεφωνήματα. Πήρε πανικόβλητος τον Bergman για να του το πει, λίγο μετά άρχισε ξανά να πίνει ενώ το είχε κόψει μετά τον φοβερό τσακωμό με την Lucretia. Ο δημοσιογράφος ήξερε πως μόνο ο χρόνος θα μπορούσε να απαντήσει στο πώς θα αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση ο Wigand. Είτε θα τον ατσάλωνε είτε θα τον έκανε να φύγει τρέχοντας από αυτόν την ιστορία.
Πίστευε πως αν είχε ψυχολογήσει σωστά τη νέα του «πηγή», η απάντηση θα ήταν το 2ο. Όσο δύσκολο κι αν ήταν. «Είχε μια απίστευτη ιστορία να πει. Γνώριζε απίστευτα πολλά, ως εξερευνητής ένιωθα πως είχα βρει τον Χριστόφορο Κολόμβο μου. Αλλά δικαιολογημένα φοβόταν. Και για τον εαυτό του και περισσότερο για τα παιδιά του», θα έλεγε αργότερα ο Bergman.
Το 1995, κι αυτό ήταν έκπληξη, ο Wigand έπιασε δουλειά ως καθηγητής σε σχολείο. Έβγαζε το 1/10 από ότι στη B&W, αλλά ήταν ξανά και επιτέλους χαρούμενος. Παράλληλα, ήταν σύμβουλος του CBS στη μήνυση της Philip Morris. Αλλά κρατούσε το στόμα του κλειστό για την B&W ενώ ο Bergman προσπαθούσε να διώξει μακριά τις αμφιβολίες του και να τον πείσει να μιλήσει δημοσίως.
Συναντήθηκαν για πολλοστή φορά, αυτή τη φορά ήταν παρούσα και η ακόμη σύζυγός του. Η Lucretia ήταν παραδόξως κάπως πιο συζητήσιμη και πείστηκε να δώσει ο άντρας της ένα αντίγραφο του συμφώνου εμπιστευτικότητας για να το δει δικηγόρος.
Οι αντιστάσεις όλο και έπεφταν, μέχρι που ο Wigand έριξε όλες τις άμυνες του και αποφάσισε πως είχε έρθει η στιγμή να αποκαλύψει στο ευρύ κοινό όσα γνώριζε, ειδικά καθώς και ένα ρεπορτάζ των New York Times είχε βγάλει πράγματα που επιβάρυναν την άλλοτε εργοδότρια εταιρεία του. Φοβόταν βέβαια παράλληλα. Και δεν είχε πει στη γυναίκα του πως το είχε αποφασίσει, περίμενε τον Bergman να το κάνει.
Δεν ήταν πια μυστικό πως είχε εμπλοκή στα «άπλυτα» που είχαν αρχίσει να βγαίνουν από διάφορες μεριές για τις καπνοβιομηχανίες, όλοι όσοι ήταν αναμεμειγμένοι το(ν) ήξεραν. Τα πράγματα άρχισαν να επιταχύνονται. Όλοι φάνηκαν να κάνουν τις επιφυλάξεις και τους φόβους του στην άκρη. Ο Wigand μίλησε on camera… Κάνοντας αποκαλύψεις-βόμβα.
Και ξάφνου το CBS κάνει πίσω – Πώς έγινε η ανατροπή στην… ανατροπή
Όμως δεν ήταν άσπρο-μαύρο τα πράγματα. Στο CBS, η ηγεσία του σταθμού, ύψωσε ξάφνου απαγορευτικό στο να παιχτεί η εκπομπή. Ήταν πολλά τα συμφέροντα που συγκρούονταν, διαπλεκόμενα. Ο Bergman ένιωσε χάλια. Ο Wigand, προδομένος.
Άρχισε όμως τότε ένα γαϊτανάκι εξελίξεων. Με κυβερνητικά στελέχη και δικηγόρους. Μέσα στο κανάλι. Πήραν καιρό οι ζυμώσεις, πολλοί έριξαν νερό στο κρασί τους και ακόμη περισσότεροι έκαναν υπερβάσεις.
Κυρίως ο Bergman χρησιμοποίησε τα «κονέ» του στα media για να βγουν άρθρα στον τότε παντοδύναμο Τύπο που κατηγορούσαν για λογοκρισία το CBS .Και τελικά, στις 4 Φεβρουαρίου 1996, το πολύπαθο εκρηκτικό επεισόδιο του 60 Minutes βγήκε στον αέρα.
Ο Wigand έλεγε εκεί όλα όσα ήξερε. Και ήτανε πολλά. Για το πώς η Brown & Williamson εν γνώσει της έβαζε χημικά στα τσιγάρα που αύξαναν τα επίπεδα νικοτίνης άρα και εθισμού. Για το ότι η εταιρεία είχε επιλέξει να «θάψει» τις έρευνες για τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος στην υγεία και μάλιστα να προσθέτει στα προϊόντα συστατικά που γνώριζε πως προκαλούν καρκίνο. Είπε βέβαια και για τις απειλές κατά της ζωής του.
Η Brown & Williamson αντέδρασε λυσσαλέα, προσπάθησε να τον καταστρέψει. Αλλά το βάρος της αλήθειας των όσων κόμιζε ο άλλοτε υπάλληλος της αποδείχτηκε πιο ισχυρό. Μαζί με το timing. Κοντά στις 25 νομικές εταιρίες δούλευαν τότε σε μεγάλες υποθέσεις εναντίον των καπνοβιομηχανιών. Η κυβέρνηση τoυ Bill Clinton είχε επίσης αναγάγει σε τοπ προτεραιότητα αυτή τη μάχη, κατανοώντας πόσο επιζήμιο ήταν για τη δημόσια υγεία και τα δημόσια ταμεία.
Το θαύμα έγινε: Ο Wigand βγήκε νικητής από αυτήν την ιστορία. Αργότερα έγινε ομιλητής παγκοσμίου βεληνεκούς και σύμβουλος κυβερνήσεων στη μάχη κατά του καπνίσματος, έφτιαξε ξανά τη ζωή του, παντρεύτηκε για 3η φορά – η Lucretia τον είχε αφήσει με το που μίλησε το CBS.
Η ζωή του έγινε ταινία. Το πολύ καλό The Insider, με τον Russel Crowe να τον υποδύεται κερδίζοντας μάλιστα υποψηφιότητα για Όσκαρ. Al Pacino και Christopher Plummer παίζουν επίσης σε αυτό το πολύ καλό φιλμ του 1999 – αναζητείστε το, δεν θα το μετανιώσετε. Για να φτάσατε άλλωστε ως εδώ, σημαίνει πως αυτή η ιστορία πολύ σας κέντρισε το ενδιαφέρον!
Παρεμπιπτόντως, ένα και μόνο όρο έθεσε ο Wigand στον σκηνοθέτη της ταινίας Michael Mann: Να μην υπάρχει ούτε ένα πλάνο με τσιγάρο!
* Με πληροφορίες από το Vanity Fair