Στην πίσω αυλή μιας μικρής κατοικίας στο Λονγκ Άιλαντ, ο πεντάχρονος Άλεκ Μπάλντουιν, ο μελλοντικός αστέρας του κινηματογράφου, της σκηνής και της τηλεόρασης, θυμάται τον ίδιο και τους φίλους του να ακούνε τις πνιχτές κραυγές και τα κλάματα των μητέρων τους. Ο ίδιος έπαθε σοκ όταν η μητέρα του του είπε ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζον Φ. Κένεντι (JFK), πυροβολήθηκε στο Ντάλας.

Στην άλλη άκρη της χώρας, στο Λος Άντζελες, ο μελλοντικός ηθοποιός και σκηνοθέτης Ρομπ Ράινερ, ο τότε 16χρονος, μαθητής Λυκείου στο Beverly Hills High -είχε «πηδήξει» μια τάξη, παρατήρησε έναν μαθητή να μπαίνει στο μάθημα της φυσικής. Ψιθύρισε κάτι στον καθηγητή που έκανε το μάθημα, ο οποίος στη συνέχεια γύρισε στην τάξη και είπε: «Έχω κάποια τρομερά νέα».

Ο Ράινερ πήγε σπίτι του και πέρασε εκείνο το Σαββατοκύριακο, στα τέλη Νοεμβρίου του 1963, με τους διάσημους γονείς του, τον Καρλ και την Εστέλ Ράινερ, που είχαν «κατασκηνώσει» απέναντι από την ασπρόμαυρη τηλεόρασή τους, παρακολουθώντας το δράμα να εκτυλίσσεται.

JFK: Η κηδεία που ένωσε μια χώρα

Ήταν μια εκπληκτική σειρά γεγονότων: ο JFK, ένας νεαρός, ζωντανός πρόεδρος, δολοφονήθηκε. Ο φερόμενος δράστης του δολοφονήθηκε δύο μέρες αργότερα σε πανεθνική ζωντανή μετάδοση. Ακολούθησε η μεγαλειώδης, πένθιμη κηδεία του προέδρου, στην οποία η πρώτη κυρία παρέλασε μπροστά από δεκάδες αξιωματούχους του κράτους, συμπεριλαμβανομένου του Γάλλου προέδρου Σαρλ ντε Γκωλ και του πρίγκιπα Φίλιππου της Βρετανίας.

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον ήχο των ντραμς», λέει ο Ράινερ, αφηγούμενος τον ρυθμικό ρυθμό των ντραμς της πομπής. «Μπουμπ, μπουμπ, μπουμ, μπα-μπα-μπα, μπουμ, μπουμπ μπουμπ». Μπορεί ακόμα να κλείσει τα μάτια του και να δει το, ντυμένο με τη σημαία, φέρετρο, το άλογο χωρίς καβαλάρη, τα σταθερά βήματα και τη στωική συμπεριφορά της 34χρονης χήρας του JFK, Τζάκι Κένεντι, κάτω από το μαύρο πέπλο της. «Όλοι το έβλεπαν αυτό στην τηλεόραση», μου λέει από το σπίτι του στο Λος Άντζελες. «Είχαμε αυτή την κοινή τραυματική εμπειρία».

Ο Άλεκ Μπάλντουιν, σε μια τηλεφωνική συνέντευξη από τη Νέα Υόρκη, θυμάται τον πατέρα του, εκπαιδευτικό γυμνασίου και προπονητή στίβου, να οδηγεί μέχρι την Ουάσιγκτον, για να παρακολουθήσει από πρώτο χέρι την πομπή να περνά από τη λεωφόρο Πενσυλβάνια και να ακούσει τα ίδια, λυσσαλέα  τύμπανα που άκουσε ο Ράινερ. Ως Ρωμαιοκαθολικοί, η οικογένειά του επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την απώλεια του πρώτου καθολικού προέδρου της Αμερικής (και του μοναδικού, μέχρι τον Τζο Μπάιντεν).

Ποιος σκότωσε τον JFK;

Τόσο ο Μπάλντουιν όσο και ο Ράινερ συμφώνησαν να μιλήσουν στο Ινστιτούτο Εγκληματολογικής Επιστήμης και Δικαίου Cyril H. Wecht του Πανεπιστημίου Duquesne στο πλαίσιο ενός συμποσίου για αυτό το σκοτεινό σημείο καμπής στην αμερικανική ιστορία. Θα είμαι εκεί, έτοιμος, να κάνω παρατηρήσεις ως ιστορικός Αμερικανών προέδρων και δικηγόρος, και ως έμπιστος του Paul Landis, ενός από τα μέλη της μυστικής υπηρεσίας των Kennedys.

(Έχω γράψει πρόσφατα στο Vanity Fair για τον Landis, ο οποίος, σε ένα νέο βιβλίο, αποκαλύπτει ότι βρήκε μια σφαίρα στη λιμουζίνα του προέδρου εκείνη την ημέρα και την τοποθέτησε στο φορείο του προέδρου. Εάν αληθεύει, η αποκάλυψή του θα μπορούσε να ανατρέψει τη μακροχρόνια θεωρία ότι ο JFK σκοτώθηκε από έναν μοναχικό ένοπλο).

Ούτε ο Μπάλντουιν, ούτε ο Ράινερ συμμετείχαν ποτέ σε κάτι παρόμοιο. Παρόλο που ο καθένας τους έχει παρακολουθήσει πιστά τις θεωρίες και τα συμπεράσματα γύρω από τη δολοφονία, μόλις τώρα, 60 χρόνια μετά την τραγωδία, μπήκαν μπροστά για να παρουσιάσουν τις απόψεις τους σε αυτό το είδος κοινού.


Γιατί; Γιατί αναγκάστηκαν να μιλήσουν; Τι μπορεί να μάθουμε για αυτήν την εθνική καταστροφή που δεν είναι ήδη γνωστή; Και γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να ενδιαφέρονται τόσο βαθιά για αυτό που ο Ράινερ αναφέρει ως το «μεγαλύτερο μυστήριο δολοφονίας στην ιστορία της Αμερικής»;

JFK

Ο Ράινερ και ο Μπάλντουιν προσεκλήθησαν στο σεμινάριο λόγω του Δρ. Σίριλ Ουέχτ. Ο Ουέχτ, 92 ετών πλέον, είναι ένας θρύλος στους κύκλους που μελετούν τη δολοφονία του JFK. Ήταν ο ιατροδικαστής της κομητείας Αλεγκέινι (Πίτσμπουργκ) για μεγάλο μέρος της μακροχρόνιας καριέρας του, κάποτε πολιτικός στις τάξεις των Δημοκρατικών και ιατροδικαστής με φήμη, έχοντας συμμετάσχει σε αυτοψίες ή έρευνες για τους θανάτους των Έλβις Πρίσλεϋ, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Σάρον Τέιτ και Τζον Μπενέτ Ράμσεϊ.

Ο Ουέχτ, ωστόσο, έχει κερδίσει επίσης φήμη ως διαφωνών: Ήταν ο μόνος παθολόγος στο πάνελ που συγκροτήθηκε το 1978 από την Επίλεκτη Επιτροπή Δολοφονιών της Βουλής που αρνήθηκε να υποστηρίξει τα πορίσματα της Επιτροπής Ουόρεν, του σώματος που δημιουργήθηκε από τον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον για να ερευνήσει τη δολοφονία. Ο Ουέχτ δεν υιοθέτησε ποτέ τη θεωρία της επιτροπής περί «μιας σφαίρας»: την ιδέα, δηλαδή, ότι μια σφαίρα πέρασε από το λαιμό του JFK και στη συνέχεια προκάλεσε όλα τα τραύματα που έσπασαν τα κόκαλα στον κυβερνήτη του Τέξας Τζον Κονάλι, ο οποίος καθόταν μπροστά από τον JFK. Ούτε ο Ουέχτ αποδέχεται τον ισχυρισμό ότι ο Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ ήταν ο μοναδικός δολοφόνος του JFK.

Σωρεία αποδεικτικών στοιχείων φαίνεται να υποδηλώνουν ότι ο Ουέχτ μπορεί πράγματι να έχει δίκιο. Τουλάχιστον πολλοί μελετητές του JFK το πιστεύουν αυτό.

Αλλά εδώ είναι το πρόβλημα. Πότε κάποιος είναι μελετητής ή αληθινός ερευνητής των γεγονότων — και πότε κάποιος είναι απλώς αλλόκοτος;

Δολοφονία JFK: Τα θολά σημεία που διχάζουν

Ο Τζέφερσον Μόρλεϊ, ο οποίος έχει 40 χρόνια δημοσιογραφίας, 15 από αυτά στην Washington Post ως ρεπόρτερ και συντάκτης, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Morley ερευνά και γράφει για τη δολοφονία εδώ και δεκαετίες και είναι ο εκδότης του JFK Facts. Πρόσφατα, έγραψε ένα άρθρο γνώμης για την Post σχετικά με την αποτυχία της κυβέρνησης να παραδώσει τα εναπομείναντα σφραγισμένα έγγραφά της, που φυλάσσονταν εδώ και καιρό στα Εθνικά Αρχεία.

Το άρθρο έφερε έναν μάλλον κατηγορητικό τίτλο: «Χάρη στη CIA, μπορεί να μην μάθουμε ποτέ την πλήρη αλήθεια πίσω από τη δολοφονία του JFK», υπονοώντας ότι ίσως η περίφημη υπηρεσία κατασκοπείας ήταν, είτε συνένοχος, είτε είχε ισχυρά κίνητρα να μην ήθελε να βγουν όλα τα γεγονότα στη δημοσιότητα.

Ο Μόρλι σημείωσε στο JFK Facts ότι o αντίκτυπος στο άρθρο του ήταν τεράστιος, αφού υπήρξαν επικρίσεις εναντίον της Post επειδή δημοσίευσε, μεταξύ άλλων, «την παραφροσύνη ενός “θεωρητικού συνομωσιολόγου” και “ απατεώνα χειραγωγού” που είναι στο ίδιο επίπεδο με (αν όχι στην ίδια κατηγορία) με τους οπαδούς του MAGA (Τραμπικούς, δηλαδή) και τους παράξενους τύπους του QAnon».

Ο Μόρλι ένιωσε υποχρεωμένος να υπερασπιστεί τον εαυτό του. «Για την ιστορία», έγραψε, «είναι κουραστικό αλλά απαραίτητο να πω ότι έκανα εμβόλια στα παιδιά μου. Πιστεύω στη μάσκα. Υποστήριξα την καραντίνα την περίοδο της πανδημίας». «Δεν νομίζω ότι οι εκλογές του 2004 ή του 2020 κλάπηκαν. Οι απόψεις μου για τη δολοφονία του JFK και τη CIA προέρχονται από έρευνα και συνεντεύξεις που βρίσκονται στο αρχείο, όχι από την κινηματογραφική μεταφορά του Όλιβερ Στόουν ή τη νομική υπόθεση που παρουσίασε ο Τζιμ Γκάρισον, πόσο μάλλον από την τρέλα του QAnon».

Συζητώντας μια δολοφονία

Αυτή είναι μόλις η τρίτη φορά που το Ινστιτούτο Wecht εμβαθύνει στη δολοφονία του JFK: μία φορά το 2003 (για να συμπέσει με την 40η επέτειο), ξανά το 2013 (για την 5η επέτειο) και φέτος στην 60ή. Από την ίδρυσή του το 2000, το ινστιτούτο έχει εξερευνήσει διάφορα προγράμματα σχετικά με τη διασταύρωση της εγκληματολογικής επιστήμης και τους τομείς μελέτης, όπως η συλλογή ψηφιακών στοιχείων, η κρίση της πολιτικής βίας, η ψυχική υγεία και ο νόμος, καθώς και η δημόσια ασφάλεια, η κοινωνική δικαιοσύνη, και η αστυνόμευση στους δρόμους της Αμερικής.

Η όλη ώθηση πίσω από τη δημιουργία του ινστιτούτου, λέει ο Μπεν Ουέχτ, γιος του Σίριλ, πρώην δημοσιογράφος και διαχειριστής του προγράμματος, «ήταν να επιτευχθεί ένας ισχυρότερος δεσμός μεταξύ επιστήμης και δικαίου».

Όλα αυτά ξεκίνησαν από τον ίδιο τον Σίριλ Ουέχτ, ο οποίος γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη ορυχείων στην Πενσυλβάνια από Εβραίους μετανάστες από τη Λιθουανία και τη Ρωσία. Απέκτησε το MD του στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ και το JD από το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ. Εκπαιδεύτηκε ως ιατροδικαστής ενώ υπηρετούσε στην Πολεμική Αεροπορία.

Ο Ουέχτ χάραξε μια πορεία στη μελέτη της δολοφονίας του JFK που οδήγησε σε πολλές από τις ανακαλύψεις των βασικών λαθών που έγιναν κατά την αυτοψία του πρόεδρου (αποτυχία να διαχωριστούν τα τραύματα στην πλάτη και τον λαιμό, η καταστροφή σημειώσεων και η ανεξήγητη απώλεια φωτογραφιών νεκροψίας και των ακτινών) καθώς και τα αντίστοιχα λάθη (κάποιοι θα έλεγαν εξαπατήσεις) της Επιτροπής Ουόρεν (κυρίως το εξής: ότι ένας μόνο σκοπευτής ήταν υπεύθυνος για τη δολοφονία). Ο Ουέχτ παρουσίασε μια εργασία στο συνέδριο του Φεβρουαρίου 1966 της Αμερικανικής Ακαδημίας Εγκληματολογικών Επιστημών που ήταν επικριτική για την Έκθεση Ουόρεν, μόλις ενάμιση χρόνο μετά την έκδοση της έκθεσης.

Στη συνέχεια, ακολούθησε άλλο ένα συγκλονιστικό εύρημα: Το 1972, ο Ουέχτ ανακάλυψε ότι ο εγκέφαλος του προέδρου και οι διαφάνειες ιστού, που ελήφθησαν από το σώμα κατά τη διάρκεια της αυτοψίας, έλειπαν από τα Εθνικά Αρχεία. Ο Ουέχτ αποδείχθηκε ότι ήταν ο πρώτος επικριτής της Έκθεσης Ουόρεν που του επετράπη να εξετάσει επίσημο υλικό αυτοψίας. Η αναφορά του για τον χαμένο εγκέφαλο βρήκε θέση στην πρώτη σελίδα των New York Times.

Αυτές οι πρωτοσέλιδες ανακαλύψεις και οι ασυνήθιστοι ερασιτεχνισμοί φέρνουν αμφισβητήσεις γύρω από τα πορίσματα στην έρευνα δολοφονίας του JFK – και προβληματίζουν ανθρώπους όπως ο Ράινερ και ο Μπάλντουιν.

Ο Ρομπ Ράινερ λέει ότι οι αποκαλύψεις σχετικά με τη δολοφονία έχουν έρθει με το «σταγονόμετρο» τις τελευταίες έξι δεκαετίες και γι’ αυτό οι άνθρωποι δυσκολεύονται να τα βάλουν όλα στο πλαίσιο. Κατά τη διάρκεια μιας κλήσης Zoom, με γυρίζει πίσω στις μέρες του ως νεαρός κωμικός πριν ξεκινήσει την καριέρα του ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και παραγωγός.

JFK

Θυμάται ότι μερικά χρόνια μετά την κυκλοφορία της Έκθεσης Ουόρεν, αυτός και ο γιος του διασκεδαστή Τζόι Μπίσοπ, Λάρι, εμφανίζονταν στο νυχτερινό κλαμπ Hungry I στο Σαν Φρανσίσκο, «ανοίγοντας» την τζαζ τραγουδίστρια Κάρμεν ΜακΡέι, όταν ο Μορτ Σαλ, έκανε stand up comedy σε ένα διπλανό δωμάτιο. Ο Ράινερ πήγε να παρακολουθήσει το σόου του Σαλ, αλλά αντί για την κανονική πολιτική παρωδία του, εκείνος μίλησε μόνο για την Έκθεση Ουόρεν. «Μόνο για αυτό μιλούσε», λέει ο Ράινερ. «Έλεγε πως είχαν πει ψέματα». Αυτό ήταν το έναυσμα για τον Ράινερ, για να κάνει περαιτέρω έρευνα.

«Καταβρόχθισε» όσα βιβλία μπορούσε για τη δολοφονία. Παρακολούθησε όλα τα ντοκιμαντέρ. Τελικά βρέθηκε στο Ντάλας στο Dealey Plaza «αναβιώνοντας» τη δολοφονία για την ταινία του το 2016, LBJ, με πρωταγωνιστή τον Γούντι Χάρελσον, ως Πρόεδρο Johnson.

«Έχω πάει στο Dealey Plaza πολλές, πολλές φορές», μου λέει. «Έχω κοιτάξει σε κάθε γωνία, στην πραγματικότητα αναδημιουργώ το γεγονός για την ταινία [LBJ]». Κατά τη διαδικασία της έρευνάς του για την ταινία, ο Ράινερ κατέληξε να μιλήσει με πολλούς ερευνητές του JFK, ανθρώπους όπως ο συγγραφέας Ντικ Ράσελ και ο Γκαετόν Φόνζι, συγγραφέας και ερευνητής δημοσιογράφος που προσλήφθηκε από την Επιτροπή Τσερτς και την Επίλεκτη Επιτροπή της Βουλής για τις Δολοφονίες.

Αυτές τις ημέρες συνεργάζεται με τη δημοσιογράφο Soledad O’Brien σε μια σειρά podcast με τίτλο «Who Killed JFK?». Έχει τσεκάρει το βίντεο της δολοφονίας που απαθανάτισε ένας πολίτης του Ντάλας κατά τη διαδρομή της αυτοκινητοπομπής, βιντεοσκοπώντας κατά λάθος ολόκληρη τη σκηνή της δολοφονίας.

Σύμφωνα με τον Ράινερ, τα ενδεικτικά καρέ αυτού του βίντεο δείχνουν ότι η σφαίρα που χτύπησε τον JFK δεν θα μπορούσε να είχε χτυπήσει και τον Κυβερνήτη Κόναλι. Επιμένει ότι «η θεωρία της μοναδικής σφαίρας»—η οποία είναι ένα βασικό συμπέρασμα της Έκθεσης Ουόρεν—«είναι εκεί όπου όλα καταρρέουν….

Αν κοιτάξετε το βίντεο της δολοφονίας, το μόνο πράγμα που είναι πραγματικά ξεκάθαρο είναι ότι η σφαίρα που πέρασε από το λαιμό του JFK δεν χτύπησε τον Κόναλι, γιατί όταν παρακολουθείτε την ταινία, βλέπετε ότι η σφαίρα χτυπά τον Κένεντι, πηγαίνει κάπως έτσι στον δικό του λαιμό, και μετά βλέπεις τον Κόναλι να στρίβει στα δεξιά του και να κοιτάζει πίσω για να δει τι συμβαίνει, και μετά χτυπιέται. Ακόμη και ο ίδιος ο Κόναλι είπε: “Αυτή η σφαίρα δεν με χτύπησε”».

Στο συμπόσιο, λέει ο Ράινερ, υπόσχεται ότι αν του ζητηθεί, θα αποκαλύψει τα ονόματα αυτών που περιγράφει ως «τεσσάρων επαγγελματιών δολοφόνων» που ήταν γνωστό ότι βρίσκονταν στο Dealey Plaza στις 22 Νοεμβρίου 1963—μερικοί ή όλοι μπορεί να είχαν δεσμούς ή όχι με διάφορες οντότητες, όπως η CIA (η οποία μπορεί να ήθελε να εξαφανίσει τον JFK για διάφορους λόγους), η Μαφία (που φέρεται να ανησυχούσε από την καταστολή των εγκληματικών τους επιχειρήσεων από τον Γενικό Εισαγγελέα Ρόμπερτ Φ. Κένεντι) και μια ομάδα Κουβανών (ορισμένοι πιστεύουν ότι ήθελαν να ξεκαθαρίσουν με τον JFK για μια υποτιθέμενη συνωμοσία για τη δολοφονία του Προέδρου Φιντέλ Κάστρο).

JFK

Ομοίως, ο Άλεκ Μπάλντουιν συνειδητοποίησε ότι ποτέ δεν έπαψε να προβληματίζεται με το αίνιγμα της δολοφονίας του JFK. Όταν ήταν 10 ετών, λέει, ο προοδευτικός πολιτικά πατέρας του πήγε τον Μπάλντουιν και τα αδέρφια του στον Καθεδρικό Ναό του St. Patrick στη Νέα Υόρκη τον Ιούνιο του 1968 για να αποτίσει φόρο τιμής στον σκοτωμένο αδελφό του JFK, Μπόμπι, επίσης θύμα δολοφονίας.

«Σταθήκαμε στην ουρά στη Λεωφόρο Παρκ για αρκετές ώρες», θυμάται ο Μπάλντουιν, «και πήραμε το δρόμο μας με όλους τους άλλους [για την εκκλησία] για να περάσουμε από το φέρετρο του RFK—να κάνουμε τον σταυρό μας, να γονατίσουμε και να προσευχηθούμε».

Ο Baldwin άρχισε να διαβάζει για τη δολοφονία του JFK στο γυμνάσιο. Θυμάται ότι πήρε το βιβλίο, They’ve Killed the President (1975), του Ρόμπερτ Σαμ Άνσον. Μέσα στις σελίδες του υπήρχε μια φωτογραφία ενός νεκρού Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ στο τραπέζι ενός ιατροδικαστή, την οποία ο Μπάλντουιν κοίταξε «με γοητεία και ελαφριά φρίκη».

Αυτό, πιστεύει, θα πυροδοτούσε το «έντονο» ενδιαφέρον του για τη δολοφονία του JFK και σηματοδότησε την αρχή αυτού που αποκαλεί «αδιάκοπη αναζήτηση της αλήθειας».

Για την 50ή επέτειο της δολοφονίας, ο Baldwin λέει ότι είχε συγκεντρώσει μια αξιοσημείωτη ομάδα για ένα πρόγραμμα που περίμενε να προβληθεί στο Up Late With Alec Baldwin του MSNBC.

Αλλά, όπως το θέτει ο Μπάλντουιν, το Up Late With Alec Baldwin ήταν «άτυχο» και σταμάτησε να προβάλλεται λίγο πριν προγραμματιστεί η μετάδοση του προγράμματος JFK. Ο Baldwin ισχυρίζεται ότι άκουσε από έναν «γνώστη» των διαδρόμων του MSNBC πως «το μητρικό κανάλι», δηλαδή το NBC Broadcast News, δεν ήθελε να παίξει μια εκπομπή που επέκρινε την Επιτροπή Warren.

(Σύμφωνα με άλλες πηγές, η εκπομπή ανεστάλη και αργότερα ακυρώθηκε από το MSNBC μετά από μια πολύ δημόσια συζήτηση μεταξύ του Baldwin και ενός παπαράτσο την εβδομάδα πριν από την 50η επέτειο). Ένας εκπρόσωπος του NBC αρνήθηκε να σχολιάσει.

Κατά την άποψη του Μπάλντουιν, πιθανότατα έπαιζαν κακόβουλες δυνάμεις στη δολοφονία του JFK – πέρα από τον Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ. Δεν θα ήταν κάτι παραπάνω από χλωμό, πιστεύει, οι άνθρωποι μέσα στο κατεστημένο να είχαν τους δικούς τους λόγους να κυνηγήσουν τον JFK.

«Η ιστορία των κυβερνήσεων των ΗΠΑ είναι πλούσια όταν πρόκειται να γυρίσει την πλάτη στους δικούς της ανθρώπους», παρατηρεί, επικαλούμενος τον λεγόμενο πατέρα της ατομικής βόμβας, Ρόμπερτ Οπενχάιμερ.

«Μόλις βοήθησε στη δημιουργία της βόμβας, ο Τρούμαν και οι υποστηρικτές του στην Ουάσιγκτον στράφηκαν εναντίον του, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τους επόμενους ενδοιασμούς του Οπενχάιμερ για τη βόμβα. Και στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, μερικοί άνθρωποι που προσπάθησαν να αποκαλύψουν την αλήθεια –όπως ο Ρόμπερτ Κένεντι ή ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ– εξαφανίστηκαν ή παραγκωνίστηκαν».

Επιπλέον, λέει, δεν φαίνεται να υπάρχουν συνέπειες για εκείνους που βρίσκονται στην εξουσία και χρησιμοποιούν «σκοτεινά μέσα» για αυτά που θεωρούν «δικαιολογημένους σκοπούς».

«Οι Αμερικανοί έχουν καταλάβει ότι υπάρχει μια συμφωνία: Για να έχουμε τις πολυτέλειες της κοινωνίας μας, αφήνουμε τους υπεύθυνους να ασχοληθούν με τη «βρώμικη δουλειά» λέγοντάς μας, “Καλύτερα να μην ξέρεις”».

«Κανείς δεν πλήρωσε το τίμημα για το σκάνδαλο Ιράν-Κόντρα, επί Ρόναλντ Ρίγκαν. Προσποιηθήκαμε ότι νοιαζόμασταν, αλλά κανείς δεν έριξε ούτε ένα δάκρυ για την παραβίαση του νόμου κατά την παροχή όπλων σε αντάρτες της Νικαράγουας σε ένα τρελό σχέδιο να προσπαθήσουν να απελευθερώσουν Αμερικανούς ομήρους που κρατούνται από την ιρανική κυβέρνηση».

(Πολλοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι που συμμετείχαν στην πλοκή κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν. Και το σκάνδαλο αμαύρωσε τελικά την κληρονομιά της κυβέρνησης Ρίγκαν).

«Οι ισχυροί Αμερικανοί μεσίτες», λέει, «συνεχίζουν να λειτουργούν προς τα συμφέροντά τους, πάνω από το κοινό καλό. “Αυτή η χώρα ανήκει σε μένα”, λένε, “περισσότερο από άλλους από ό, τι στους άλλους”.  Αυτές οι δυνάμεις θα συνεχίσουν να παίρνουν ό,τι θέλουν και να προκαλούν γεγονότα όπως η 6η Ιανουαρίου—μια ξεκάθαρη απόπειρα αρπαγής εξουσίας—αν δεν τις αντιμετωπίσουμε. Αυτός είναι ένας λόγος που συνεχίζω να παρακολουθώ την ιστορία του JFK. Γιατί πιστεύω ότι πρέπει να σταθώ απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις. Ένας πρόεδρος πρέπει να είναι ο ηγέτης όλων των ανθρώπων, όχι μόνο των ειδικών συμφερόντων».

Ποιος είναι ο λόγος για αυτό το συνεχές ενδιαφέρον για έναν φόνο που μπορεί να μην λυθεί ποτέ; Μπάλντουιν και Ράινερ δίνουν παρόμοιες απαντήσεις.

«Η δολοφονία ήταν η αρχή της ελεύθερης πτώσης της αμερικανικής πολιτικής ζωής», υποστηρίζει ο Μπάλντουιν. Ήταν ένα «σημείο χωρίς επιστροφή» και οδήγησε στην «κλιμάκωση του πολέμου του Βιετνάμ, του Ντάνιελ Έλσμπεργκ και του Γουότεργκεϊτ».

Ήταν, εν ολίγοις, η αρχή μιας εποχής που μια κρίσιμη μάζα του κοινού ένιωθε ότι δεν μπορούσε να εμπιστευτεί πλήρως τις δηλώσεις της δικής της κυβέρνησης.

Επιπλέον, σύμφωνα με την άποψη πολλών που θα παρακολουθήσουν το συμπόσιο, υπάρχει λόγος να αναρωτιόμαστε εάν η ίδια η κυβέρνηση συμμετείχε με κάποιο τρόπο στη δολοφονία ή στη συγκάλυψη της.

Ο Μπάλντουιν πιστεύει ότι ισχυρές αντιδημοκρατικές δυνάμεις -αυτές που υποστηρίζουν τον πόλεμο και τον ανεξέλεγκτο εξοπλισμό, τους χαμηλότερους φόρους για την υγεία και την παιδεία- δημιούργησαν μια εποχή κυνισμού και κομματισμού που κυριαρχεί μέχρι σήμερα. Ο JFK, σε αυτή την κοσμοθεωρία, αποτελούσε απειλή. Το ίδιο και ο αδελφός του, τότε γενικός εισαγγελέας Ρόμπερτ Φ. Κένεντι.

Ο Μπάλντουιν επισημαίνει μια σκηνή στην ταινία του Όλιβερ Στόουν, Nixon (μια ταινία δημοφιλής μεταξύ των σινεφίλ και των θεωρητικών συνωμοσίας), στην οποία ο υποψήφιος πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ζητά από τον διευθυντή του FBI, Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, και τον αναπληρωτή του, Κλάιντ Τόλσον, τη βοήθεια τους για να νικήσει τον Μπόμπι Κένεντι στη μάχη για την προεδρία.

Ο Χούβερ απαντά σκοτεινά ότι «το σύστημα μπορεί να δεχτεί πολλές καταχρήσεις. Σε κάποια στιγμή προσαρμόζεται τελικά, αλλά υπάρχουν άγρια ξεσπάσματα».  Και ο Χούβερ προσθέτει: «Έχουμε ήδη έναν ριζοσπάστη στον Λευκό Οίκο. Δεν πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να επιβιώσουμε από άλλον». Η δολοφονία του Μπόμπι Κένεντι στο Λος Άντζελες ακολουθεί λίγο αργότερα.

«Για εμάς, που σύντομα φτάσαμε σε στρατεύσιμη ηλικία, ο πόλεμος του Βιετνάμ, εκτός από τον Εμφύλιο, προφανώς, ήταν ο μεγαλύτερος διχασμός στην ιστορία της χώρας. Αυτή ήταν η απαρχή του σύγχρονου διχασμού, το οποίο έχει γίνει χειρότερο. Γιατί ο JFK προσπαθούσε να μας βγάλει από το Βιετνάμ.

»Είχε γράψει αυτό το σημείωμα για την απομάκρυνση στρατευμάτων και μετά την απομάκρυνση όλων των στρατιωτικών μέχρι το τέλος του 1965».

Αλλά κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο LBJ, αφηγείται ο Ράινερ, «αντίστρεψε αυτό το σημείωμα και πήγαμε στο Βιετνάμ. Αυτός ήταν ο μεγάλος διχασμός στη χώρα μας. Υπήρχε διαμαρτυρία σε όλη τη χώρα για χρόνια».

Όπως και να έχει, ο Ράινερ πιστεύει ότι η απώλεια της αξιοπιστίας της κυβέρνησης έφτασε στο τέλος όταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ κλιμακώθηκε το 1964. Πολλοί άντρες, φοιτητές, ιδίως σε ηλικία κολεγίου, που υπόκεινταν στη στράτευση, δεν πίστευαν πλέον την κυβέρνησή τους.

Και αυτή η δυσπιστία, λέει ο Ράινερ, μπορεί κάλλιστα να ξεκίνησε με την Έκθεση Γουόρεν. «Κάτι δεν πάει καλά. Η κυβέρνηση μας λέει ψέματα– ακόμη και για το πιο σοβαρό πράγμα: τη δολοφονία ενός προέδρου».

«Νομίζω ότι οι άνθρωποι πρέπει να γνωρίζουν την αλήθεια για την κυβέρνησή τους και τι έχει κάνει», συνεχίζει, «γιατί δεν μπορείς να έχεις μια υγιή δημοκρατία βασισμένη σε ψέματα. Αν πρόκειται να γίνουμε ο φάρος για τον κόσμο, αν πρόκειται να γίνουμε η λαμπερή πόλη στον λόφο και το παράδειγμα του πώς (λειτουργεί) η δημοκρατία, του πόσο υπέροχη μορφή διακυβέρνησης είναι, δεν μπορείς να λες ψέματα στους πολίτες. Πρέπει να τους ενημερώνεις ότι υπάρχει αποδοκιμασία για την Αμερική και την τροχιά που έχει πάρει».

Εξήντα χρόνια μετά, μελετητές και πολίτες, προοδευτικοί και συντηρητικοί, μικροί και μεγάλοι εξακολουθούν να προσπαθούν να βρουν ψυχρές, σκληρές αλήθειες μέσα σε μια χιονοθύελλα ψεμάτων.

Με πληροφορίες από το Vanity Fair.