Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, και δύσκολο να το πιστέψει κανείς, το πιο διάσημο σλόγκαν μάρκετινγκ, το Just Do It» της Nike, βασίστηκε στα τελευταία λόγια ενός δολοφόνου, του Gary Gilmore, ο οποίος φυλακίστηκε το 1976, αφού λήστεψε και σκότωσε έναν υπάλληλο βενζινάδικου και στη συνέχεια έναν εργαζόμενο σε μοτέλ, σύμφωνα με τα αρχεία του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ.
Μάλιστα, δεν συνελήφθη αμέσως από τις αρχές. Για την ακρίβεια, τον έδωσε στεγνά η ξαδέρφη του, Brenda, στην οποία κατέφυγε για ιατρική βοήθεια αφού αυτοπυροβολήθηκε στο χέρι, μετά τις δολοφονίες. Ο Gilmore καταδικάστηκε σε θάνατο τον Οκτώβριο και στάλθηκε στην πολιτειακή φυλακή της Γιούτα, την ίδια χρονιά. Όταν έφτασε στο τέλος της ποινής του θανάτου, τρεις μήνες αργότερα, στις 17 Ιανουαρίου 1977, ρωτήθηκε ποια ήταν η τελευταία του λέξη πριν εκτελεστεί. Ο ίδιος απάντησε: «Let’s do it».
Αυτές οι τρεις λέξεις ενέπνευσαν τον διευθυντή διαφήμισης Dan Wieden, για να κάνει το σημερινό σλόγκαν της Nike. Στην αρχή, θυμάται, η εταιρεία αθλητικών ειδών μίσησε την ιδέα, αλλά τους κέρδισε. Η Nike αθλητικών ειδών έκανε το ντεμπούτο το 1988, σε μια διαφήμιση με έναν 80χρονο δρομέα ονόματι Walt Stack. Από κει και έπειτα, οι πωλήσεις εκτοξεύτηκαν. Ο Davide Grasso, αντιπρόεδρος του παγκόσμιου μάρκετινγκ επωνυμίας στη Nike, είπε στο Creative Review το 2011 : «Το ‘Just Do It’ εξακολουθεί να είναι τόσο σημαντικό για εμάς όσο μια επωνυμία σήμερα όσο πριν από 23 χρόνια».
Ποιος ήταν ο Gary Gilmore
Έγινε ο πρώτος άνθρωπος που εκτελέστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά το τέλος της απαγόρευσης της θανατικής ποινή,ς το 1976. Το 1972, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ αποφάσισε ότι, κατά παράβαση της όγδοης τροποποίησης του Συντάγματος, η θανατική ποινή ήταν «σκληρή και ασυνήθιστη τιμωρία», κυρίως επειδή οι πολιτείες χρησιμοποιούσαν τη θανατική ποινή με «αυθαίρετους και ιδιότροπους τρόπους».ς. Ωστόσο, το 1976, με το 66% των Αμερικανών να υποστηρίζουν τη θανατική ποινή, το δικαστήριο τη τερμάτισε τ, υπό την προϋπόθεση ότι τα κράτη θα δημιουργούσα συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές για την επιβολή θανατικών ποινών.
Ο 35χρονος Gilmore, ένα κακοποιημένο παιδί που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στη φυλακή, όχι μόνο αποδέχτηκε τη μοίρα του, αλλά επέλεξε να πεθάνει με πυροβολισμό. Μάλιστα, έγινε διεθνής διασημότητα. Στις 17 Ιανουαρίου 1977, ενώ οι διαδηλωτές συγκεντρώνονταν έξω από την κρατική φυλακή της Γιούτα, ο Gilmore ήταν δεμένος σε μια καρέκλα. Πίσω από μια οθόνη, πέντε άνδρες σήκωσαν τα τουφέκια τους. « Ας το κάνουμε», είπε.
Στελέχη του Χόλιγουντ είχαν προσπαθήσει να μεταφέρουν την ιστορία του Gilmore στην μεγάλη οθόνη και τα δικαιώματα της παραγωγής αγοράστηκαν τελικά έναντι 75.000 λιρών από τον πράκτορα Lawrence Schiller. Ο Schiller ήταν ένας από τους μάρτυρες της εκτέλεσής του, που έγινε ξημερώματα.
Πούλησε μια συνέντευξη 20.000 λέξεων του Gilmore στο περιοδικό playboy. Για το τελευταίο του γεύμα, ο θανατοποινίτης είχε αρχικά ζητήσει 6 κουτιά μπίρας, αλλά άλλαξε το αίτημά του την τελευταία στιγμή σε παϊδάκια και σαλάτα. Ερωτηθείς εάν θα ήθελε η εκτέλεσή του να παιχτεί στην τηλεόραση, ο Gilmore είχε πει σε συνέντευξή του πριν τον θάνατό του: «Όχι. Πολύ νοσηρό. Πολύ μακάβριο. Αλλά ταυτόχρονα δεν με νοιάζει πραγματικά. Υποθέτω ότι μου είναι αδιάφορο».
Εκτός από τους κερατοειδείς του, ο Gilmore πρόσφερε επίσης τα οστά, τα νεύρα και το δέρμα του για δωρεά, ενώ τα νεφρά του προσφέρθηκαν για έρευνα.
Διαβάστε ακόμη στο intronews.gr
Η Allegra Gucci μιλά για τη δολοφονία του πατέρα της – Πόσο αληθινό ήταν το House of Gucci τελικά
Με πληροφορίες από Business Insider