Περιεχόμενα
Στην εποχή όπου ένα ιδιαίτερο ψυχαναλυτικό και κοινωνιολογικό πρίσμα χρησιμοποιείται ίσως αλόγιστα σαν βαθυσκάφος στην άβυσσο του ανθρώπου, όλα μοιάζουν εξαιρετικά απλά και εξηγήσιμα. Ένας άνδρας παραβατικός, μία γυναίκα με ψυχιατρικά προβλήματα, μία κοινωνία με ελάχιστη μόρφωση και ενσυναίσθηση. Η εξίσωση είναι εύκολη όταν είναι ευδιάκριτα τα μέλη της. Το αποτέλεσμά της; Το «τέρας του Ξηροκαμπίου».
Η δολοφονία δύο βρεφών σ’ ένα χωριό που δεν υπάρχει -κατ’ όνομα- πλέον, πριν από 40 χρόνια αποτελεί, όμως, ένα αντικείμενο έρευνας που δεν μπορεί να ‘χει απλή απάντηση.
Ήταν την 1η Μαρτίου του 1983 όταν η Βασίλω Δημητρακάκη επισκεπτόταν το ΤΑ Σπάρτης. Μέσα της φυλούσε ένα μυστικό που κατέτρωγε τα σωθικά της. Κι αν η φαντασία της μπορούσε να καλπάσει με τον ίδιο κυνισμό και την ίδια παραστατικότητα που καλπάζει στην μετα-χολιγουντιανή εποχή, την εποχή της αχαλίνωτης και της αφιλτράριστης εικόνας, τότε η πιο πιθανή κατάληξη θα ήταν η τρέλα.
Η Χριστοφίλη, Χρυσούλα για τους λιγοστούς φίλους, κόρη της Βασίλως, είχε ξεσπάσει. Είχε μαρτυρήσει πως ο άντρας της, αυτός που αργότερα αποκαλέστηκε «Καιάδας» και «τέρας του Ξηροκαμπίου», ο Βασίλης Τάκος είχε θάψει ζωντανά δύο από τα τέσσερα παιδιά τους στο υπόγειο του σπιτιού τους, στον οικισμό Αρκάσα στη Λακωνία. Η Βασίλω παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς της, αναγκάστηκε να μιλήσει στις Αρχές. Ο ασκός του Αιόλου είχε πλέον ανοίξει…
Το δράμα πριν την τραγωδία
Ολόκληρη τη δεκαετία του ’70, ο Βασίλης Τάκος την είχε φάει στη φυλακή. Πολλά χρόνια πριν μεταμορφωθεί στο «τέρας του Ξηροκαμπίου» δυσκολευόταν οικτρά να βρει τον συμβατικό δρόμο που επίτασσε η οικογένειά του για τον ίδιο. Τα ναρκωτικά ήταν η δική του ασχολία, η κάνναβη, που τότε του κόστισε 12 χρόνια από τη ζωή του. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 έχοντας συμπληρώσει τα μισά του αιώνα και ξεπεράσει κατά πολύ το μισό του προσδόκιμου ζωής, εξέτισε την ποινή του για να επιστρέψει στην κανονική ζωή.
Δεν φαίνεται να είχε φτιάξει οικογένεια μέχρι τότε. Μάλιστα πηγές αναφέρουν πως η επαφή του με την Χρυσούλα ήταν η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για να χτίσει οικογένεια. Για τον περίγυρο των δύο ανθρώπων, αυτό το σμίξιμο έμοιαζε ταιριαστό για να ικανοποιηθεί ο ιδιότυπος κοινωνικός ψυχαναγκασμός.
Η Χρυσούλα αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα. Είχε μάλιστα νοσηλευτεί κάποιες φορές στο ψυχιατρικό νοσοκομείο της Τρίπολης. Έως ενός σημείου όμως φαίνεται πως ήταν λειτουργική. Μάλιστα, γύρω στο 1976 με ’77 το ζευγάρι ευτύχησε ν’ αποκτήσει ένα αγοράκι.
Ο Τάκος δεν ήταν πάντως και υπόδειγμα ενσωμάτωσης. Ούτε βεβαίως και η κοινωνία έδειχνε ανοικτή να τον συμπεριλάβει στο σύνολο. Πριν αποκαλεστεί «τέρας του Ξηροκαμπίου» ήταν «ο Βασίλης ο ληστής». Προσωνύμιο ενός άντρα, ο οποίος ήταν μάλλον περιθωριοποιημένος. Παράλληλα, τα προβλήματα της Χρυσούλας έρχονταν και έφευγαν.
Η ζωή όμως συνεχιζόταν. Το 1979 η Χρυσούλα έμεινε για δεύτερη φορά έγκυος και έφερε στον κόσμο το δεύτερο παιδί τους, ένα κορίτσι. Ένα κορίτσι που σε αντίθεση με το πρωτότοκο αγόρι, κανείς στον οικισμό δεν έβλεπε συχνά. Ίσως και να μην το είδαν ποτέ.
Η εποχή του κρυφτού για το «τέρας του Ξηροκαμπίου»
Πέρα από τον πρωτότοκο διαβολάκο, κανείς άλλος από την οικογένεια δεν είχε βροντερή παρουσία στην κοινωνική ζωή του οικισμού. Οι Αρκασάδες αναρωτιούνταν για το τι συμβαίνει με αυτή την οικογένεια και οι αθώες ερωτήσεις του τύπου «που είναι η αδελφή σου» ή «τι κάνουν τα παιδιά» συνοδεύονταν από υπεκφυγές. Μέχρι που κάποια στιγμή ήρθε η πρώτη σοβαρή δικαιολογία: «Το παιδί είχε μηνιγγίτιδα, το πήγαμε στην Αθήνα, πέθανε στο “Παίδων”. Το θάψαμε εκεί», έλεγε το «τέρας του Ξηροκαμπίου»
Οι μήνες πέρασαν και μία ακόμη εγκυμοσύνη προέκυψε. Το καλοκαίρι του 1981 η Χρυσούλα έφερε στον κόσμο ένα αγοράκι. Το μοτίβο όμως δεν άλλαξε. Το χαρμόσυνο γεγονός διαδέχτηκε η απουσία. Την απουσία διαδέχτηκαν οι ευφάνταστες δικαιολογίες. «Το δώσαμε σε κάτι Ελληνοαμερικανούς. Θα ζήσει ζωή χαρισάμενη. Δεν ξέρουν τι έχουν». Ενίοτε όμως το τροπάριο άλλαζε: «Ήταν άρρωστο το παιδί, το δώσαμε στους γύφτους». Άλλοι πάλι ισχυρίστηκαν εκείνη την εποχή πως οι γονείς είχαν υποστηρίξει πως είχαν παραδώσει τα δύο παιδιά σε βρεφοκομείο.
Το νεογέννητο που ανάπαυσε τα αδέλφια του
Τον Ιανουάριο του 1983, η Χρυσούλα ήταν έτοιμη να φέρει στη ζωή το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Παραμονές του τοκετού και μετά από επίμονη πίεση της μητέρας της, Βασίλως, η Χρυσούλα «έσπασε». «Μάνα, τα παιδιά είναι θαμμένα. Τα έθαψε ο Βασίλης». Το «τέρας του Ξηροκαμπίου» είχε πια αποκαλυφθεί…
«Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν αλήθεια αυτό που έλεγε. Έλεγα “τι είναι τούτα που μου λέει αυτή η μουρλή!”. Σκέφτηκα να πάω αμέσως στην Αστυνομία και να καταγγείλω αυτά που μου έλεγε. Δεν πήγα γιατί φοβήθηκα ότι θα γινόμουν ρεζίλι. Όπως πήγα κι έπιασα τον αδελφό του γαμπρού μου. Κι αυτός φάνηκε ότι δεν πίστεψε», είπε μερικούς μήνες αργότερα η Βασίλω στους δημοσιογράφους.
Η Χρυσούλα όμως ήταν πλέον έκθετη. Λίγο αργότερα, ο αδελφός του Βασίλη πρόλαβε τα μαντάτα. Ο Τάκος ξέσπασε πάνω στην Χρυσούλα. Η γυναίκα μετάνιωσε πικρά που μαρτύρησε το μυστικό. Η γιαγιά Βασίλω όμως, θορυβήθηκε και μίλησε. Φτάσαμε στην 1η Μαρτίου του 1983. Στην Αστυνομία σήμανε συναγερμός. Την επομένη, ο Βασίλης Τάκος, ετών 58, προσήχθη για ακόμη μία φορά στο TA της περιοχής.
Πάνω από πέντε ώρες κράτησε η ανάκριση. Η επωδός η ίδια. Οι Ελληνοαμερικανοί, οι γύφτοι, η μηνιγγίτιδα, το βρεφοκομείο. Εκείνη την εποχή, η ομολογία ήταν απαραίτητη. Στο τέλος ο Τάκος «έσπασε», το προσωπείο έπεσε και αποκαλύφθηκε το «τέρας του Ξηροκαμπίου»:
Στην αρχή έφταιγε η ψυχοπαθής γυναίκα του. Μετά η πεθερά του. Μετά αυτός και η γυναίκα του. Η δικαιολογία ήταν οι ασθένειες. Η μικρούλα είχε μηνιγγίτιδα, έπασχε από… στραβισμό και είχε σπάσει και το πόδι της.
«Έλεγα στη γυναίκα μου να το πετάξουμε στα σκαλιά κάποιου σπιτιού στην πόλη. Κι εμείς θα ησυχάζαμε από αυτόν τον μπελά κι αυτό θα έβρισε ζεστασιά σε οικογένεια. Δεν ήθελε η Χρυσούλα επειδή έλεγε ότι δεν θέλει κανένας ένα άρρωστο παιδί στο σπίτι του. Μετά της έκανα άλλη πρόταση. Της είπα να το πετάξουμε στη θάλασσα ή σε κάποια ερημιά. Ούτε κι αυτό ήθελε. Όταν άλλη φορά της είπα να ανοίξουμε λάκκο στο κατώι και να το χώσουμε, εκείνη είπε εντάξει, να το βάλουμε εκεί μέσα. Όταν αποφασίσαμε να θάψουμε και το δεύτερο παιδί, δεν πήρε πολύ να συζητάμε. Κάναμε ό,τι κάναμε και το πρώτο. Το θάψαμε κι αυτό στο κατώι, εκεί κοντά στο άλλο, να έχει παρέα», είπε στην ανάκριση ο Τάκος.
Οι αστυνομικοί συνέταξαν κατηγορητήριο. Τόσο ο Βασίλης όσο και η Χρυσούλα κατηγορούνταν το ίδιο.
Η αναπαράσταση, το freak show και η διαπίστωση του ιατροδικαστή
Τα νέα εξαπλώθηκαν γρήγορα. Οι Αρκασάδες αλλά και οι γύρω οικισμοί του Ξηροκαμπίου αναστατώθηκαν. Τις επόμενες ημέρες η Αστυνομία, ο Τάκος, ο ιατροδικαστής και ο εισαγγελέας θα πήγαιναν στο σπίτι της οικογένειας για αναπαράσταση. Οι αστυνομικοί είχαν μαζί τους και φτυάρια με την ελπίδα να βρουν τις σορούς των παιδιών.
Παρουσία… θεατών η διαδικασία ξεκίνησε λίγο μετά το μεσημέρι. Μέσα σε λίγα λεπτά οι αστυνομικοί βρήκαν το αγόρι. Ήταν θαμμένο μόλις μισό μέτρο, ίσως και εξήντα εκατοστά κάτω από την επιφάνεια. Το σώμα σε αποσύνθεση. Η μεγάλη του αδελφή, λίγα μέτρα πιο μακριά. Κάτω από μπάζα, μιας και μία μάντρα είχε καταρρεύσει. Κλήθηκε εκσκαφέας, πριν αρχίσουν να δουλεύουν και πάλι τα φτυάρια. Από εκείνη είχαν μείνει μόνο τα οστά.
Ο ιατροδικαστής Χαράλαμπος Σταμούλης ανέλαβε δράση. Εκτίμησε πως το κορίτσι είχε αποβιώσει σε ηλικία όχι μεγαλύτερη των 5 μηνών. Σαφώς, λόγω της αποσύνθεσης δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τα ακριβή αίτια θανάτου. Το παιδί θάφτηκε κατ’ εκτίμηση γύρω στον Οκτώβριο του 1979. Τότε διέπραξε το πρώτο έγκλημα, το «τέρας του Ξηροκαμπίου».
Η έκθεση όμως ήταν πολύ πιο λεπτομερής για τον αδελφό της. Ο ιατροδικαστής εκτίμησε την ηλικία του παιδιού γύρω στους 18 μήνες. Το παιδί θάφτηκε πιθανότατα τον Δεκέμβρη του 1982. Είχε κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και κατάγματα σε όλο του το σώμα. Ο ιατροδικαστής εκτίμησε την πιθανότητα το μικρό αγόρι ν’ αντιστεκόταν όσο ο πατέρας του προσπαθούσε να το θάψει. Γι’ αυτό και το κλωτσούσε στο σώμα και στο κεφάλι. Επίσης το παιδί βρέθηκε μπρούμυτα, ίσως σε μία προσπάθεια να βγει από τον τάφο του. Αιτία θανάτου, η αναρρόφηση…
Δις εις θάνατον και το κλαδευτήρι
Κατά τη διάρκεια της προανάκρισης, ένας μικρός απρόσμενος μάρτυρας έφερε σε ακόμη πιο δύσκολη θέση τον Βασίλη Τάκο. Ήταν ο μικρός, λίγο πάνω από τα 5, διαβολάκος. Ο πρωτότοκός του. Στον απόηχο όλων των αποκαλύψεων μίλησε σε έναν αστυνομικό:
«Ο πατέρας μου μια φορά άρπαξε ένα κλαδευτήρι να μου κόψει το κεφάλι. Ήμουν όμως γρήγορος και το ξέφυγα. Θα μου το ‘κοβε στ’ αλήθεια», είπε το παιδί. Ακόμη κι αυτόν στο πρόσωπο του πατέρα του έβλεπε το «τέρας του Ξηροκαμπίου».
Όλα τα παραπάνω ήταν καθοριστικά στη δίκη που ακολούθησε στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Τριφυλλίας στην Κυπαρισσία, παρά το γεγονός πως ο Βασίλης Τάκος επικαλέστηκε ψυχολογικά προβλήματα. Ωστόσο ήταν αμετανόητος. Ισχυριζόταν πως το έκανε για να μην βασανίζονται τα παιδιά τα οποία αρρώσταιναν συνέχεια. «Να ησυχάσουν κι αυτά, να ησυχάσουμε κι εμείς», ήταν η αλήθεια μία μόνιμη ατάκα, σα να ηθελε να δικαιολογήσει την πράξη του.
Η Χρυσούλα διαχώρισε τη θέση της. «Έξι χρόνια μ’ είχε σπάσει στο ξύλο. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Δεν άντεχα άλλο». Η μαρτυρία της σε συνδυασμό με τα δεδομένα ψυχολογικά της προβλήματα, έφεραν την απαλλαγή της. Διατάχθηκε η νοσηλεία της στην ψυχιατρική κλινική της Τρίπολης.
Ο Βασίλης κρίθηκε ένοχος. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν δις εις θάνατον. Παρά το γεγονός πως εκείνη την εποχή η θανατική ποινή ήταν σε ισχύ, η τελευταία εκτέλεση είχε επιβληθεί το 1972. Έκτοτε η εις θάνατον ποινή μετατρεπόταν σε ισόβια κάθειρξη.
Όταν το «τέρας του Ξηροκαμπίου» ξέσπασε στο Εφετείο
Λίγους μήνες αργότερα, ο Βασίλης Τάκος δικάστηκε ξανά στο Μεικτό Ορκωτό Εφετείο του Ναυπλίου. Μ’ ένα πρωτοφανές ξέσπασμα, έφερε στην επιφάνεια ένα βαρύ κατηγορώ σε βάρος των γονιών του:
«Έκατσα στη φυλακή πάνω από 12 χρόνια για χασίς. Το μυαλό μου είναι θολωμένο. Έμεινα κλεισμένος στο ψυχιατρείο του Κορυδαλλού. Όταν βγήκα από τη φυλακή και καθάρισα, άρχισαν οι δικοί μου να μου λένε ότι πρέπει να παντρευτώ. Δεν είμαι καλά. Εγώ δεν ήθελα. Εκείνο φαγώθηκαν. Αυτοί φταίνε. Με έπεισαν και με αυτό τον γάμο καταστράφηκα. Η γυναίκα μου μπαινόβγαινε στο ψυχιατρείο στην Τρίπολη. Εγώ αναγκαζόμουνα να κρατάω τα παιδιά που αρρώσταιναν συνέχεια. Τότε μου πέρασα η ιδέα να τα σκοτώσω, να μην υποφέρουν αυτά, να μην υποφέρω κι εγώ…». Η ετυμηγορία και η ποινή δεν άλλαξε…