Η ιστορία είναι, λίγο-πολύ, ίδια για όλους: Νεαρός άνδρας, καταδικασμένος σε φυλάκιση για σοβαρά εγκλήματα (από φόνο μέχρι ληστεία και εμπόριο ναρκωτικών) σαπίζει σε φυλακές στη Ρωσία υπό άθλιες συνθήκες και χάνει τη θέληση για ζωή. Ξαφνικά ανάβει ένα φως: Κάποιος έρχεται και του υπόσχεται πως όχι μόνο θα βγει από τη φυλακή άμεσα, αλλά και θα πληρωθεί καλά και θα απελευθερωθεί μετά από έξι μήνες. Αρκεί να δεχτεί να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή του μετώπου, στον πόλεμο της Ουκρανίας. Και να μείνει ζωντανός, εννοείται.
Η διαδικασία στρατολόγησης διεξάγεται κατά κόρον σε όλες τις ρωσικές φυλακές. Στην αρχή το ρόλο αυτό τον είχε αναλάβει η ομάδα Βάγκνερ του Γεβγένι Πριγκόζιν. Τώρα που ο άλλοτε στενός συνεργάτης του προέδρου της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν δεν βρίσκεται πια στη ζωή, τη διαδικασία την ανέλαβε το ίδιο το ρωσικό υπουργείο άμυνας. Με την κάλυψη του μισθοφορικού στρατού της Βάγκνερ, βέβαια, που «δικαιολογεί» μεγαλύτερο μισθό και ειδικές ρυθμίσεις στη Ρωσία για όσους καταδικασμένους δεχτούν να παίξουν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα, με αντάλλαγμα την ελευθερία τους.
Παρά τους μεγάλους κινδύνους (τους οποίους οι κατάδικοι παραδέχονται ότι δεν τους κρύβουν), η συμμετοχή στο πρόγραμμα στρατολόγησης είναι πολύ μεγάλη. Δεκάδες χιλιάδες έχουν τροφοδοτήσει την πολεμική μηχανή της Ρωσίας. Το πρόγραμμα στρατολόγησης είναι το μεγαλύτερο που έχει διεξαχθεί σε φυλακές από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ρωσία: Κατάδικοι αντί για επιστράτευση
Στην Ουκρανία, αυτοί οι πρώην κρατούμενοι έχουν χρησιμοποιηθεί κυρίως ως τροφή για κανόνια. Αλλά έχουν ενισχύσει τις τάξεις των ρωσικών δυνάμεων και με την παρουσία τους βοηθούν τον Πούτιν να αναβάλλει έναν νέο γύρο επιστράτευσης νέων πολιτών, ένα άκρως αντιδημοφιλές μέτρο στο εσωτερικό στο εσωτερικό της Ρωσίας. Δεδομένου, μάλιστα, ότι πολλοί από τους κρατούμενους προέρχονταν από φτωχές οικογένειες και αγροτικές περιοχές, έχει βοηθήσει και ανώτερη τάξη στη Ρωσία διατηρήσει μια ψευδαίσθηση κανονικότητας.
Μερικοί από τους λόγους που οι κρατούμενοι επέλεξαν τον πόλεμο ήταν προφανείς. Πολλοί είπαν ότι τους οδηγούσε ο πατριωτισμός, η επιθυμία να δραπετεύσουν από τη φυλακή ή η λαχτάρα για δράση μετά από χρόνια εγκλεισμού. Υπήρχε, όμως, και μια βαθύτερη λαχτάρα για λύτρωση, μια ισχυρή συναισθηματική δύναμη σε μια χώρα που εδώ και καιρό παλεύει με την έννοια της ενοχής και της θυσίας. Για τους άντρες που είχαν κολλήσει στις άγριες και απάνθρωπες συνθήκες των ρωσικών φυλακών, ο πόλεμος πρόσφερε την ευκαιρία να ανακτήσουν την αίσθηση της αυτοεκτίμησής τους, ακόμα κι αν σήμαινε δυνητικά αφαίρεση ζωής άλλου ανθρώπου. Τους βοήθησε, επίσης, να παρέχουν εισόδημα στις οικογένειές τους, που είχαν επιβαρύνει για χρόνια, αλλά και να ανακτήσουν το σεβασμό σε μια κοινωνία που στιγματίζει το ποινικό μητρώο και τιμά τη στρατιωτική θητεία.
Με έναν αστερίσκο. Όσοι τα ένιωσαν όλα αυτά έμειναν ζωντανοί. Πάνω από το 30% των ανδρών αυτών έχει χάσει τη ζωή του, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις. Δεν είναι επίσημα στοιχεία αυτά, δεν ανακοινώνονται από τη Ρωσία. Κι άλλο ένα 20% έχει υποστεί σοβαρούς τραυματισμούς, που τους καθιστά ανίκανους προς εργασία.
Ο νεοσύλλεκτοι στη Ρωσία ήταν κατά μέσο όρο ηλικίας 33 ετών και προέρχονταν κυρίως από μικρές πόλεις και χωριά. Το πιο συνηθισμένο έγκλημά τους ήταν η πώληση ναρκωτικών. Είχαν, κατά μέσο όρο, άλλα πέντε χρόνια από την ποινή τους σε πολύ άσχημες συνθήκες φυλάκισης. Μερικοί άνδρες, ωστόσο, εγγράφηκαν μόλις τρεις μήνες πριν το απολυτήριό τους, υποδηλώνοντας άλλα κίνητρα από την ελευθερία. Κάποιοι δελεάστηκαν ακόμα και από την μεγάλη αποζημίωση (σχεδόν 50.000 δολάρια) που θα λάμβανε η οικογένειά τους σε περίπτωση θανάτου τους.
Σύμφωνα με διαρροές από τη ομάδα Βάγκνερ, περίπου 50.000 κρατούμενοι υπηρέτησαν στις τάξεις τους στην Ουκρανία πολεμώντας για τη Ρωσία. Ένας στους πέντε από αυτούς δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Όταν έλαβαν τη σκυτάλη οι ένοπλες δυνάμεις, άρχισαν να στρατολογούν από κέντρα προφυλάκισης και εγκαταστάσεις κράτησης μεταναστών, σύμφωνα με τρεις ρωσικές ομάδες για τα δικαιώματα των φυλακών.
Αυτοί που γλυτώνουν, αυτοί που (ξανα)κυλούν
Η στρατολόγηση γίνεται κυρίως μεταξύ κρατουμένων που έχουν καταδικαστεί για πρώτη φορά αδικήματα, τα οποία θεωρούνται «βαριά» σύμφωνα με τη ρωσική νομοθεσία. Το φάσμα των εγκλημάτων είναι ευρύ: από βίαιες δολοφονίες μέχρι πωλήσεις ναρκωτικών και ληστείες. Κάποιοι νεοσύλλεκτοι είχαν πουλήσει παράνομες ουσίες για να ενισχύσουν τους πενιχρούς μισθούς τους. Ένας νεοσύλλεκτος ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου τον σύντροφό του που έπινε με ρόπαλο και μετά έβαλε φωτιά στο διαμέρισμα με το θύμα μέσα. Ένας άλλος δολοφόνησε δύο άνδρες με τσεκούρι μετά από κατανάλωση αλκοόλ.
Οι περισσότεροι από αυτούς που επέζησαν από το εξάμηνο στο μέτωπο ισχυρίστηκαν ότι βρήκαν σεβασμό μετά από χρόνια ντροπής, ανάμεσα στις οικογένειές τους και στις μικρές κοινωνίες των χωριών τους. Μερικοί από τους επιζώντες έχουν βρει δουλειά στο εργοστάσιο και προσπαθούν να φύγουν από τη φυλακή και τον πόλεμο. Είπαν ότι είναι ευγνώμονες στην ομάδα Βάγκνερ που τήρησε τους όρους της σύμβασης, αλλά και στον Βλαντιμίρ Πούτιν για την έκδοση χάρης. Βεβαίως υπήρξαν και κάποιοι που επανήλθαν στο έγκλημα. Κάποιοι κατηγορήθηκαν για οδήγηση υπό την επήρεια μέθης, παραβάσεις περί ναρκωτικών ή απάτη, όπως δείχνουν τα δικαστικά αρχεία.
Παρά την ελευθερία τους, το τίμημα ήταν βαρύ και στο ψυχολογικό κομμάτι. Οι περισσότεροι κουβαλάνε σοβαρά ψυχολογικά τραύματα απ’ όσα είδαν και έκαναν κατά τη διάρκεια του εξαμήνου. Συνέπεια όλης αυτής της κατάστασης είναι η ροπή τους προς τον αλκοολισμό, ένα θέμα που απασχολεί γενικά τη Ρωσία. Όσοι δε τραυματίστηκαν σοβαρά, τυφλώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν, βλέπουν ότι το κράτος δεν ενδιαφέρεται καθόλου γι’ αυτούς. Σα να μην υπάρχουν. Όπως ήταν και πριν υπογράψουν το συμβόλαιο.
** Με πληροφορίες από New York Times.