Όταν ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου έκανε την πρώτη του πολιτική εμφάνιση ως μέλος του CHP, του παραδοσιακού κεμαλικού κόμματος της Τουρκίας, ο πατριάρχης της τουρκικής δημοσιογραφίας Μεχμέτ Αλί Μπιράντ είπε στον διπλανό του: «Αυτός μοιάζει πολύ με τον Γκάντι»! Δεν έμεινε μόνο σ’ αυτή τη διαπίστωση, την έγραψε λίγες μέρες αργότερα και στο στη στήλη που διατηρούσε στην Milliyet, μια από τις ναυαρχίδες της τουρκικής έντυπης δημοσιογραφίας. Από τότε του έμεινε του 75χρονου σήμερα Κιλιτσντάρογλου το παρατσούκλι «Γκάντι».

Όταν αναφέρεται μόνο του, δεν τον ενοχλεί καθόλου. Το κακό γι’ αυτόν είναι ότι ο περισσότερος κόσμος, και κυρίως οι πολιτικοί του αντίπαλοι, σχολιάζουν σκωπτικά ότι η μόνη ομοιότητα που έχει ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου με τον εμβληματικό Ινδό ηγέτη είναι στη φυσιογνωμία. Στερείται λάμψης, οράματος, ιδεών, γενικά όλων των άλλων που έκαναν τον Γκάντι έναν πολιτικό παγκόσμιας ακτινοβολίας.

 Βεβαίως, για να φτάσει ένας αλεβίτης γιος δημοτικού υπαλλήλου από την «προβληματική» περιοχή του Ντερσίμ να διεκδικεί την προεδρία της Τουρκίας, και μάλιστα ως υπερκομματικός υποψήφιος, κάτι καλό θα’ χει κάνει, δεν μπορεί. Η ιστορία του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου δεν μοιάζει καθόλου με αυτή των άλλων Τούρκων πολιτικών κι αξίζει τον κόπο να την ξεφυλλίσει κανείς. Στο κάτω-κάτω, πρόκειται για τον δυνητικό συνομιλητή της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια.

Ο γιος του κλειδαρά και το επικίνδυνο (πρώην) επώνυμο

Εν αρχή ην το όνομα. «Κιλιτσντάρ» στα τουρκικά σημαίνει «κλειδαράς». Κιλιτσντάρογλου, λοιπόν, είναι ο γιος του κλειδαρά. Αν πάει το μυαλό σας σε κλειδαριές, λουκέτα και τηλέφωνα με πολλά ίδια ψηφία στα βάθη της Τουρκίας, χάσατε. Η προέλευση του ονόματος παραμένει μυστήριο, δεδομένου ότι ούτε ο Κεμάλ εφέντης, ούτε κάποιος πρόγονός του είχε ασχοληθεί με κλειδαριές.

Για την ακρίβεια, ο υποψήφιος πρόεδρος της Τουρκίας δηλώθηκε για πρώτη φορά στο ληξιαρχείο της πόλης Τούντσελι ως Κεμάλ Καραμπουλούτ, γεννημένος το στις 17 Δεκεμβρίου 1948, το τέταρτο από τα συνολικά επτά παιδιά του Καμέρ και της Γεμούς Καραμπουλούτ. Η οικογένειά του άλλαξε το επισήμως το όνομά της στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν και έφυγε από την περιοχή, κυνηγημένη από τις τουρκικές αρχές, λόγω της εξέγερσης των Κούρδων αλεβιτών του Ντερσίμ.

Οι αλεβίτες θεωρούν τους εαυτούς τους μουσουλμάνους, αλλά οι σουνίτες τους θεωρούν αιρετικούς. Λέγεται, μάλιστα, ότι ένα σουνίτης μουσουλμάνος προτιμά να κάνει παρέα μ’ έναν χριστιανό παρά μ’ έναν αλεβίτη. Οι αλεβίτες της περιοχής του Ντερσίμ, μιας ορεινής περιοχής της ανατολικής Τουρκίας, μιλούν τη ιρανικής προέλευσης γλώσσα ζαζά, μια παραλλαγή των κουρδικών. Δεν ανήκουν στις καθ’ εαυτό κουρδικές φυλές, αλλά προφανώς έχουν μεγάλη συγγένεια.

Το Ντερσίμ και οι κουρδικές φυλές του υπήρξε εστία φωτιάς και αντίστασης ακόμα και για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πόσο μάλλον για τη νεοσύστατη Τουρκία του Κεμάλ Ατατούρκ. Η τελευταία εξέγερση έγινε το 1937 και καταπνίγηκε με πρωτοφανή αγριότητα από τον τουρκικό στρατό. Τότε ο Κεμάλ αποφάσισε να αλλάξει μέχρι και το όνομα της περιοχής από Ντερσίμ (κουρδική ονομασία που σημαίνει «ασημένια πόρτα») σε Τούντσελι και να εξορίσει χιλιάδες ανθρώπους σε άλλα μέρη της Τουρκίας. Η σφαγή ήταν τέτοια που πολλά χρόνια αργότερα το τουρκικό κράτος, διαμέσου του Ερντογάν, ζήτησε επισήμως συγγνώμη από τους κατοίκους της πόλης και η εξέγερση χαρακτηρίστηκε «μαύρη σελίδα» της τουρκικής ιστορίας.

Γεννημένος στο μικρό χωριό Ναζίμιγε στο Ντερσίμ, ο πατέρας Καραμπουλούτ δεν ήταν αυτό που λέμε ηγέτης. Δεν άντεξε, όμως, άλλο την καταπίεση και από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ζήτησε μετάθεση σε άλλη πόλη. Μπορεί να έφταιγε και το όνομα: Όλοι ανεξαιρέτως οι κάτοικοι του Ναζίμιγε ως τότε είχαν το ίδιο επώνυμο, Καραμπουλούτ! Κάποιοι απ’ αυτούς, ανάμεσά τους και συγγενείς, είχαν καταφύγει στην τότε Δυτική Γερμανία, με το πρώτο μεγάλο κύμα γκασταρμπάιτερς, και είχαν οργανωθεί στο παράνομο PKK, το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν. Είχαν διατηρήσει, φυσικά, το επώνυμό τους. Δεν ήταν εποχή να λέγεσαι Καραμπουλούτ και να ζεις στην περιοχή.

Έκανε παρέα με τον Μπαχτσελί

Η οικογένεια Κιλιτσντάρογλου, με το νέο της όνομα, άλλαξε πολλές πόλεις σε λίγα χρόνια: Ερσίς, Γκεντς, Ελαζίγ… Ο Κεμάλ, όπως και όλα τα παιδιά της οικογένειας, άλλαζε συνεχώς σχολεία, αλλά δεν μπορούσε να δημιουργήσει φίλους. Ήταν, όμως, καλός μαθητής κι όταν τελείωσε τη βασική εκπαίδευση έγινε δεκτός στην Ακαδημία Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών της Άγκυρας, στα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Εκεί άρχισε να καλλιεργεί τις σοσιαλιστικές του ιδέες, αλλά και την ρητορεία του. Χωρίς, όμως, να σκέφτεται καθόλου την πολιτική. Φιλοδοξία του πατέρα του ήταν να βρει μια δουλίτσα, στο δημόσιο αν είναι δυνατόν, και να περάσει απαρατήρητος. Ο ίδιος, όμως, είχε μεγαλύτερα όνειρα.

Το περίεργο είναι ότι ο άνθρωπος που έκανε την περισσότερη παρέα όταν ήταν σπουδαστής ήταν ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί! Ναι, ο σημερινός ηγέτης του εθνικιστικού MHP και κυβερνητικός εταίρος του Ερντογάν. Oι διαφωνίες τους χρονολογούνται από τότε, όμως τα μέλη εκείνης της παρέας λένε και σήμερα ότι από τότε εκτιμούσε ο ένας τον άλλο.

Στα φοιτητικά του χρόνια γνώρισε και τη γυναίκα της ζωής του. Η Σελβί ήταν επίσης φοιτήτρια στην Ακαδημία, η οποία όμως αργότερα ακολούθησε δημοσιογραφική καριέρα, έγραψε και δύο βιβλία. Παντρεύτηκαν το 1974 και απέκτησαν τρία παιδιά, έναν γιο και δύο κόρες. Είναι ακόμα μαζί.

Πράγματι, ο Κεμάλ με το πτυχίο στα χέρια (και με εξαιρετικό βαθμό) μπήκε στο Υπουργείο Οικονομικών το 1971, ως κατώτερος υπάλληλος. Αμέσως ξεχώρισε σε τέτοιο βαθμό, που τον έστειλαν στη Γαλλία με κρατικά χρήματα για να εκπαιδευτεί περαιτέρω. Άρχισε να ανέρχεται, έγινε προϊστάμενος του τμήματος εξόδων το 1983 και το 1991 τοποθετήθηκε πρόεδρος του Οργανισμού Κοινωνικής Ασφάλειας Τεχνιτών και Ελεύθερων Επαγγελματιών (κάτι σαν το δικό μας παλιό ΤΕΒΕ).

Το 1994 πήρε το βραβείο του  «δημοσίου υπαλλήλου της χρονιάς»! Δίδαξε για ένα διάστημα στο πανεπιστήμιο του Χατζέτεπε στην Άγκυρα, ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εμπορικής Τράπεζας της Τουρκίας. Είχε καλλιεργήσει πια ένα προφίλ που του επέτρεπε να μπει στην πολιτική.

Πώς έγινε κεμαλιστής από αριστερός

Η πρώτη του απόπειρα έγινε με το Δημοκρατικό Αριστερό Κόμμα (DSP) του Μπουλέντ Ετζεβίτ. Με το που προσχώρησε, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κάποιοι τον ονόμασαν εν δυνάμει διάδοχο του γηραιού τότε εμβληματικού πρώην πρωθυπουργού. Το όνομά του αποκλείστηκε από τις λίστες των υποψήφιων βουλευτών το 1999. Λόγος επίσημος δεν υπήρξε. Μπορεί να φοβήθηκε ο Ετζεβίτ.

Ο Κιλιτσντάρογλου απογοητεύθηκε. Άρχισε πια να ασχολείται με επιτροπές. Σε μια απ’ αυτές, που μελετούσε μέτρα προστασίας του εισοδήματος των εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων, τον βρήκε ο Ντενίζ Μπαϊκάλ, τότε πρόεδρος του κεμαλικού CHP. Μίλησαν πολύ πριν του προτείνει να ενταχθεί στο κόμμα. Ο Κιλιτσντάρογλου δέχτηκε και έριξε μαύρη πέτρα στο παρελθόν του.

Η πρώτη του επαφή με την Μεγάλη Εθνοσυνέλευση έγινε το 2002, όταν εκλέχθηκε βουλευτής Κωνσταντινούπολης. Αμέσως ασχολήθηκε με το AKP του Ερντογάν και τα υψηλόβαθμα στελέχη του σε ζητήματα διαφθοράς. Τα αποτελέσματα ήταν άμεσα: Δύο αντιπρόεδροι του Ερντογάν αναγκάστηκαν σε παραίτηση μετά τις αποκαλύψεις του. Ο Μπαϊκάλ τον όρισε υποψήφιο δήμαρχο Κωνσταντινούπολης το 2009, έχασε όμως από τον υποψήφιο του AKP με επτά μονάδες διαφορά.

Ο Μπαϊκάλ παραιτήθηκε το 2010 μετά από σκάνδαλο διαφθοράς κι αμέσως ο Κιλιτσντάρογλου ανακοίνωσε ότι θα διεκδικήσει την προεδρία. Ο Μπαϊκάλ ήθελε να επανεκλεγεί, ωστόσο το ρεύμα ήταν πια υπέρ του Κιλιτσντάρογλου. Συμφώνησαν στη δική του υποψηφιότητα τα 1.246 από τα 1.250 στελέχη του κόμματος που είχαν δικαίωμα ψήφου, ένα ανεπανάληπτο ρεκόρ. Ο Μπαϊκάλ αποσύρθηκε.

Η ιστορία του από το 2010 ως σήμερα συνδέεται συνεχώς με ήττες. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του στο CHP το κόμμα έχει χάσει τέσσερις αναμετρήσεις βουλευτικών εκλογών. Οι δε υποψήφιοι που επέλεξε να αντιπαρατεθούν στον Ερντογάν όλο αυτό το διάστημα έχασαν πανηγυρικά.

Το 2023, όντας πια στα 75 του χρόνια, ένιωσε ότι έφτασε πια η δική του σειρά. Το «Τραπέζι των Έξι», η πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης για να βγει κοινός υποψήφιος απέναντι στον Ερντογάν, είναι δικό του δημιούργημα. Κι αν κάτι κάνει καλά, όπως λένε αυτοί που βρίσκονται κοντά του, είναι να επιδιώκει τη συναίνεση. Τα 13 χρόνια εξουσίας του στο κεμαλικό κόμμα, παρά τις απανωτές ήττες, αυτό αποδεικνύουν. Ότι ξέρει να κρατάει τις ισορροπίες, ξέρει πότε να φωνάξει και πότε να κάνει πίσω.

Την κουρδική του καταγωγή και ταυτότητα, πάντως, την έχει αποποιηθεί. Σε παλαιότερη συνέντευξή του είχε πει ότι παλαιότερα καταλάβαινε τη γλώσα ζαζά, αλλά τώρα την έχει ξεχάσει. Όσο για τη θρησκεία του, κάποια στιγμή το είπε καθαρά: «Δεν πρέπει κάποιον να τον απασχολεί η θρησκεία των πολιτικών. Ναι, είμαι αλεβίτης. Από πότε είναι κακό να είσαι αλεβίτης σ’ αυτή τη χώρα»;

Σ’ αυτή την ηλικία, είναι δύσκολο να αλλάξει. Κι αν εκλεγεί, μ’ αυτό το προφίλ θα εκλεγεί. Φίλος της Ελλάδας δεν ευελπιστεί κανείς ότι θα γίνει, αν τον επιλέξει ο τουρκικός λαός να τον κυβερνήσει. Αλλά τουλάχιστον δεν είναι άνθρωπος της κορώνας και του εντυπωσιασμού, όσο της ουσίας. Κάποιος με τον οποίο μπορούμε να συζητήσουμε. Κι αν πράγματι πάρει τα κλειδιά της εξουσίας, να δικαιολογήσει τελικά το επώνυμό του.