Περιεχόμενα
Εκεί στην Πανεπιστημίου 10 υπήρξαν πολλά μαγαζιά που έγραψαν ιστορία, πρώτο από αυτά το καφενείο ουζερί του Απότσου, που αποτέλεσε ένα ζυμωτήριο ιδεών, πολιτικών διαξιφισμών και γευστικών απολαύσεων για τους θαμώνες του, πολιτικούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και ανθρώπους του πνεύματος, αλλά και απλούς ανθρώπους που αγάπησαν τους γκαζοκεφτέδες του θρυλικού πλέον χώρου.
Τα καφενεία κάποτε υπήρξαν χώροι συνάντησης ανθρώπων και ιδεών, ανταλλαγής απόψεων και επικοινωνίας, χώροι μύησης που διαδρούσαν με την κοινωνία δημιουργικά. Πλέον αυτό δεν συμβαίνει μιας και στο πέρασμα του χρόνου τα καφενεία με τη μορφή που υπήρχαν στο παρελθόν εξαφανίστηκαν και εξελίχθηκαν σε χώρους ψυχαγωγίας για τον ελεύθερο χρόνο.
Έτσι κάπως έσβησαν τα παλιά καφενεία, υπάρχουν ελάχιστα στο κέντρο της Αθήνας πλέον για να μας θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν μιας κουλτούρας που αργοπεθαίνει.
Ένα καφενείο ουζερί που συνδέθηκε με την πολιτική, την ιστορία και τη σύγχρονη αθηναϊκή ζωή ήταν του Απότσου. Το χώρο αυτό ύμνησαν οι New York Times και το Paris Match για τη μοναδικότητά του και την απλότητά του.
Όταν ο Βασίλης Απότσος έφτασε στην Αθήνα
Στα τέλη του 19ου αιώνα ένας έξυπνος, προκομένος και φιλόδοξος νεαρός, ο Βασίλης Απότσος, πάτησε το πόδι του στην πρωτεύουσα ψάχνοντας την ευκαιρία που θα άλλαζε τη ζωή του. Εργάστηκε αρχικά στο περίφημο ζαχαροπλαστείο Γιαννάκη στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Κριεζώτου και μερικά χρόνια, στις αρχές του 1900, δημιουργεί το δικό του χώρο επί της οδού Σταδίου 5.
Η ταμπέλα έγραφε «Β. Απότσος, Εδώδιμα, Αποικιακά». Το συγκεκριμένο μαγαζί ωστόσο δεν ήταν ένα απλό μπακάλικο καθώς πολύ σύντομα ο Απότσος έγινε γνωστός για το τυρί, τη λακέρδα του, αλλά και τα «αποικιακά είδη» εισαγωγής.
Το πρωτότυπο ντελικατέσεν έγινε γρήγορα διάσημο και λίγο αργότερα καθώς η φήμη του ταξίδεψε μέχρι το Παλάτι, έγινε επίσημος προμηθευτής της Αυλής.
Οι περαστικοί της οδού Σταδίου έβλεπαν με θαυμασμό τη βασιλική άμαξα να σταθμεύει στην πόρτα του «Απότσου». Ήταν η ίδια άμαξα που θα κοσμούσε για πολλά χρόνια το εξώφυλλο του καταλόγου του.
Έξω από τη βιτρίνα του Απότσου παρέλασε όλη η σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Στρατεύµατα που υπηρέτησαν σε δύο πολέµους, ποµπές βασιλικών γάµων, ιστορικές πολιτικές συγκεντρώσεις, τα τανκς της δικτατορίας, περιπολίες της Κατοχής.
Μέσα, στα τραπέζια του κάθισαν πρωθυπουργοί και βασιλιάδες, πολιτικοί και καλλιτέχνες μετατρέποντας τον «Απότσο» σε εντευκτήριο όλης της κοσµικής και καλλιτεχνικής Αθήνας και τόπο που η ιστορία γραφόταν στο Κέντρο της πρωτεύουσας και µε σηµείο αναφοράς θρυλικά στέκια.
Ο Βασίλης Απότσος δεν επαναπαυόταν εύκολα. Θέλοντας να βρει τρόπο να κρατά την πελατεία περισσότερη ώρα στο μαγαζί του, ενώ οι υπάλληλοι εκτελούσαν την παραγγελία, ο πολυμήχανος ιδιοκτήτης έβρισκε την ευκαιρία να τους κεράσει, εκεί πάνω στη λαδόκολλα, ένα ουζάκι με μεζέ.
Όσοι έφταναν στον Απότσο αγόραζαν κονιάκ, τυρί έμενταλ, σοκολάτα υγείας, τσιμπολογούσαν γκαζοκεφτέδες (όπως έλεγαν τα κεφτεδάκια που έφτιαχναν στη γκαζιέρα), λακέρδα, πικάντικα σαγανάκια.
Το «μπακάλικο» μέσα στην αιωνόβια ιστορία του μετατράπηκε σε delicatessen, σε καφενείο και τελικά σε ουζερί και το 1969 μεταφέρεται για σύντομο χρονικό διάστημα στην οδό Βουκουρεστίου ενώ το 1971 μεταφέρεται οριστικά στο νούμερο 10 της Πανεπιστημίου, «εντός στοάς».
Το μπακάλικο που λατρεύτηκε διεθνώς
Το 1941 ο Βασίλης Απότσος έφυγε από τη ζωή και ο γιος του Νίκος Απότσος που κληρονόμησε την επιχείρηση την εξέλιξε σε στέκι για ουζάκι και μεζέ. Έτσι κάπως ξεκίνησε μια μακρά περίοδος ευμάρειας και οι «χρυσές δεκαετίες του ‘50 και του ‘60» με το μαγαζί να μετατρέπεται σε στέκι σημαντικών προσωπικοτήτων της πολιτικής, της διανόησης και της τέχνης.
Σταθεροί θαμώνες του Απότσου είναι ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Σταύρος Νιάρχος κάθε φορά που βρίσκονταν στην Αθήνα.
«Η Τζάκυ κυκλοφορούσε χθες στους αθηναϊκούς δρόμους συνοδευόμενη από την κόρη του καθηγητού κυρίου Γεωργάκη. Αφού επεσκέφθη διάφορα καταστήματα λαϊκής τέχνης και αγόρασε πολλά δώρα, κατέληξε στου Απότσου και ήπιε με τη συντροφιά της τα μεσημεριανά ουζάκια της», έγραφε η Απογευματινή το 1970, ενώ τότε άρχισαν για το «φαινόμενο Απότσος» να γράφουν το Paris Match και οι New York Times.
Η Αγορά των Αθηναίων και μία «μήτρα» της λογοτεχνίας
Ο Απότσος αποτελούσε ένα χώρο που προσιδίαζε με μία μικρή Βουλή, καθώς οι διασημότητες και οι απλοί θαμώνες έκαναν μια στάση εκεί για ούζο και όριζαν τα ραντεβού τους πολιτικοί, δημοσιογράφοι και εκδότες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, επιχειρηματίες.
Οι ιστορίες που έχουν συνδεθεί με το χώρο και έφτασαν στόμα με στόμα μέχρι σήμερα, όμοια με αστικούς μύθους, είναι άπειρες. Εκεί ο Ηλίας Ηλιού είχε ρεζερβέ πάντα το τραπέζι με τον αριθμό 13 ή ο Αντώνης Σαμαράκης τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, όταν είχε κέφια, ανέβαινε πάνω σε ένα τραπέζι και κερνούσε όλες τις παρέες ένα… καβούρι.
Ο Γιώργος Σεφέρης, όταν το 1960 επέστρεψε στην Αθήνα έπειτα από απουσία πολλών ετών, διαπίστωσε με θλίψη πως η όψη της πόλης είχε αλλάξει… και κατέγραψε στο ημερολόγιό του πως η «γωνιά» του Απότσου διατηρήθηκε αναλλοίωτη, «ανθιστάμενη στις εκσυγχρονιστικές τάσεις της εποχής του με τη μεγάλη ανοικοδόμηση της Αθήνας».
Το καφενείο του Απότσου επίσης συνδέθηκε με την έκδοση του περιοδικού «Τετράδιο» (κυκλοφόρησε το 1945 και ήταν θεωρητικά η συνέχεια του περιοδικού «Νέα Γράμματα»), όπου στο εξώφυλλο τα στοιχεία επικοινωνίας ήταν η διεύθυνση του καφενείου.
Και δεν ήταν υπερβολή αφού εκεί μπορούσε να βρει κανείς όλους τους λογοτέχνες της εποχής και ήταν η σκηνή μεγάλων λογοτεχνικών και πνευματικών συζητήσεων από τον Μιλτιάδη Μαλακάση, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, τον Δημοσθένη Βουτυρά, μέχρι τον Οδυσσέα Ελύτης και τον Ανδρέα Καραντώνη.
Η Μεταπολίτευση και η δύση μιας ολόκληρης εποχής – Ο κόσμος που αλλάζει
Μετά τη Μεταπολίτευση ο Απότσος αντέχει ακόμα. Η ιστορία του έληξε απότομα και άδοξα, όταν το 1997 οι ιδιοκτήτες του καταστήματος ζήτησαν με την ανανέωση του συμβολαίου πολλαπλασιασμό του μισθώματος, κάτι που η επιχείρηση δεν μπορούσε να αντέξει.
Έτσι το κατάστημα κατέβασε οριστικά ρολά διότι, παρά τα δημοσιεύματα των εφημερίδων και τις διαβεβαιώσεις της Πολιτείας δεν μπόρεσε να βρεθεί ένας άλλος κατάλληλος χώρος, με το κατάλληλο τίμημα.
Οι γκαζοκεφτέδες, οι αναμνήσεις, οι παλιές ταμπέλες στους τοίχους και η ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής πέρασαν στην ιστορία.
Το 2012 η συγγραφέας Εμμανουέλα Νικολαϊδου έγραψε το βιβλίο «Μεσημέρι στου Απότσου». Στο βιβλίο αυτό η Νικολαΐδου «ζωγραφίζει» την εποχή, φωτίζει τους πρωταγωνιστές, αποκαλύπτει άγνωστες ιστορίες, πολλές από τις οποίες αποτέλεσαν και πηγή του κειμένου. Το βιβλίο της κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.