Μαρκ Φελτ. Ή αλλιώς… Βαθύ Λαρύγγι, όπως ήταν το ψευδώνυμο που δόθηκε στον μυστικό πληροφοριοδότη που παρείχε πληροφορίες το 1972-1973 στον δημοσιογράφο Μπόμπ Γούντγουορντ της εφημερίδας «Washington Post» για την ανάμειξη μελών της κυβέρνησης Νίξον στο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ (Watergate). Οι αποκαλύψεις αυτές οδήγησαν σε παραίτηση τον Ρίτσαρντ Νίξον από την προεδρία των ΗΠΑ. Για περισσότερες από 3 δεκαετίες, η ταυτότητα του Μαρκ Φελτ παρέμενε μυστική. Την αποκάλυψε ο ίδιος, μέσω του Vanity Fair, πριν από μερικά χρόνια.

Ο Μαρκ Φελτ δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος. Ήταν αυτός που βρισκόταν πίσω από τον «σκοτεινό» και αμφιλεγόμενο διευθυντή του FBI Έντγκαρ Χούβερ. Αυτός που υπηρετούσε με πάθος τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Που όταν ένιωσε ότι αδικήθηκε αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο.

φελτ

Από πού προέκυψε η ονομασία «Βαθύ Λαρύγγι»

Ο ανταποκριτής του BBC στην Ουάσινγκτον, Τζάστιν Γουέμπ, μεταδίδει ότι η πιο φημισμένη «πηγή» της δημοσιογραφίας είχε ονομαστεί «Βαθύ Λαρύγγι» με αφορμή την ομώνυμη πορνογραφική ταινία της εποχής αλλά και τη μυστικότητα που χαρακτήριζε τις συναντήσεις του με τους δημοσιογράφους, σε σκοτεινά υπόγεια πάρκινγκ της αμερικανικής πρωτεύουσας.

Μαρκ Φελτ
Πηγή: vanityfair.com

Η ιστορία του Μαρκ Φελτ στη μεγάλη οθόνη

To 2017 η ιστορία του πέρασε στη μεγάλη οθόνη, με τον Πίτερ Λάντεσμαν, πρώην ερευνητικό δημοσιογράφο και ανταποκριτή πολέμων, ο οποίος έγραψε το σενάριο προ δεκαετίας, να το βγάζει από το συρτάρι, μετά την απόλυση του FBI director, James Comey από τον Ντόναλντ Τραμπ -αφού προηγουμένως είχε αποκαλύψει συζητήσεις του με τον Πρόεδρο. «Ένιωσα πως οι υποθέσεις είναι απαράλλακτες. Σκέφτηκα πως ο Comey ήταν σαν τον Φελτ και προσπάθησε να προφυλάξει το FBI, από τη χειραγώγηση του Τραμπ, με τον τρόπο που προσπαθούσε να το προφυλάξει ο Μαρκ Φελτ από τον Νίξον», δήλωσε ο Λάντεσμαν.

17 Ιουνίου 1972

Εισβολή στο κτιριακό συγκρότημα Γουότεργκεϊτ, όπου βρίσκονται τα γραφεία της Εθνικής Επιτροπής του Κόμματος των Δημοκρατικών. Στην αρχή φαίνεται σαν κοινή διάρρηξη αλλά όλοι οι διαρρήκτες έχουν κάποια σχέση με την προεκλογική εκστρατεία του Νίξον.

10 Οκτωβρίου 1972

Πρώτη μεγάλη αποκάλυψη του «Washington Post»: οι Γούντγουορντ και Μπέρνστιν γράφουν ότι η επιτροπή για την επανεκλογή του προέδρου ειναι αναμεμειγμένη σε πράξεις πολιτικής κατασκοπείας που χρηματοδοτούνται από μυστικά κονδύλια τα οποία διαχειρίζεται ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Τζον Μίτσελ.

30 Απριλίου 1973

Στο σκάνδαλο φέρονται αναμεμειγμένοι οι εξ απορρήτων συνεργάτες του Νίξον, ο οποίος εν τω μεταξύ έχει επανεκλεγεί. Αναγκάζεται να απολύσει τον επικεφαλής των συμβούλων του, τον σύμβουλο επί θεμάτων Εσωτερικής Πολιτικής, τον νομικό του σύμβουλο και τον υπουργό Δικαιοσύνης.

Γουότεργκεϊτ,
Ατζέντα διευθύνσεων του διαρρήκτη Γουότεργκεϊτ Μπέρναρντ Μπάρκερ, που ανακαλύφθηκε σε ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Γουότεργκεϊτ, 18 Ιουνίου 1972/Πηγή: wikipedia.org

8 Αυγούστου 1974

Το Ανώτατο Δικαστήριο διατάζει την κατάθεση στο Κογκρέσο των επίμαχων μαγνητοταινιών που αποδεικνύουν τις υποκλοπές και τη διάρρηξη στο Γουότεργκεϊτ και ο Ρίτσαρντ Νίξον αποφασίζει να παραιτηθεί για να αποφύγει το εδώλιο του κατηγορουμένου.

Εκείνος ο Ιούνιος του 1972 ήταν εντυπωσιακά ήρεμος στην Ουάσιγκτον. H πόλη είχε σχεδόν αδειάσει καθώς οι εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Τζόρτζταουν είχαν τελειώσει την πρώτη εβδομάδα, η αποπνικτική υγρασία είχε φθάσει στα υψηλά επίπεδα του μεσοκαλόκαιρου και ο πρόεδρος Νίξον βρισκόταν στην Καλιφόρνια ετοιμάζοντας την εκλογική εκστρατεία του – αν και η νίκη του τον ερχόμενο Νοέμβριο ήταν εξασφαλισμένη καθώς ο πιθανότερος αντίπαλός του Τζορτζ Μακ Γκόβερν δεν είχε ελπίδες. Ο Κίσινγκερ συνέχιζε τις βολιδοσκοπήσεις του για μια διάσκεψη ειρήνης για το Βιετνάμ, όπου ο πόλεμος είχε καταντήσει ρουτίνα. Οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις είχαν περιοριστεί στις απολυτήριες εκδηλώσεις των κολεγίων και πανεπιστημίων και το Κογκρέσο ετοιμαζόταν για τις θερινές διακοπές του. Ετσι μέσα στη ραστώνη των ημερών πολύ λίγοι δώσαμε κάποια σημασία στην είδηση της σύλληψης, μεσάνυχτα περασμένα μιας Κυριακής, πέντε «υπόπτων» που επιχείρησαν να διαρρήξουν τα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος στο δαιδαλώδες κτίριο του Γουότεργκεϊτ στην Ουάσιγκτον. Περισσότερη προσοχή δόθηκε στον νυχτοφύλακα Φρανκ Γουίλις – έγινε πασίγνωστος έκτοτε – ο οποίος «μυρίστηκε» πως κάτι τρέχει όταν είδε κολλημένο στην κλειδαριά της πόρτας των γραφείων ένα σελοτέιπ που εμπόδιζε την πόρτα να κλείσει. Ο Γουίλις κάλεσε την αστυνομία. Αυτό ήταν. Από εκεί τα πράγματα εκτυλίχθηκαν με τρόπο που κανένας συγγραφέας αστυνομικών διηγημάτων δεν θα σοφιζόταν και κανένας σκηνοθέτης του Χόλιγουντ δεν θα τολμούσε να δραματοποιήσει.

Φελτ
Ρίτσαρντ Νίξον/Πηγή: wikipedia.org

H αστυνομία συνέλαβε τους πέντε, για τους οποίους τίποτε δεν έδειχνε πως επρόκειτο για κοινούς λωποδύτες. Ηταν καλοντυμένοι – μάλιστα ο ένας βρέθηκε με μερικά εκατονταδόλαρα στην τσέπη (!) και ένας άλλος φορούσε κοστούμι Β&G των 500 δολαρίων, ποσό μεγάλο εκείνη την εποχή. Τους έγινε η συνηθισμένη έρευνα και πάνω τους βρέθηκαν σημειωματάρια με διευθύνσεις, μεταξύ άλλων μία με αρχικά «W.Η.» (Λ.Ο.) και η άλλη με «W. House» (Λευκός Οίκος). Λωποδύτες με τα τηλέφωνα του Λευκού Οίκου; Οι αστυνομικοί δεν άργησαν να ανακαλύψουν ότι αυτά αντιστοιχούσαν το ένα στον Χάουαρντ Χαντ, πρώην αξιωματούχο της CIA και από μηνών υπάλληλο στο γραφείο του Νίξον, και το άλλο στον Γκόρντον Λίντι, πρώην πράκτορα του FBI και έμμισθο στέλεχος της οργάνωσης για την επανεκλογή του Ρίτσαρντ Νίξον, επικεφαλής της οποίας ήταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζον Μίτσελ. Οταν αυτός ρωτήθηκε αρμοδίως, απάντησε ότι αγνοούσε ποιος ήταν ο Λίντι και όσον αφορά τη διάρρηξη αυτή «δεν μπορεί να είναι τίποτε περισσότερο από μια κοινή διάρρηξη».

Και όμως δεν ήταν τόσο κοινή. Στους μήνες που ακολούθησαν εκείνη η «διάρρηξη» εξελίχθηκε σε αυτό που η Γερουσία το 1975 χαρακτήρισε «ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα, μία από τις μεγαλύτερες συνταγματικές κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών». Ηταν ταυτόχρονα και η αποθέωση της ενημερωτικής τηλεόρασης, καθώς και της ανάδειξης της Γερουσίας ως συνόλου και ορισμένων γερουσιαστών σε πρόσωπα-ήρωες. Το τέρμα της ιστορίας ήταν βέβαια η παραίτηση του προέδρου Νίξον στις 8 Αυγούστου 1974 – παρ’ όλο που είχε κερδίσει εντυπωσιακά την επανεκλογή του τον Νοέμβριο του 1972 – αλλά ως τότε συγκλονίστηκε κυριολεκτικά η κοινή γνώμη. Τριάντα και πλέον ανώτατα κυβερνητικά στελέχη και άτομα του στενού προεδρικού κύκλου οδηγήθηκαν στη φυλακή αφού διαπομπεύθηκαν ανεπανόρθωτα. Ηταν οι δύο δημοσιογράφοι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν του «Washington Post» που έφερναν στη δημοσιότητα απίθανες εμπλοκές στελεχών του Λευκού Οίκου με πρόσωπα του υποκόσμου και των μυστικών υπηρεσιών στην εξυπηρέτηση των απώτερων σκοπών της ρεπουμπλικανικής προεδρίας.

Οταν η εφημερίδα δημοσίευσε τα στοιχεία μιας επιταγής 25.000 δολαρίων του εκλογικού γραφείου του Νίξον που βρέθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό ενός εκ των διαρρηκτών, διαπιστώθηκε όχι μόνο η αμαρτωλή σχέση τους αλλά και το ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης, ο άτεγκτος Μίτσελ, είχε και τον έλεγχο ενός μυστικού λογαριασμού που χρηματοδοτούσε μυστικές «αποστολές» εναντίον της ηγεσίας των Δημοκρατικών. Ακολούθησαν άλλες αποκαλύψεις αλλά εκείνο που συντάραξε τους Αμερικανούς ήταν η μετάδοση από την τηλεόραση των ανακρίσεων της επιτροπής του Γουότεργκεϊτ της Γερουσίας. Θα νόμιζε κανείς ότι υπήρχε μια συνεργασία μεταξύ γερουσιαστών και «Washington Post». H εφημερίδα αποκάλυπτε τον ρόλο ενός στελέχους του Λευκού Οίκου και την επομένη η επιτροπή τον εξέταζε ή αντίστροφα, λ.χ. τον νομικό σύμβουλο του Νίξον Τζον Ντιν, ο οποίος παραδέχθηκε ότι συζήτησε «τουλάχιστον 35 φορές» με τον πρόεδρο πώς θα μπορούσαν να «κουκουλώσουν» το σκάνδαλο.

Η απόφαση του Μαρκ Φελτ να αποκαλύψει την ταυτότητά του

Πριν αποκαλυφθεί το «βαθύ λαρύγγι» είχε καταθέσει σε δικαστήριο πως… δεν ήταν αυτός ο τύπος. Εξήγησε πως την εποχή του σκανδάλου είχε συναντηθεί πολλάκις, κρυφά, με τον Γούντγουορντ, σε υπόγειο πάρκινγκ. Τον είχε προειδοποιήσει και ότι το FBI προσπαθούσε να ανακαλύψει πού βρίσκει (εκείνος και άλλοι δημοσιογράφοι -παρεμπιπτόντως, είχαν “παγιδευθεί” τα τηλέφωνα πέντε εκπροσώπων του Τύπου, όπως αποδείχθηκε αργότερα) τις πληροφορίες για ευρύτερο δίκτυο εγκλημάτων, το οποίο προσπαθούσε να καλύψει το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών. Ο Φελτ παραιτήθηκε στις 22/6 του 1973. Νωρίτερα, είχε δώσει στοιχεία για το Watergate και σε άλλα μέσα.

Καρλ - δημοσιογράφος
Πηγή: wikipedia.org(Καρλ Μπερνστάιν)

Ο Γούντγουορντ δεν είχε συστήσει καν τον Φελτ στον άμεσο συνεργάτη του, Καρλ Μπερνστάιν, μέχρι το 2005, όταν η κόρη του πληροφοριοδότη τον έπεισε να ομολογήσει την ταυτότητα του. Οι τρεις τους είχαν συναντηθεί ένα απόγευμα, για δυο ώρες, στη Santa Rosa, όπου έμενε ο Φελτ αφότου βγήκε σε σύνταξη. Σε αυτήν τη συνάντηση είχε παραδεχθεί ότι ο ρόλος του, στην πτώση του Νίξον, ήταν διττός. Ήταν μυστικός πληροφοριοδότης που κρατούσε ζωντανή την ιστορία στα media και ως μέλος του Federal Bureau of Investigation έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, προκειμένου να μην καταφέρει ο Νίξον να επηρεάσει την έρευνα του FBI. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως χωρίς τον Φελτ δεν θα υπήρχε Watergate.