Έπειτα από δεκαετίες που το ζευγάρι δρούσε παράνομα στον χώρο της τέχνης, μία στιγμή απροσεξίας στάθηκε αρκετή για να αποκαλύψει τη μεγάλη τους απάτη.
Πλαστά αποδεικτικά γνησιότητας συνόδευαν έργα τέχνης που ήταν μεν πρωτότυπα αλλά όχι του καλλιτέχνη που θεωρητικά τα υπέγραφε. Οι δυο τους, ζωγράφιζαν πίνακες που παρέπεμπαν σε διάσημους καλλιτέχνες και μετά, μέσω ενός καλά οργανωμένου δικτύου τα διοχέτευαν σε διάσημες γκαλερί και μεγάλες δημοπρασίες.
Ωστόσο, αρκούσε μία μικρή λεπτομέρεια για να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Ο Wolfgang και η Beltracchi χρησιμοποιούσαν ψευδάργυρο προκειμένου να δημιουργήσουν τη λευκή βαφή με την οποία υπέγραφαν. Κάποια στιγμή, λόγω έλλειψης του, αναγκάστηκαν να αγοράσουν μία χρωστική ψευδάργυρου από έναν Ολλανδό κατασκευαστή η οποία περιείχε τιτάνιο.
Όταν λίγο μετά την πώληση του εξετάστηκε ο πίνακας, διαπιστώθηκε η ύπαρξη τιτάνιου η οποία δεν δικαιολογούνταν με βάση την χρονολογία που θα έπρεπε να έχει το έργο. Συγκεκριμένα, ο πίνακας «Red Picture with Horses», είχε παρουσιαστεί ως έργο του εξπρεσιονιστή καλλιτέχνη Heinrich Campendonk και πωλήθηκε σε δημοπρασία έναντι 2,8 εκατομμυρίων ευρώ. Όμως, το τιτάνιο που βρέθηκε άρχισε να χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία από τη δεκαετία του 1920. Ωστόσο, το εν λόγω έργο υποτίθεται ότι έγινε το 1914.
Αυτή η μικρή λεπτομέρεια, ήταν αρκετή για να αποκαλυφθεί η επιχείρηση πλαστογραφίας που είχε αναπτύξει το ζευγάρι το οποίο κατάφερε να ξεγελάσει ακόμα και έμπειρους στην αξιολόγηση έργων τέχνης. Βέβαια, φαίνεται ότι μερικοί από αυτούς είχαν χρηματιστεί κατά τη διάρκεια των χρόνων προκειμένου να προσφέρουν την σιωπή τους.
Το 2011, μετά από 30 χρόνια παράνομης επιχειρηματικής δραστηριότητας, ο Wolfgang και η Helene καταδικάστηκαν σε έξι και τέσσερα χρόνια φυλάκισης, αντίστοιχα, αν και οι δύο τελικά αφέθηκαν ελεύθεροι πριν εκτίσουν όλη την ποινή της πληρώνοντας 35 εκατομμύρια ευρώ ως αποζημίωση.
Αντί να αναπαράγει υπάρχοντες πίνακες, ο Wolfgang δημιουργούσε πρωτότυπα έργα που μιμούνταν επιδέξια τα στυλ των αποθανόντων Ευρωπαίων καλλιτεχνών, συμπεριλαμβανομένων των Max Ernst, Fernand Léger, Kees van Dongen και André Derain. Στη συνέχεια, η σύζυγός του Helene τα πουλούσε ως έργα χωρίς διαπιστευτήρια, συχνά για επταψήφια ποσά. Το ζευγάρι, είχε φτιάξει ένα ισχυρό πέπλο προστασίας δίνοντας προσοχή στις λεπτομέρειες που θα έκαναν την ιστορία του αληθοφανή. Όπως ισχυρίζονταν, η συλλογή έργων τέχνης ήταν κληρονομιά από τον παππού της Helene, ο οποίος και την είχε αποκτήσει από έναν Εβραίο γκαλερίστα που δραπέτευσε από τη Γερμανία του Χίτλερ.
Η ιστορία του πώς λειτούργησε η παράνομη δράση του ζευγαριού αναλύεται σε ένα ντοκιμαντέρ όπου δίνουν τις δικές τους εξηγήσεις αναφορικά με το τι τους ώθησε σε κάτι τέτοιο.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι κατόπιν αιτήματος της συζύγου του, το βιβλίο επικεντρώνεται κυρίως στον Wolfgang που ήταν και ο ισχυρότερος πόλος μεταξύ των δύο και ο ρόλος του ήταν καθοριστικός για την επιχείρηση. Όπως εξηγεί, για εκείνον η πλαστογραφία ήταν μια δημιουργική διαδικασία και η εξαπάτηση εξελίχθηκε σε παιχνίδι. Αν και η παράνομη πώληση έργων τέχνης τους απέφερε μεγάλα χρηματικά ποσά, ήταν κοινή απόφαση να μεγαλώσουν τα παιδιά τους χωρίς να κάνουν υπερβολές. Το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων τους, αφορούσε ταξίδια κατά τα οποία επισκέπτονταν από κοντά τα γνήσια έργα των καλλιτεχνών, καθώς και τα μέρη όπου αυτοί μεγάλωσαν και δημιούργησαν. Είναι λοιπόν εμφανές, ότι τους ενδιέφερε πολύ να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες πάνω και γύρω από τις οποίες θα μπορούσαν να στήσουν με δεξιοτεχνία το αφήγημα τους.
«Η πλαστογραφία ήταν σχεδόν τυχαία», είπε ο Wolfgang . «Απολαύσαμε να πουλάμε τους πίνακες, πήραμε την ευκαιρία, πλουτίσαμε. Έπρεπε να ζωγραφίζω και απολαύσαμε και την έρευνα. Η πλαστογραφία ήταν ένας τρόπος για να συνδυάσω όλα αυτά τα πράγματα.»
Το ζευγάρι, μαζί με δύο συνεργάτες τους, καταδικάστηκαν τελικά για πλαστογραφία 14 έργων τέχνης. Δεκάδες ακόμη αποκλείστηκαν από τη δίκη λόγω παραγραφής. Ωστόσο, υπολογίζεται ότι παρήγαγαν περίπου 300 πλαστά έργα, πολλά από τα οποία δεν ταυτοποιήθηκαν ποτέ και οι ιδιοκτήτες τους μάλλον αγνοούν την πραγματική τους προέλευση.
Αν και οι πίνακες στην πλειοψηφία τους είναι αποτελέσματα της φαντασίας, συχνά τους έδιναν τίτλους έργων που αν και ήταν γνωστά δεν υπήρχαν φωτογραφίες τους, γεγονός που βοηθούσε στο να μην δημιουργηθούν υποψίες και να μην είναι εύκολα ανιχνεύσιμη η απάτη τους.
Διαβάστε ακόμα στο intronews.gr
Afrofuturism: Ένα νέο κίνημα με εντυπωσιακές φουτουριστικές φιγούρες γυναικών