Περιεχόμενα
Υπάρχουν ταινίες όπου οι φήμες για τα όσα συμβαίνουν στα γυρίσματα και τα παρασκήνια, μπορούν να υπογράψουν φαρδιά – πλατιά την αποτυχία τους, ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα που φτάνει στο πανί.
Αλλά αν μιλάμε για κουτσομπολιά, φήμες, τσακωμούς, αλλαγές στο καστ, απολύσεις, εκρήξεις θυμού και αλόγιστες σπατάλες που έμειναν στην Ιστορία, γραμμένες με τα πιο μαύρα γράμματα, μιλάμε για την ταινία «Κλεοπάτρα» του 1963. Μιλάμε για ένα Έπος και μια Καταστροφή ταυτόχρονα – με άλλα λόγια μια Επική Καταστροφή. Μιλάμε, βέβαια, και για τη γέννηση του πιο διάσημου δεσμού του Χόλιγουντ.
Όλα στραβά από την αρχή
Η 20th Century Fox, μετά από μια σειρά αποτυχημένων ταινιών στα τέλη της δεκαετίας του ’50, έβαλε τα ρέστα της στην «Κλεοπάτρα». Αυτό που είχαν στο μυαλό τους οι άνθρωποι του στούντιο, ήταν ένα μέτριου μπάτζετ ριμέικ της βουβής ταινίας του 1917. Το σενάριο, ήρθε στα χέρια του παραγωγού Βάλτερ Βάγκνερ κι εκείνος είδε μπροστά του μια σπουδαία ευκαιρία: να δημιουργήσει κάτι που θα μνημονεύεται για δεκαετίες. Πέταξε στα σκουπίδια το σενάριο της βουβής ταινίας του ’17 και μαζί τις φράσεις «μέτριο μπάτζετ» και άρχισε να ψάχνει για έναν συγγραφέα που θα ήταν στο ίδιο μήκος κύματος με εκείνον. Τον βρήκε στο πρόσωπο του Ρούμπεν Μαμούλιαν και παρέα κατέληξαν ότι η ιδανική Κλεοπάτρα, θα ήταν η Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Τι περιμένατε; Να βάλουν Αιγύπτια να παίζει την Βασίλισσα της Αιγύπτου στη δεκαετία του ’50;
Η κακή μέρα, φάνηκε από το πρωί. Η απαίτηση της πρωταγωνίστριας, ήταν τα γυρίσματα να μην γίνουν στο Χόλιγουντ αλλά στο Λονδίνο. Τι σχέση έχει το τοπίο ή ο (καθόλου) ήλιος ή οι θερμοκρασίες του Λονδίνου με της Αιγύπτου; Απολύτως καμία. Ωστόσο τα «Pinewood Studios» κλήθηκαν να βγάλουν το φίδι από την τρύπα και ο Πίτερ Φιντς κλήθηκε να υποδυθεί τον Καίσαρα, ο Στίβεν Μπόιντ τον Μάρκο Αντώνιο και ο Κιθ Μπάξτερ τον Οκταβιανό. Όσοι έχετε δει την ταινία, καλά θυμάστε: έχουμε ένα μεγαλοπρεπές μηδέν στα τρία εδώ, καθώς κανείς από τους τρεις αυτούς κυρίους δεν κράτησε το ρόλο του.
Μπορούν τα πράγματα να πάνε χειρότερα; Ω, ναι…
Η Τέιλορ στην αρχή γκρίνιαζε για το χτένισμά της. Στη συνέχεια, τα προβλήματά της έγιναν σοβαρότερα: η υγρασία του Λονδρέζικου καιρού επιδείνωσε την ήδη κακή υγεία της και ο σκηνοθέτης αναγκάστηκε να ξεκινήσει, γυρνώντας τις σκηνές όπου δεν έπαιζε η βασική πρωταγωνίστρια. Η Τέιλορ τελικά, με εντολή γιατρού μπήκε «στα πιτς» για άγνωστο χρονικό διάστημα και οι σεναριογράφοι κλήθηκαν εσπευσμένα να γράψουν σελίδες επί σελίδων, που δεν θα περιείχαν πουθενά την ίδια την Κλεοπάτρα. Αποτέλεσμα; Τα έξοδα έτρεχαν, η βροχή και η υγρασία κατέστρεφαν αργά και σταθερά τα σκηνικά και από την ταινία, υπήρχαν σκάρτα 10 ωφέλιμα λεπτά. Η 20th Century Fox φυσικά και «χρέωσε» τον Ρούμπεν Μαμούλιαν και εκείνος αποφάσισε να τζογάρει: απείλησε να παραιτηθεί αλλά αποδείχθηκε κακός παίκτης. Η παραίτησή του έγινε δεκτή πριν καλά – καλά στεγνώσει το μελάνι που την έγραψε.
Στην σκηνοθετική καρέκλα κάθισε ο Μάνκιεβιτς. Εκείνος δεν έφερε απλά αέρα αλλαγής στο σετ, αλλά έφερε αλλαγή στο ίδιο το σετ, μετακομίζοντάς το από το Λονδίνο στη Ρώμη και τα στούντιο της «Τσινετσιτά», μέρος αρκετά πιο ταιριαστό με το θέμα της ταινίας, που είχε και Ρώμη και Ρωμαίους και αυτοκράτορα και ηλιοφάνεια και απ’ όλα. Η κακοτυχία όμως, ακολούθησε την παραγωγή στο ταξίδι της στην Ιταλία: η Ελίζαμπεθ Τέιλορ παραλίγο να χάσει τη ζωή της από πνευμονία και όλοι οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές, πλην της Τέιλορ, αποχώρησαν με ελαφριά πηδηματάκια. Ο Χάρισον, ο Μπάρτον και ο Μακ Ντάουελ, ήρθαν από τον πάγκο και μπήκαν αλλαγή – και ακόμα δεν είχαμε φτάσει στο ημίχρονο του «αγώνα».
Τα στούντιο της «Τσινετσιτά» αποδείχθηκαν πολύ φτωχικά για να υπηρετήσουν μια τόσο μεγαλεπήβολη παραγωγή. Τα κόστη συνέχιζαν να καλπάζουν και ο επικεφαλής του στούντιο, Σπύρος Σκούρας δεν μπορούσε να ζητάει συνέχεια περισσότερα χρήματα από τη Fox, χωρίς να εμφανίζει μια κάποια πρόοδο. Ο Μάνκιεβιτς ξεκίνησε ξανά τα γυρίσματα γράφοντας και σβήνοντας σκηνές, πήγε στα κεντρικά για να ζητήσει, να απαιτήσει, να παρακαλέσει, να τους δείξει υλικό, να τους περιγράψει τι είχε στο μυαλό του για τη συνέχεια. Εντωμεταξύ – μαντέψτε: τα έξοδα συνέχιζαν να τρέχουν, ο Μάνκιεβιτς έφτασε σε σημείο απελπισίας, ο Σκούρας άρχισε να νοιάζεται περισσότερο για να σώσει τη δουλειά του παρά για την ολοκλήρωση της ταινίας και ο Βάγκνερ, ο παραγωγός, παραλίγο να απολυθεί διότι τίποτα δεν κυλούσε όπως θα έπρεπε. Ο Μάνκιεβιτς, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσει την παρτίδα, «ντύθηκε» – πέρα από σκηνοθέτης – και σεναριογράφος και παραγωγός.
Και μέσα σε όλα αυτά, γεννήθηκε μια σχέση ηφαιστειακού πάθους
Όταν οι δυο τους πρωτοσυναντήθηκαν, εκείνος της ψιθύρισε: «Σου έχει πει κανείς πόσο όμορφο κορίτσι είσαι;». Απογοητευτική ατάκα, εννοείται, πόσο μάλλον όταν απευθύνεσαι σε μια από τις πιο διάσημες σταρ της εποχής, το χρώμα των ματιών της οποίας έχουν μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου.
«Να ο μεγάλος εραστής» αστειεύτηκε εκείνη, «το μεγάλο πνεύμα, ο μεγάλος ιντελεκτσουέλ της Ουαλίας που εμφανίζεται με αυτήν την ατάκα». Ο Μπάρτον, βλέπετε, πέρα από το ότι ήταν παντρεμένος, κουβαλούσε ήδη τη φήμη του «γυπαετού».
Οι διαθέσεις της για εκείνον άλλαξαν στις 22 Ιανουαρίου του 1962, στα γυρίσματα της πρώτης τους κοινής σκηνής. Ο Μπάρτον ήταν άυπνος για δύο ημέρες και είχε πιεί οτιδήποτε πίνεται. Εκτός από καφέ, που τον είχε μαζί του στο σετ των γυρισμάτων, για να κρατηθεί ξύπνιος. Ήταν τέτοια η υπερέντασή του, όμως, που δεν μπορούσε να κρατήσει την κούπα σταθερή για να πιεί. «Μπορείς να μου τη βάλεις στα χείλη;» ρώτησε τη συμπρωταγωνίστριά του.
«Ήταν τόσο βλάκας, ήταν τόσο χάλια… Και κοίταξα αυτά τα πράσινα μάτια που αστράφτουν και μου χαμογελούσαν και ήπιε ολόκληρη την κούπα και συνεχίσαμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον» διηγούταν αργότερα η Τέιλορ. Θυμόταν τους δυο τους να είναι τόσο κοντά, εκείνη να παρατηρεί τα σκασμένα αιμοφόρα αγγεία στο πρόσωπο του τακτικού πότη—και περιέργως τον ερωτεύονταν εκείνη τη στιγμή. Δεν ήταν ο αλαζονικός ηθοποιός που είχε φανταστεί, αντίθετα ήταν οδυνηρά ευάλωτος.
Το αυτό ίσχυε και για το άλλο άκρο. «Ερωτεύτηκα αμέσως», είπε αργότερα ο Ρίτσαρντ. «Ήταν σαν ένας αντικατοπτρισμός της ομορφιάς των αιώνων, ακαταμάχητη σαν την έλξη της βαρύτητας».
Ένα μόνο πρόβλημα υπάρχει: Είναι και οι δύο παντρεμένοι, η Τέιλορ με τον τραγουδιστή Έντι Φίσερ και ο Μπάρτον με την ηθοποιό Σίμπιλ Μπάρτον, με την οποία είχαν δύο κόρες. Ο Φίσερ σταματά να πηγαίνει στο πλατό όταν ο Ρίτσαρντ και η Ελίζαμπεθ έχουν κοινές σκηνές. Το φλερτ τους είναι τόσο υπερβολικά εμφανές σε όλους και τόσο υπερβολικά ταπεινωτικό για εκείνον. Αντιθέτως, η Σίμπιλ θεωρεί ότι η σχέση του συζύγου της με την Τέιλορ δεν θα ήταν διαφορετική από όλες τις άλλες.
Μόνο που η σχέση τους πήρε έναν δρόμο που καμία άλλη σχέση δεν είχε πάρει πριν: έγιναν παγκόσμιο φαινόμενο – ο Μπάρτον το ονόμασε «Le Scandale» – μια ερωτική σχέση που σηματοδότησε την αρχή της εμμονής του κόσμου με τη διασημότητα, πολύ πριν τους «Brangelina», τους «Bennifer» και τους «Kimye». Είναι το ζευγάρι για τους οποίους εφευρέθηκαν οι ουσιαστικά οι «παπαράτσι».
Οι φωτογραφίες τους να φιλιούνται σε γιοτ στη Μεσόγειο και να περπατούν κατά μήκος της Βία Βένετο της Ρώμης γίνονται πρωτοσέλιδα. «Είχα σχέσεις στο παρελθόν», είπε ο Ρίτσαρντ σε έναν τύπο που έκανε τις δημόσιες σχέσεις για το φιλμ. «Πώς ήξερα ότι η γυναίκα ήταν τόσο διάσημη; Έχει “πετάξει” τον Χρουστσόφ -ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης-από τα πρωτοσέλιδα».
Η σχέση τους ήταν τόσο τεράστια είδηση που ακόμη και το Βατικανό έδινε προσοχή. Σε μια ανοιχτή επιστολή στην εβδομαδιαία εφημερίδα του Βατικανού, η Ελίζαμπεθ κατηγορήθηκε για «ερωτική αλητεία» επειδή κοιμόταν με τον Μπάρτον ενώ ήταν ακόμη παντρεμένη με τον Φίσερ (το «κέρατο» του Μπάρτον από την άλλη θεωρήθηκε φυσιολογικό).
Το παράνομο ζευγάρι δεν έπαιρνε στα σοβαρά τους ηθικολόγους. Ο Μπάρτον έγραφε σε ένα σημείωμα προς την Τέιλορ: «Θα μου επιτρέψεις, παρεμπιπτόντως, να σε γ…σω σήμερα το απόγευμα;» ενώ σε ένα άλλο σημείωνε: «Σε αγαπώ άσχημα, σαν αρρώστια. Σε ονειρεύομαι κουλουριασμένη στον ύπνο. Ζηλεύω ακόμα και το κρεβάτι…»
Όσο το ζεύγος ερωτοτροπεί, ο Σκούρας απολύεται. Ο Ντάριλ Ζανούκ αναλαμβάνει το τιμόνι της Fox και κατευθείαν παίρνει στο χέρι του ένα ψαλίδι και αρχίζει να «κόβει»: στην αρχή, έκοψε μπάτζετ. Στη συνέχεια έκοψε και τον Μάνκιεβιτς αντικαθιστώντας τον με τον Έλμο Γουίλιαμς, αλλά οι πρωταγωνιστές πατάνε πόδι, ο Μάνκιεβιτς επιστρέφει και έχει μπροστά του τη μεγάλη πρόκληση να επιβλέψει το μοντάζ και να φροντίσει η τελική της διάρκεια να είναι τόση, ώστε να μπορεί να παίξει στους κινηματογράφους των ΗΠΑ. Την φτάνει αρχικά στα 251 λεπτά και τελικά στα 184 λεπτά.
Πόσο πήγε το μαλλί;
Το τελικό κόστος παραγωγής, έφτασε τα 31 εκατομμύρια δολάρια – ήταν τότε η πιο ακριβή παραγωγή όλων των εποχών. Σε σημερινά λεφτά, υπολογίστε περίπου 280 εκατομμύρια. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν υπολογιστές και CGI, οι χιλιάδες Αιγύπτιοι έπρεπε να είναι χιλιάδες κομπάρσοι. Τα σκηνικά και τα κοστούμια έπρεπε να είναι ακριβά και εντυπωσιακά. Η τελετή της άφιξης της Κλεοπάτρας στη Ρώμη ή η πολιορκία της Αλεξάνδρειας, ήταν «πραγματικές» – ή τουλάχιστον όσο πιο κοντά στην πραγματικότητα γινόταν. Όλο αυτό, μαζί με τους παχυλούς μισθούς των πρωταγωνιστών, τις παραξενιές τους, τις παλινωδίες, τις απολύσεις, την αλλαγή χώρας για τα γυρίσματα, τα σκηνικά που καταστράφηκαν και ξαναφτιάχτηκαν και άλλα πολλά, εκτόξευσαν το κόστος στην κινηματογραφική στρατόσφαιρα. Η Fox, σε μια προσπάθεια να ρεφάρει (οικονομικά αλλά και επικοινωνιακά) κάνει ένα πρωτόγνωρο promotion και μια μεγαλειώδη διαφημιστική εκστρατεία. Η ταινία τελικά φέρνει στα ταμεία 40 εκατομμύρια δολάρια, ποσό τεράστιο για την εποχή αλλά όχι αρκετό για να επουλώσει τις πληγές και να δικαιώσει το στούντιο για τοις επιλογές του. Η διάρκεια της ταινίας, δημιουργεί πρόβλημα: είναι τόσο μεγάλη, που οι κινηματογράφοι δεν μπορούν να την προβάλουν πολλές φορές μέσα στη μέρα, οπότε χάνονται εισιτήρια και έσοδα. Και συνολικά, με τα όσα έγιναν μπροστά και πίσω από τις κάμερες, κανένας δεν μιλάει, από τότε μέχρι σήμερα, για μια τεράστια επιτυχία, αλλά για έναν ψυχοβγάλτη, ένα έπος όπου όλα πήγαν στραβά και μια μεγαλειώδη καταστροφή, που όμοιά της δεν ξανάδε ο κινηματογράφος.