To 1972 ο Φράνσις Φορντ Κόπολα μετέφερε στην μεγάλη οθόνη τον «Νονό», το μυθιστόρημα του Νίνο Πούζο για μια οικογένεια Σικελών μαφιόζων -το πρώτο μέρος μιας κινηματογραφικής τριλογίας που ολοκληρώθηκε το 1990.
To αποτέλεσμα του πρώτου αυτού «Νονού» δεν υπήρξε απλά μια κορυφαία στιγμή στην πορεία του Αμερικανού σκηνοθέτη, αλλά και μια από τις εμβληματικότερες στιγμές του αμερικανικού κινηματογράφου μέχρι και σήμερα. Ανάμεσα στα πολλά που μνημονεύονται από την ταινία είναι φυσικά και η ερμηνεία του Μάρλον Μπράντο ως την κεφαλή της οικογένειας, Βίτο Κορλεόνε.
Ήταν σίγουρο πως μια τέτοια ταινία θα έκανε αισθητή την παρουσία της στα βραβεία Όσκαρ, αποσπώντας μάλιστα 3 Χρυσά Αγαλματίδια στην τελετή του 1973. Ανάμεσα σε αυτά, ήταν και το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου που πήγε στον Μάρλον Μπράντο.
Όμως, ο Αμερικανός ηθοποιός αντί να παρευρεθεί στην τελετή και να παραλάβει το βραβείο του με έναν τυπικό ευχαριστήριο λόγο από αυτούς που έχουμε συνηθίσει, αποφάσισε να κάνει μια πιο ηχηρή κίνηση: έστειλε για λογαριασμό του στα Όσκαρ την Σατσίν Λιτλφέδερ, ή αλλιώς, Μαρία Κρουθ, μια αυτόχθονα Αμερικανή ηθοποιό, η οποία εμφανίστηκε στην τελετή φορώντας στολή Απάτσι.
Όταν, λοιπόν, ο Ρότζερ Μουρ και η Λιβ Ούλμαν ανακοίνωσαν την νίκη του Μάρλον Μπράντο, στην σκηνή ανέβηκε η Λιτλφέδερ μαζί με ένα γράμμα 15 σελίδων του ηθοποιού -που ελλείψει χρόνου δεν μπόρεσε να διαβάσει στην τελετή. Είπε, όμως, πως ο ηθοποιός αρνείται το συγκεκριμένο βραβείο ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τον τρόπο που η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία αντιμετώπιζε τους ιθαγενείς. Ήταν συγχρόνως και η πρώτη Ινδιάνα που ανέβηκε στην σκηνή των βραβείων Όσκαρ.
Μπορεί, πλέον, οι πολιτικές και κοινωνικές δηλώσεις να αποτελούν βασικό συστατικό της ατζέντας των βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, όμως δεν ίσχυε το ίδιο και εν έτει 1973. Μάλιστα, όσο η Σατσίν Λιτλφέδερ βρισκόταν πάνω στην σκηνή, κάποιοι από το κοινό την γιούχαραν, ενώ, λέγεται πως ο Τζον Γουέιν, που βρισκόταν εκείνη την ώρα στα παρασκήνια, θύμωσε τόσο που χρειάστηκαν έξι σωματοφύλακες για να τον συνετίσουν.
Η ίδια η ιθαγενής γυναίκα, πάλι, είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή της το 2020 στο BBC πως έφυγε από την σκηνή των Όσκαρ συνοδευόμενη από δύο σωματοφύλακες. Όσο για την παραφιλολογία που ακολούθησε στα ΜΜΕ, κάποια από αυτά υποστήριξαν πως η Σατσίν Λιτλφέδερ δεν ήταν πραγματικά Ινδιάνα κι όλο αυτό δεν ήταν παρά ένας τρόπος για να κερδίσει πόντους η καριέρα της αλλά και ότι ήταν ερωμένη του Μάρλον Μπράντο.
Οι αρνητικές αντιδράσεις δεν σταμάτησαν, όμως, εκεί, μιας και στα χρόνια που ακολούθησαν η Λιτλφέδερ είχε αποκαλύψει πως υπήρξε αντικείμενο κοροϊδίας, χλευασμού, είχε δεχτεί μέχρι και επίθεση για την σύντομη εκείνη εμφάνισή της στα Όσκαρ.
Τον Αύγουστο του 2022, η Αμερικανική Ακαδημία αποφάσισε να επανορθώσει για όλα αυτά, απολογούμενη για μία από τις πιο πολυσυζητημένες στιγμές στην ιστορία των Όσκαρ. Μάλιστα, ο πρόεδρος της Ακαδημίας, Ντέιβιντ Ρούμπιν, έστειλε ένα απολογητικό γράμμα στην γυναίκα πίσω στον Ιούνιο.
Σε αυτό διαβάσαμε μεταξύ άλλων: «Η κακομεταχείριση που υπομείνατε γι’ αυτήν την δήλωση ήταν αδικαιολόγητη και άδικη. Το συναισθηματικό βάρος που έχετε κουβαλήσει και το κόστος στην ίδια την καριέρα σας στην βιομηχανία μας είναι ανεπανόρθωτα. Για πάρα πολύ καιρό το κουράγιο που δείξατε δεν είχε γίνει γνωστό. Γι’ αυτό, απολογούμαστε βαθιά και δείχνουμε τον ειλικρινή θαυμασμό μας».
Η Σατσίν Λιτλφέδερ, με την σειρά της, είχε χαρακτηρίσει «βαθιά ενθαρρυντικό να βλέπω πόσα έχουν αλλάξει από όταν δεν αποδέχθηκα το βραβείο της Ακαδημίας πριν 50 χρόνια».
Η Λιτλφέδερ έδινε μάχη με τον καρκίνο του στήθους και πέθανε τον Οκτώβριο του 2022, στα 75 της…