Περιεχόμενα
Πενήντα χρόνια πέρασαν από εκείνο το βράδυ της 17ης Νοέμβρη του 1973. Το βράδυ που γεννήθηκε ξανά η Δημοκρατία στη χώρα.
Το πρώτο βήμα έγινε στις 14 Φεβρουαρίου 1973, όταν οι φοιτητές στην Αθήνα ξεσηκώθηκαν και ζητούσαν την κατάργηση του Ν.1347, ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση όσων είχαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Ως απάντηση η αστυνομία, μπήκε στον χώρο, συνέλαβε έντεκα φοιτητές και τους παρέπεμψε σε δίκη με την κατηγορία της «περιύβρισης αρχής». Οι 8 καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, ενώ περίπου 100 άλλοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σπουδές τους και να ντυθούν στα χακί.
«Η φιλελευθεροποίηση του Μαρκεζίνη έπαιξε ένα ρόλο στο Πολυτεχνείο, με την έννοια ότι πολλοί άνθρωποι ξεθάρρεψαν λίγο και φαντάστηκαν ότι θα υπάρχει μία κάπως μεγαλύτερη ανοχή σε εκδηλώσεις που στρέφονταν έμμεσα ή άμεσα εναντίον της Χούντας. Αυτό βέβαια, όπως ξέρουμε, διαψεύστηκε και μάλιστα πολύ αιματηρά από τα γεγονότα που ακολούθησαν», λέει μιλώντας στο intronews.gr ο συγγραφέας, Ηρακλής Λογοθέτης ο οποίος μπήκε εκείνες τις ημέρες στο Πολυτεχνείο από τους πρώτους και βγήκε από τους τελευταίους.
«Υπήρχε ήδη μία έντονη αναστάτωση. Μία υπόγεια ταραχή, θα έλεγα καλύτερα, σαν τον βρασμό του νερού σε μία κατσαρόλα που έχουν αρχίσει να βγαίνουν στην επιφάνεια οι φυσαλίδες. Γι’ αυτό και η αναστάτωση αυτή, μία γενικευμένη ανησυχία, δεν ήταν ακόμα ορατή», προσθέτει.
Οι 3 μέρες που έριξαν τη Χούντα
Η αντίστροφη μέτρηση για την Χούντα των Συνταγματαρχών ξεκίνησε λίγους μήνες μετά, την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου, όταν φοιτητές του Πολυτεχνείου, αποφασίζουν κατάληψη και καλούν για συμπαράσταση άλλους φοιτητές. Το κάλεσμα αυτό είχε ακαριαία ανταπόκριση και έτσι λίγο μετά εκλέγεται η λεγόμενη επιτροπή αγώνα.
«Το Πολυτεχνείο ήταν ένα εντελώς αυθόρμητο ξέσπασμα. Δεν καθοδηγήθηκε από κανεναν και όπως όλες οι στρατιωτικές εξεγέρσεις δεν άρχισε να βαδίσει με κάποιο στρατιωτικό βηματισμό εναντίον της Χούντας. Ηταν ασύντακτο, απείθαρχο, άναρχο, εορταστικό και ανύποπτο απέναντι στο μέγεθος των πραγμάτων που ήδη γινόταν τότε. Γινόταν κάτι πολύ μεγάλο αλλά δεν το ξέραμε. Τα ιστορικά μεγέθη σχηματίζονται μετά.
Εν μέρει, από τον μύθο τους και εν μέρει από την πραγματικότητά τους και αυτή ωστόσο βρίσκεται μπροστά σε ενα μεγενθυτικο κάτοπτρο. Τοτε, ο φακός των γεγονότων δεν είχε πέσει ακόμα στο Πολυτεχνείο. Ήταν κάτι που δεν ξέραμε την κλίμακα του ακόμα. Επομένως, δεν υπήρχε η ιδέα ότι συμμετέχουμε σε κάτι παραπάνω από μια ακομα εκδήλωση – τη μεγαλύτερη βεβαια – εναντίον της Χούντας.
Εκεί οι άνθρωποι άλλωστε δεν ήρθαν, όπως είπα και πριν, με βάση κάποια πολιτική διάταξη, οι περισσότεροι τουλάχιστον, ασφαλώς υπήρχαν οργανωμένοι σε ποικίλα κόμματα, κινήματα, οργανώσεις της Αριστεράς, αλλά υπήρχε μια μεγάλη μάζα ανθρώπων που έτρεξε γιατι απλώς συγκινήθηκε από τους υπόλοιπους και εδώ η συγκίνηση είναι με την ουσιαστική έννοια της λέξης. Συν και κίνηση. Γιατί, ξέρετε, και το αίσθημα της ανυπακοής, αυτό το τόσο εορταστικό αίσθημα της ανυπακοής, είναι μεταδοτικό, όπως άλλωστε και ο φόβος», λέει ο Ηρακλής Λογοθέτης και προσθέτει:
«Θέλω να πω ότι μένω έκπληκτος όταν βλέπω να μιλούν για πρωταγωνιστές του Πολυτεχνείου οι oποίοι δεν υπήρχαν. Δεν υπήρξαν ποτέ. Το Πολυτεχνείο ήταν ένα κίνημα το οποίο ξεφυτρωσε μονο του και, όπως ξερουμε, ό,τι ξεφυτρώνει μόνο του δεν μοιάζει με κάποιο αγγλικό περιποιημένο παρτέρι, δεν υπάρχουν τακτοποιημένες δυνάμεις, υπάρχει μία ασυντακτη τρέχουσα δυναμική που αλλάζει συνεχώς τα πράγματα και μέσα σε αυτή τη δυναμική δεν υπήρχε ούτε καν χρόνος να σχηματιστούν ηγετικές ομάδες ή να αναδειχθούν πρωταγωνιστές.
Όλοι όσοι ήταν στο Πολυτεχνείο ήταν πρωταγωνιστές του. Και αυτοί που ήταν μέσα και οι δεκάδες χιλιάδες που άρχισαν να συρρέουν σταδιακά απ’ έξω».
«Κανείς δεν είπε να ”φτιάξει” ένα Πολυτεχνείο και να προετοιμάσει κόσμο για μία εξέγερση, όλο αυτό ήταν κάτι που έγινε αυθόρμητα»
Ένα σύνθημα που έχει σημαδέψει ολόκληρες γενιές στη μεταπολιτευτική Ελλάδα γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή και παραμένει ακόμα και σήμερα ζωντανό. Είναι το «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία», που ήταν γραμμένο στην πύλη που έριξε το τανκ.
«Εγώ βρέθηκα εκεί ύστερα από τηλεφωνήματα φίλων, που μου έλεγαν ότι μαζεύεται κόσμος στο Πολυτεχνείο. Πήγα από την πρώτη μέρα και βγήκα από τους τελευταίους Ευτυχώς ήμουν από τους τυχερούς. Και βγήκα ζωντανός και η σύλληψή μου καθυστέρησε για 2,5 μήνες», σημειώνει ο Η. Λογοθέτης.
Από την πρώτη μέρα οι φοιτητές κατασκευάζουν τον περίφημο ραδιοφωνικό σταθμό και το πρωί της 15ης Νοέμβρη τίθεται σε λειτουργία, στους 1.050 χιλιοκύκλους, αρχικά στο κτήριο του Χημικού και αργότερα στο κτήριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον Δημήτρη Παπαχρήστο.
Ομάδες φοιτητών έγραφαν συνθήματα σε πανό, σε πλακάτ, σε τοίχους, σε λεωφορεία και τοίχους. Οργανώθηκαν άμεσα και έφτιαξαν εστιατόριο και νοσοκομείο, εντός του ιδρύματος ενώ άλλοι ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου.
Ανεβασμένοι στα κάγκελα, φοιτητές φωνάζουν συνθήματα και καλούν τον κόσμο της Αθηνάς να τους ακολουθήσει.
Απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων δηλώνουν: «Είμαστε δεξιοί, αριστεροί, κεντρώοι, τροτσκιστές, μαοϊκοί, αναρχικοί. Όλοι ενωμένοι», δείχνοντας έτσι πως το Πολυτεχνείο ήταν μια αυθόρμητη θύελλα που μόλις ξεκίνησε και δεν κατευθύνεται από κανένα κόμμα ή οργάνωση.
«Εγώ ήμουν ένας από τους χιλιάδες ανθρώπους που κατέβηκαν στο Πολυτεχνείο. Χιλιάδες άνθρωποι που δεν ήταν ούτε οργανωμένοι πουθενά κατέβηκαν από τις γειτονιές. Πολλοι ήταν ήσυχοι νοικοκυραίοι, αλλά τα πόδια τους τους έφεραν στο Πολυτεχνείο γιατί έβλεπαν ότι κάτι καινούργιο γεννιέται εκεί, κάτι γίνεται, χτυπιέται αυτό το τυραννικό καθεστώς», λέει μιλώντας στο intronews.gr ο ηθοποιός Αλέξης Μαρτζούκος και προσθέτει:
«Ήμουν οργανωμένος σε μια τροτσκιστική οργάνωση. Ακόμα και εμείς που ήμασταν οργανωμένοι, δεν ξέραμε τι θα γίνει. Κανείς δεν είπε να ”φτιάξει” ένα Πολυτεχνείο και να προετοιμάσει κόσμο για μία εξέγερση. Όλο αυτό ήταν κάτι που έγινε αυθόρμητα, από τις 15 του μήνα στις γειτονιές ακουγόταν ότι κάτι γίνεται στο Πολυτεχνείο. Λέγαμε ο ένας με τον άλλον πάμε στο Πολυτεχνείο. Δεν υπήρχε καμία γραμμή κομματική. Απλά ακούμε ότι κάτι συνέβαινε και πηγαίναμε».
Στις 16 Νοεμβρίου πραγματοποιούνται καταλήψεις και σε Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης και της Πάτρας. Στην Αθήνα, εργάτες και μαθητές ενώνονται με τους φοιτητές και διογκώνουν τον παλμό και τη δύναμη της εξέγερσης.
«Το αίσθημα της αλληλεγγύης ήταν από την πρώτη μέρα τεράστιο, τη δεύτερη μέρα ιδιαίτερα έγινε άκρως εντυπωσιακό. Εκατοντάδες άνθρωποι έρχονταν στο Πολυτεχνείο για να αφήσουν ιατρικά εφόδια, τρόφιμα, φάρμακα, λες και ήξεραν ήδη τι θα επακολουθήσει, και αυτό ίσως ήταν και το πιο συνταρακτικό, γιατί τη δεύτερη μέρα δεν είχαμε ακόμα τραυματίες, δεν είχαμε ακόμα καμία επέμβαση, άρα το ότι μαζεύτηκαν τόσα φάρμακα δείχνει ότι ο κόσμος έχει ορθά υποψιαστεί με το ένστικτό του, με εκείνο το βαθύ λαϊκό ένστικτο, ότι εδώ θα γίνει κάτι τρομερο», λέει ο Η. Λογοθέτης.
«Αδέλφια μας φαντάροι!» στο Πολυτεχνείο
Τότε η κυβέρνηση κάνει λόγο για φοιτητές που δεν έχουν φοιτητικά αιτήματα και είναι θύματα επιδιώξεων σκοτεινών κύκλων που σχεδιάζουν το κακό της Ελλάδας, με πρόκληση ταραχών και την επικράτηση της αναρχίας.
Η πρώτη απάντηση της Χούντας έρχεται με αστυνομικές δυνάμεις που εξαπολύουν επίθεση εναντίον του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες, πλαστικές και κανονικές. Μεγάλο μέρος του πλήθους διαλύεται. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα.
Η κυβέρνηση όταν κατάλαβε το μέγεθος της εξέγερσης και πως η αστυνομία δεν μπορούσε να εισελθει στον χώρο του Πολυτεχνείου αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό.
Ο Αλέξης Μαρτζούκος, τις ημέρες εκείνες ήταν έφεδρος του ελληνικου στρατού, καθώς μετά τον θάνατο της μητέρας του, ο πατέρας του τον πίεσε να στρατευτεί.
«Βρέθηκα στο Πολυτεχνείο από την πρώτη μέρα, όμως δεν μπορούσα να κάνω πολλά γιατί ήμουν στρατευμένος. Πήγαινα μέχρι την πύλη έπαιρνα προκηρύξεις και τις μοίραζα. Το ίδιο βράδυ μας ανακάλεσαν τις άδειες. Γύρισα σπίτι μου και είπα στον πατέρα μου ότι δεν θα επιστρέψω στη μονάδα και θα πάω στο Πολυτεχνείο. Όμως εκείνος έβαλε τα κλάματα και με παρακάλεσε να γυρίσω πίσω. Έτσι πήρα το αυτοκίνητό μου και επέστρεψα στο στρατόπεδο. Την επόμενη ημέρα όμως με έστειλαν μαζί με αλλους στρατιωτικούς στο Πολυτεχνείο».
Όπως λέει, όλοι τους ήταν αριστεροί και φτάνοντας προς το κέντρο της Αθήνας, όλοι τους ήθελαν να μπουν στο Πολυτεχνείο. «Φτάνοντας στην Πατησίων, μας βλεπουν φοιτητές, ήρθαν κατά πάνω μας και ταρακουνούσαν το τζιπ. Ανάμεσά τους ήταν και κάποιοι σύντροφοι δικοί μου που με αναγνώρισαν. Έτρεξαν και με αγκάλιασαν και φώναζαν ”παιδιά ο Μαρτζούκος είναι από τον πυρήνα του Χαϊδαρίου”. Άφησαν τον φαντάρο να γυρίσει στη μονάδα γιατί αλλιώς θα τον εκτελούσαν και οι υπόλοιποι ξεχυθήκαμε στο πλήθος και χαθήκαμε. Εκ των υστέρων έμαθα ότι ο ένας από μας μπήκε μέσα στο Πολυτεχνείο με τη στολή».
Στις 00:30 άρματα μάχης και μονάδες των ΛΟΚ κατευθύνονται στο κέντρο της Αθήνας. Τα τανκς μπαίνουν στην Πατησίων, και σταματούν γύρω από το Πολυτεχνείο.
Κοντά στον σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες και το άλλο στήθηκε απέναντι από την κεντρική πύλη με την κάννη του στραμμένη προς τους φοιτητές που ήταν ανεβασμένοι στα κάγκελα μέχρι και την τελευταία στιγμή.
Οι φοιτητές φώναζαν από τα μεγάφωνα «Αδέλφια μας φαντάροι!» και «Δεν θα χτυπήσετε!». Κι όμως λίγο αργότερα χτύπησαν.
Ξημερώματα 17ης Νοέμβρη
Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου, το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλει. Μάζεψε την κάννη του, πήρε φόρα έπεσε πάνω στην πύλη που ήταν σκαρφαλωμένοι φοιτητές και φοιτήτριες και την έριξε. Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με την αστυνομία εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές χτυπώντας με ό,τι είχαν στην κατοχή τους, από γκλοπς μέχρι όπλα. Οι φοιτητές πηδώντας τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες.
Αρκετοί από όσους κατάφεραν να ξεφύγουν, βρήκαν άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, ενώ άλλοι μπορεί να γλίτωσαν τον θάνατο, αλλά συνελήφθησαν κα μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ όπου βασανίστηκαν άγρια.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα παιδιά στα κάγκελα. Τον Γιώργο τον Οικονόμου που έπεσε από μια σφαίρα στην πλάτη, αυτούς που τελευταία στιγμή δεν γλίτωσαν τη σύλληψη και τους άλλους τους πιο τυχερούς που κατάφεραν να ξεφύγουν. Γενικά αυτό που κυριάρχησε ηταν ενα μειγμα οργής και πανικού», λέει ο Ηρακλής Λογοθέτης και τονίζει πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι άνθρωποι που άνοιξαν τα σπίτια τους και βοήθησαν όσους έτρεχαν να σωθούν.
«Βγαίνοντας από το Πολυτεχνείο πολλοί συνελήφθησαν. Πολλοί άλλοι γλίτωσαν μέσα στην ταραχή και στη ζάλη που υπήρχε. Εμένα με περιέθαλψε ένα νεαρό ζευγάρι στο σπίτι τους στην Κυψέλη τις πρώτες ημέρες και στη συνέχεια επειδή είχα την – ορθή όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια – υποψία ότι μπορεί να μας είχαν παρακολουθήσει και να είχε γίνει αντιληπτή η δράση μας, άρχισα να φιλοξενούμαι σε διάφορα σπίτια, αλλά όταν πέρασε κάποιος καιρός, αισθάνθηκα σχετικά ασφαλής – ανοήτως – και γύρισα στο σπίτι μου με αποτέλεσμα να συλληφθώ».
Αναφερόμενος στη σύλληψή του είπε: «Μετά ακολούθησε μία μακρά περιπέτεια. Θυμίζω οτι τότε είχε επικρατήσει το καθεστώς Ιωαννίδη το οποίο ήταν πολύ σκληρότερο από αυτό του Παπαδόπουλου. Εμένα και άλλους συντρόφους μου μας μετέφεραν στο τμήμα της ”ευγένειας” στον Πειραιά. Είναι ειρωνικό ότι τότε στο τμήμα της ”ευγένειας” γίνονταν τόσο τρομακτικά βασανιστήρια. Ήταν οι φρικτότερες 47 ημέρες της ζωής μου. Μετά όταν μας μετέφεραν στον Κορυδαλλό – που τότε θεωρούνταν και το Χίλτον των φυλακών – ήταν σχεδόν ένα πανηγύρι. Γιατι στη φυλακή τουλάχιστον δεν είχαμε βασανιστήρια».