Ποτέ μου δεν μπόρεσα να κατανοήσω όλη αυτή την «υστερία» με τον Salt Bae, το πώς ρίχνει το αλάτι, την τόση δημοσιότητα κι όλο αυτό το hype γύρω απ’ αυτόν. Προφανώς και μπράβο του και μαγκιά του, που κατάφερε με μια τέτοια μπούρδα, μια σαχλαμάρα ολκής, να κάνει τόσο ντόρο γύρω από το όνομά του.
Διότι εδώ που τα λέμε, αυτό που o Salt Bae κάνει με το αλάτι, το οποίο «γλιστράει» κάπως στον πήχη του χεριού του και στη συνέχεια πασπαλίζει τη μπριζόλα, πέρα από ελαφρώς γραφικό, είναι και κάπως σιχαμένο: γιατί να θέλω να μου αλατίσει το φαγητό ένας κονιόρδος, με (πιθανόν) ιδρωμένα χέρια και στη συνέχεια να φάω το φαγητό μου με μια εσάνς από τον ίδρωτά του;
Η ιστορία της ζωής του Salt Bae όντως έχει ενδιαφέρον: ένα παιδί κουρδικής καταγωγής στην Τουρκία, από φτωχή οικογένεια, που αναγκάστηκε να εργαστεί ως βοηθός χασάπη στο Καντίκιοϊ της Κωνσταντινούπολης από τα 13 του χρόνια. Σαν να λέμε ήταν ο «Μιχαλάκης» στο κρεοπωλείο του Αλέκου, του Κώστα Κόκλα στα «Εγκλήματα». «Στην Τουρκία, το να είσαι χασάπης, είναι επάγγελμα χαμηλής κοινωνικής τάξης, υποτιμητικό. Τώρα, χάρη σε μένα, όλα τα παιδιά εκεί θέλουν να γίνουν χασάπηδες», είχε πει o Salt Bae στους «New York Times».
Και στη συνέχεια ταξίδεψε, εργάστηκε σε εστιατόρια, απέκτησε εμπειρία, γνωριμίες, έμαθε πολλά για τα κρέατα, μέχρι που άνοιξε το πρώτο του ψητοπωλείο, με μόλις 8 τραπέζια, το 2010. Το έλεγαν «Nusr-Et» – «et», σημαίνει «κρέας» στα τουρκικά. Και ήταν τόσο νόστιμα όλα, που ένας Τούρκος επιχειρηματίας, ο Φερίτ Σαχένκ, προσφέρθηκε να επενδύσει στην επιχείρησή του και τον βοήθησε να ανοίξει καταστήματα στη Μέση Ανατολή.
Έπρεπε να φτάσουμε στο 2017, για να εκτοξευτεί ο Salt Bae στη στρατόσφαιρα της δημοσιότητας: ένα βίντεο που δημοσιεύτηκε εκείνο το Γενάρη, με τίτλο τίτλο «Ottoman Video», στο λογαριασμό του εστιατορίου του στο Twitter, έγινε viral. Ο ίδιος έγινε φίρμα, οι επιχειρήσεις του έγιναν μια πραγματική Μέκκα της γεύσης – όλοι ήθελαν να πάνε να «προσκυνήσουν».
Μόνο που το «προσκύνημα» αυτό, άρχισε να γίνεται πολύ ακριβό – κι όσο οι πιστοί συνέρρεαν, τόσο οι τιμές ανέβαιναν. Για κάθε πρέζα αλάτι που έριχνε σε μια πικάνια, η τιμή της ανέβαινε μερικές δεκάδες δολάρια. Οι πλούσιοι, ήθελαν να φάνε (κυριολεκτικά) από τα χέρια του Salt Bae, να βγουν φωτογραφίες μαζί του, να κάνουν παρέα με αυτόν. Ο φτωχός Κούρδος χασάπης, έγινε πλέον κομμάτι της υψηλής κοινωνίας.
Μέχρι εδώ όλα καλά. Ο Salt Bae είχε εκατομμύρια followers στο Instagram, έβγαζε πλέον αμύθητα λεφτά, τόσα πολλά που μπορούσε να αγοράσει κυριολεκτικά ό,τι ήθελε – ξόδεψε 36 εκατομμύρια λίρες στο περίφημο παλάτι «Macka» στην περιοχή «Sisli» της Κωνσταντινούπολης.
Άνοιξε εστιατόρια σε όλο τον κόσμο, τάισε τους πλουσιότερους και διασημότερους ανθρώπους, προσπάθησε να βρίσκει συνέχεια καινούργια πράγματα, όχι μόνο για να πρωτοτυπήσει, αλλά και για να κονομάει: βρώσιμες φλούδες χρυσού και άλλες τέτοιες υπερβολές, του «έδωσαν το δικαίωμα» να χρεώνει τις μπροζόλες του 600, 700 ή 1500 δολάρια. Μόνο που μπορείς να κοροϊδεύεις πολύ κόσμο για λίγο καιρό ή λίγο κόσμο για πολύ καιρό, αλλά δεν μπορείς να κοροϊδεύεις τους πάντες για πάντα…
Salt Bae: Η Νεοϋρκέζικη Απάτη
Οι κριτικές για τα πιάτα του, ξεκίνησαν να μην είναι και τόσο θετικές. Οι τιμές θεωρήθηκαν υπερβολικές, οι γεύσεις του ήταν καλές αλλά όχι τόσο καλές που να κοστίζουν έναν βασικό μισθό, η εξυπηρέτηση δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ο ίδιος, «η ατραξιόν της επιχείρησης» δεν ήταν ποτέ εκεί να δώσει το σόου του.
Τρία χρόνια αφότου ανακηρύχθηκε «Το χειρότερο εστιατόριο στη Νέα Υόρκη», το εστιατόριο «Salt Bae» στο Μανχάταν, έκλεισε. Μεταξύ άλλων, είχε κατηγορηθεί για σεξισμό, επειδή προσέφερε ένα δωρεάν, σε μέγεθος ορεκτικού, «γυναικείο μπιφτέκι» με λαχανικά σε ροζ ψωμάκια μόνο σε γυναίκες και στις ΗΠΑ δεν είναι να παίζει κανείς με τέτοια πράγματα, ειδικά αν είναι Τούρκος και χρεώνει πανάκριβα. «Θέλαμε να δώσουμε συγχαρητήρια στις κυρίες», δήλωσε ο γενικός διευθυντής του, Αλ Αβτσί, στο «Eater», ο οποίος εξήγησε ότι το κόλπο είχε βρει ανταπόκριση στο Ντουμπάι. «Δεν σκεφτόμασταν ότι θα ήταν σεξιστικό».
Πέρα απ’ αυτό, o Salt Bae σχολιάστηκε δυσμενώς για το χρυσό μιλκσέικ των 99 δολαρίων και το «Gold Burger» των 100 δολαρίων, το οποίο ήταν τυλιγμένο σε χρυσό φύλλο αλουμινίου. Εν τω μεταξύ, όσον αφορά την ατμόσφαιρα, ο κριτικός του «Eater» Ρόμπερτ Σιετσέμα, έγραψε: «είχε όλη τη γοητεία ενός υπόστεγου αεροπλάνου».
Η «New York Post» το χαρακτήρισε «Δημόσια Απάτη Νο 1» που κόστισε 521,45 δολάρια για δείπνο για δύο άτομα και άφησε τους θαμώνες «να λαχταρούν ένα σνακ». Η σαλάτα των 25 δολαρίων αποτελούνταν από «μαρούλι iceberg ημερών και μυστηριώδη χόρτα με άγευστο κατσικίσιο τυρί και λίγα καρύδια, σταφίδες και σπόρους ροδιού».
Όχι και τα καλύτερα λόγια για έναν άνθρωπο που είχε συνηθίσει μόνο στην αποθέωση και στον θαυμασμό. Είναι η αρχή του τέλους της αυτοκρατορίας του; Ή απλά μια κακή παρένθεση από τους «κακούς Αμερικανούς», που δεν θα επηρεάσει τις υπόλοιπες επιχειρήσεις του σε όλο τον κόσμο; Θα δείξει.
Προς το παρόν ούτε το αυτί του Salt Bae δείχνει να ιδρώνει, ούτε το χέρι του… Πετάγεται με το ιδιωτικό του τζετ άλλοτε στις ΗΠΑ κι άλλοτε στην Τουρκία, τα Ηωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Μύκονο, την Αγγλία, εκεί όπου στο εστιατόριό του στο Λονδίνο, μπορεί κάποιος να απολαύσει μια μπριζόλα «Golden Giant Tomahwak» για 1.450 λίρες, ένα «Golden Giant Striplion» για 1.350 λίρες και «Golden Kafes» για 500 λίρες, όλα τους με βρώσιμα φύλλα χρυσού.