Περιεχόμενα
- Ο συμβιβασμός
- Συνθήκη της Λωζάνης – Τι είχε προηγηθεί
- Οι δυσκολίες του «established-etabli»
- Ο κίνδυνος για την Αλεξανδρούπολη
- Ο στρατός του Εβρου
- Διπλωματικό όπλο στη φαρέτρα του Βενιζέλου
- Συνθήκη «αυξημένης τυπικής ισχύος έναντι οποιουδήποτε άλλου νόμου»
- Τα κέρδη της Τουρκίας
- Η αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας
- Το κομβικό άρθρο 16
- Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών
- Βενιζέλος: «Υπέγραψα με την συναίσθησιν ότι προσφέρω υπηρεσίαν εις την χώραν»
- «Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν το πετρέλαιο»
Συνθήκη της Λωζάνης, ένα μικρό κεφάλαιο στα σχολικά βιβλία. Ένα μεγάλο στην ιστορία της πατρίδας μας κι αυτό που διαμόρφωσε εν πολλοίς την Ελλάδα ως είναι σήμερα. Η εν λόγω συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας μια μέρα σαν κι αυτή, στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-18), τη Μικρασιατική εκστρατεία (1919-22) και συμμετείχαν στη Συνθήκη των Σεβρών, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη.
Με μια υπογραφή τελείωσε οριστικά το βενιζελικό όνειρο της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».
Με μια υπογραφή μετακινήθηκαν, ένθεν κι ένθεν, εκατομμύρια κάτοικοι.
Με μια υπογραφή γράφτηκε, ούτως ή άλλως, ιστορία…
Ο συμβιβασμός
Η Συνθήκη της Λωζάνης (κλικάροντας το link διαβάζετε το πλήρες κείμενό της στα ελληνικά…) κατήργησε πρακτικά τη Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από τη νέα κυβέρνηση της Τουρκίας, η οποία διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από τη Μικρά Ασία του ελληνικού στρατού από τον τουρκικό, και υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, στρατό προέκυψε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών.
Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων.
Συνθήκη της Λωζάνης – Τι είχε προηγηθεί
Το διπλωματικό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ως τελικής φάσης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επισφραγίζεται με την ανακωχή των Μουδανιών, όπου στις 11 Οκτωβρίου 1922 αφενός η Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και αφετέρου η Τουρκία υπογράφουν την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από ελληνικό στρατό και Αρχές και την παράδοσή της στην Τουρκία. Η Ελλάδα διά του στρατηγού Κωνσταντίνου Μαζαράκη, παρόντων των συνταγματαρχών Νικολάου Πλαστήρα και Πτολεμαίου Σαρηγιάννη, αρνείται αρχικά να την υπογράψει, προσχωρεί δε σε αυτήν τελικά την 13η Οκτωβρίου μόνον όταν πείστηκε πως οι σύμμαχοι είχαν ειλημμένη απόφαση για την εφαρμογή των όρων της ανακωχής, έστω και με απουσία και μη σύμπραξη της Ελλάδας. Η εκκένωση υπό τον στρατηγό Κωνσταντίνο Νίδερ αρχίζει τη 15η Οκτωβρίου 1922, οπότε συμπτύσσονται τα ελληνικά στρατεύματα περί τις 80.000 άνδρες δυτικά του Έβρου ποταμού.
Έναν περίπου μήνα μετά – στις 21 Νοεμβρίου 1922 – αρχίζει η Συνδιάσκεψη Ειρήνης της Λωζάνης, την οποία προέβλεπε η ανακωχή των Μουδανιών, μεταξύ των εκπροσώπων της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας, του Βελγίου, της Πορτογαλίας, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ.
Για τη της Συνθήκη της Λωζάνης παρίσταντο ο Ρεϋμόν Πουανκαρέ, επικεφαλής της γαλλικής αντιπροσωπείας ως πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών, εκπρόσωπος της μεγαλύτερης τότε στρατιωτικής δύναμης του κόσμου, ο λόρδος Τζορτζ Κόρζον επικεφαλής της αγγλικής ως υπουργός Εξωτερικών και ο Μπενίτο Μουσολίνι, από τριών εβδομάδων μόλις πρωθυπουργός της Ιταλίας. Επιπλέον προσκλήθηκε η Σοβιετική Ένωση να μετάσχει αλλά μόνο όταν θα συζητούνταν το καθεστώς των Στενών της Κωνσταντινούπολης, ενώ επετράπη στη Βουλγαρία να εκθέσει τις απόψεις της περί εξόδου στο Αιγαίο και περί καθεστώτος των Στενών. Στη διάσκεψη παρέστη και Αμερικανός αντιπρόσωπος και στη δεύτερη φάση ο Αμερικανός Πρεσβευτής στη Βέρνη ως παρατηρητές. Την Ελλάδα αντιπροσώπευσε ο τέως πρόεδρος της κυβέρνησης Ελευθέριος Βενιζέλος και την Τουρκία ο Ισμέτ Ινονού ως υπουργός Εξωτερικών.
Η Συνθήκη της Λωζάνης διήλθε από δύο στάδια: το πρώτο διαρκεί μέχρι την 4η Φεβρουαρίου 1923, οπότε διακόπτονται οι διαπραγματεύσεις με σφοδρή σύγκρουση Τουρκίας-Αγγλίας, το δεύτερο διαρκεί από 23 Απριλίου μέχρι τις 24 Ιουλίου 1923, όπου υπογράφεται 3 και 30 τα ξημερώματα στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου της Λωζάνης η ομώνυμη Συνθήκη.
Οι δυσκολίες του «established-etabli»
Στη Λωζάνη οι συζητήσεις είχαν μακρά διάρκεια και συχνά οξύτατο χαρακτήρα εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας και της υπεροψίας με την οποία προσήλθε η τουρκική αντιπροσωπεία. Ο Λόρδος Κόρζον ήταν πρόεδρος της πρώτης επιτροπής των εδαφικών και στρατιωτικών ζητημάτων, οι άλλες δύο επιτροπές ήταν η επιτροπή του καθεστώτος για τους αλλοδαπούς και τις μειονότητες στην Τουρκία με πρόεδρο τον Ιταλό αντιπρόσωπο Μαρκήσιο Γκαρόνι, η τρίτη δε επιτροπή αφορούσε τα δημοσιονομικά και οικονομικά ζητήματα με πρόεδρο τον Γάλλο αντιπρόσωπο Καμίλ Μπαρέρ.
Ο Κόρζον διέκοψε τη συνδιάσκεψη στο τέλος της πρώτης φάσης στις αρχές Φεβρουαρίου του 1923 και ο κίνδυνος για επανάληψη των εχθροπραξιών μεταξύ της ελληνικής στρατιάς του Έβρου και του τουρκικού στρατού ήταν προ των πυλών. Τελικά η επανάληψη των εργασιών της συνδιάσκεψης στα τέλη Απριλίου ολοκληρώθηκε με τις εργασίες της τρίτης επιτροπής στα τέλη του μήνα.
Ενδιάμεσα, στις 30 Ιανουαρίου 1923, υπογράφτηκαν μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής αντιπροσωπείας δύο συμφωνίες.
Μία περί ανταλλαγής των αιχμαλώτων και αποδόσεως των πολιτικών κρατουμένων από τις τριετείς πολεμικές επιχειρήσεις 1919-22 και μία περί ανταλλαγής των πληθυσμών. Η σύμβαση αυτή δημιούργησε ανυπέρβλητες δυσκολίες γύρω από την ερμηνεία του όρου «μόνιμα εγκατεστημένος στην τουρκική χώρα» (σ.σ. established-etabli). Κατά την ελληνική άποψη υποδηλούτο με αυτόν τον όρο όποιος διέμενε μόνιμα στην περιφέρεια νομαρχίας Κωνσταντινούπολης προ της 30ης Οκτωβρίου 1918 και όχι μόνο όποιος ήταν γραμμένος στα ληξιαρχικά βιβλία της, συνολικά 126.633 ελληνορθόδοξοι και ελληνικής ιθαγένειας. Οι Τούρκοι, αντίθετα, υποστηρίζαν πως ως εγκατεστημένοι δικαιούνται να θεωρηθούν μόνο οι εγγεγραμμένοι στο δημοτολόγιο της Κωνσταντινούπολης.
Η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών που εξουσιοδότησε τη μεικτή Επιτροπή Ανταλλαγής να ρυθμίσει το ζήτημα, το οποίο και παραπέμφθηκε με πρωτοβουλία της Επιτροπής ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με αποτέλεσμα τη δικαίωση της ελληνικής άποψης.
Μόλις με τη Σύμβαση του 1930 επετράπη τελικά η επανεγκατάσταση των Ελλήνων στην περιφέρεια της Κωνσταντινούπολης. Όμως η σύμβαση καταγγέλθηκε παράνομα από την Τουρκία το 1964 με αφορμή το Κυπριακό, με αποτέλεσμα την άμεση απέλαση ως και 50.000 Ελλήνων. Έτσι ολοκληρώθηκε το πογκρόμ του Σεπτεμβρίου 1955 που είχε ως αποτέλεσμα τη φυγή τότε 60.000 Ελλήνων.
Ο κίνδυνος για την Αλεξανδρούπολη
Με την επανέναρξη των εργασιών, οι Τούρκοι ζήτησαν να επανέλθουν τα ελληνικά σύνορα στον Έβρο (κάτι που είχε γίνει de facto) και να διεξαχθεί δημοψήφισμα στη Δυτική Θράκη. Ύστερα από πολλές συζητήσεις απορρίφθηκε η δεύτερη τουρκική απαίτηση. Τότε, ο Ισμέτ Ινονού πρότεινε να δοθεί στους Τούρκους το τρίγωνο του Κάραγατς και υποστήριξε το αίτημα της Βουλγαρίας να αποκτήσει διέξοδο προς το Αιγαίο. Ο κίνδυνος για την Αλεξανδρούπολη ήταν προφανής. Ο επικεφαλής της βρετανικής αντιπροσωπείας λόρδος Κόρζον απέρριψε και αυτή την πρόταση.
Κατόπιν ο Ινονού ζήτησε να ουδετεροποιηθούν και να γίνουν αυτόνομα τα νησιά Ίμβρος, Τένεδος, Σαμοθράκη, Λέσβος, Λήμνος, Χίος, Σάμος και Ικαρία με το πρόσχημα ότι η Ελλάδα είχε πάντα επεκτατικές βλέψεις απέναντι στην Τουρκία. Η χώρα μας αρνήθηκε και δέχτηκε μόνο την αποστρατικοποίηση των νησιών που βρίσκονται κοντά στις μικρασιατικές ακτές. Τελικά, η Τουρκία υποχώρησε στο ζήτημα της αυτονομίας των άλλων νησιών, εκτός της Ίμβρου, της Τενέδου και της Σαμοθράκης.
Ως ημέρα για την υπογραφή της γενικότερης συμφωνίας για τη Συνθήκη της Λωζάνης ορίστηκε η 4η Φεβρουαρίου 1923. Ξαφνικά, ο Ινονού, κατά την έναρξη της συνεδρίασης ζήτησε πολεμική αποζημίωση πολλών εκατομμυρίων χρυσών λιρών. Ο Κόρζον αντέδρασε και η συνεδρίαση διαλύθηκε. Οι Τούρκοι, που από την αρχή των διαπραγματεύσεων ήταν απαιτητικοί και αλαζόνες, είχαν προκαλέσει την οργή όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και των συμμάχων με διάφορες αξιώσεις τους (για τη Μοσούλη, την Αλεξανδρέτα κλπ.).
Ο στρατός του Εβρου
Στο μεταξύ η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας απέρριψε στις 7 Μαρτίου το σχέδιο της συνθήκης και πρόβαλε νέες παράλογες απαιτήσεις, όπως την καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων από τη χώρα μας για τις ζημιές που προκάλεσε ο ελληνικός Στρατός.
Η ελληνική πλευρά, βλέποντας ότι τα πράγματα οδηγούνταν σε αδιέξοδο και καθώς η στρατιά του Έβρου είχε πλήρως συγκροτηθεί και ήταν ετοιμοπόλεμη, αποφάσισε να καταφύγει στη λύση των όπλων.
Η Επαναστατική Επιτροπή, μόλις ανέλαβε την εξουσία, έριξε όλο το βάρος της στην ανασυγκρότηση του στρατού που είχε συγκεντρωθεί στη Θράκη. Αριθμητικά, οι δυνάμεις ήταν αρκετές. Ποιοτικά όμως, βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό επίπεδο.
Ο Νικόλαος Πλαστήρας, απευθύνθηκε στον Θεόδωρο Πάγκαλο για να αναλάβει την ανασυγκρότηση του στρατού αυτού. Ο Πάγκαλος του απάντησε ότι αρνείται γιατί «τους θεωρεί (εννοούσε τους ηγέτες της Επανάστασης) χαλβάδες» (!). Την αποστολή ανασυγκρότησης ανέλαβε αρχικά ο Νίδερ. Όταν όμως αρρώστησε, ο Πάγκαλος, αφού επέβαλε τους όρους του, ανέλαβε το αξίωμα του αρχιστρατήγου της στρατιάς του Έβρου. Με μεγάλη αυστηρότητα, καθώς δεν δίσταζε να δώσει εντολές να εκτελεστούν στρατιώτες και πολίτες για καταχρήσεις και μεθοδικότητα, κατάφερε να μετατρέψει ένα απειθάρχητο σύνολο, σε οργανωμένο στρατό. Σύντομα το ηθικό και το φρόνημα των στρατιωτών αναπτερώθηκαν, ενώ επανήλθε και η χαμένη τους αξιοπρέπεια.
Το σχέδιο ενέργειας της στρατιάς, προέβλεπε αιφνιδιαστική διάβαση του Έβρου, γενική επίθεση κατά του όγκου των τουρκικών δυνάμεων, την ανατροπή της αμυντικής γραμμής Τσατάλτζας και την εγκατάστασή της στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου. Δύο μεραρχίες με τη βοήθεια του στόλου θα αποβιβάζονταν στον κόλπο του Ξηρού. Όλα αυτά βέβαια, με την προϋπόθεση ότι οι σύμμαχοι δεν θα αντιδρούσαν…
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βλέποντας την απαράδεκτη τουρκική στάση στις διαπραγματεύσεις, δεν ήταν πλέον αντίθετος στην επανάληψη των εχθροπραξιών, αλλά ζητούσε να εξασφαλιστεί η υποστήριξη της Γιουγκοσλαβίας, για να αποτραπεί ενδεχόμενη βουλγαρική επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Κάτι που επιδιώχθηκε αλλά δεν επετεύχθη.
Στο μεταξύ, μετά από έντονες πιέσεις, οι διαπραγματεύσεις στη Λωζάνη ξανάρχισαν στις 23 Απριλίου 1923, αλλά η τουρκική αδιαλλαξία είχε εκνευρίσει τους πάντες. Μια νέα ελληνοτουρκική σύγκρουση όμως, έβρισκε αντίθετους τους συμμάχους.
Ο Βενιζέλος, που έβλεπε ότι οι σύμμαχοι δεν ήταν θετικά διακείμενοι σε μια ελληνική επίθεση με απώτερο στόχο είχε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης αντιπρότεινε να δοθεί στην Τουρκία το τρίγωνο του Κάραγατς ως αντάλλαγμα για τις τουρκικές απαιτήσεις.
Διπλωματικό όπλο στη φαρέτρα του Βενιζέλου
Στις 25 Μαΐου συναντήθηκαν για δύο ώρες Βενιζέλος και Ινονού χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο πρωθυπουργός Στυλιανός Γονατάς τηλεγράφησε στον Πάγκαλο να είναι έτοιμος για επίθεση στις 27 Μαΐου. Ενημερώθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ και ο Βενιζέλος ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τη Λωζάνη. Ανήσυχοι οι σύμμαχοι ζήτησαν να συναντηθούν στις 26 Μαΐου εκπρόσωποί τους με Έλληνες, Τούρκους και τον Γιουγκοσλάβο εκπρόσωπο (μετά από πίεση του Βενιζέλου). Παράλληλα, ζήτησαν από τον Κρητικό πολιτικό να παρατείνει τη διαμονή του ως τις 28 Μαΐου. Ο Βενιζέλος δέχτηκε.
Στις Ελευθερές της Καβάλας όμως στις 28 Μαΐου 1923, άρχισε η επιβίβαση ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων στα μεταγωγικά. Ο Πάγκαλος έστειλε στον ναύαρχο Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο τηλεγράφημα με την οδηγία να είναι έτοιμοι για ταυτόχρονη ενέργεια τη νύχτα της 28ης προς 29η Μαΐου (ίσως η επιλογή της 29ης Μαΐου να ήταν συμβολική…).
Στον Έβρο οι λεμβόζευκτες γέφυρες ήταν έτοιμες και ο στόλος ανέμενε την εντολή για να πλεύσει προς τα Στενά. Από την άλλη πλευρά, το ηθικό του τουρκικού στρατού, είχε πέσει κατακόρυφα.
Στη μυστική σύσκεψη της 26ης Μαΐου, οι Τούρκοι έδειχναν πάλι ανυποχώρητοι. Τελικά, ο Ινονού δήλωσε ότι η Τουρκία ικανοποιείται με την παραχώρηση του Κάραγατς και των προαστίων του και την απόδοση των τουρκικών εμπορικών πλοίων που είχαν κατασχεθεί το 1918. Ο Βενιζέλος δήλωσε ότι αποδέχεται τις τουρκικές προτάσεις και έτσι επιτεύχθηκε μια καταρχήν συμφωνία – η Συνθήκη της Λωζάνης έπαιρνε σάρκα και οστά.
Όταν πληροφορήθηκαν τις εξελίξεις οι στρατιωτικοί, έμειναν έκπληκτοι. Ειδικά ο Πάγκαλος και ο Χατζηκυριάκος «έπεσαν του πεθαμού» όπως γράφει ο Γιάνης Κορδάτος. Τελικά ο Πάγκαλος αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 23 Ιουνίου 1923 ενώ η Συνθήκη της Λωζάνης υπογράφτηκε. Η ιστορία έγραψε πως η μια στρατιά που δεν πολέμησε ποτέ, αυτή του Έβρου, αποτέλεσε μέγιστο διπλωματικό όπλο στη φαρέτρα του Βενιζέλου. Όσο για το τι θα επακολουθούσε αν ξεκινούσε ένας νέος ελληνοτουρκικός πόλεμος το 1923, δεν θα το μάθουμε ποτέ…
Συνθήκη «αυξημένης τυπικής ισχύος έναντι οποιουδήποτε άλλου νόμου»
Η Συνθήκη της Λωζάνης είναι μια πολυμερής Διεθνής Σύμβαση, η οποία τίθεται υπό την προστασία της Τουρκίας από τη μια μεριά και υπό την προστασία της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιαπωνίας, της Ιταλίας, της Σερβίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδος από την άλλη. Ήτοι, η Τουρκία ήταν μόνη αντισυμβαλλόμενη απέναντι σε 6 χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Το κείμενο στη Συνθήκη της Λωζάνης αναφέρεται ρητά στις υποχρεώσεις που έχει η Τουρκία να σεβαστεί, μεταξύ άλλων, τα ανθρώπινα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο.
Το άρθρο μάλιστα 37 ορίζει ότι η Συνθήκη της Λωζάνης είναι «αυξημένης τυπικής ισχύος έναντι οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού ή εσωτερικής επίσημης πράξης» που θα μπορούσε να ισχύσει στην Τουρκία. Δηλαδή, η Τουρκία στερήθηκε από κάθε δικαίωμα να ψηφίζει μόνη της νόμους ενάντια στις υποχρεώσεις που ανέλαβε με τη συνθήκη.
Επί πλέον, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, η τουρκική αντιπροσωπεία επέμενε φορτικά (και τελικά επέβαλε) να μην υπάρχουν (δηλαδή να μην αναγνωρίζονται) εθνικές μειονότητες αλλά μόνο θρησκευτικές, κάτι που ζητούσε για τον φόβο των Κούρδων που ζουν στην Τουρκία. Είναι αυτονόητο όμως ότι το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους Μουσουλμάνους της ελληνικής Θράκης που ζουν την Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 45 της Συνθήκης περί «αμοιβαιότητας» (το οποίο επίσης πολύ τακτικά επικαλείται η Τουρκία).
Τα κέρδη της Τουρκίας
Η Τουρκία ανέκτησε, με τη Συνθήκη της Λωζάνης, την Ανατολική Θράκη (η οποία έμεινε εντέλει ελληνική για ελάχιστο χρονικό διάστημα), την Ίμβρο και Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών, η οποία όμως θα έμενε αποστρατιωτικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης.
Από την άλλη, με τη Συνθήκη της Λωζάνης η Τουρκία παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.
Ένα σημείο διαφωνίας στη Συνθήκη της Λωζάνης ήταν η καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων από την Ελλάδα, κάτι για το οποίο η τελευταία δήλωνε αδυναμία. Τελικά η Τουρκία δέχθηκε να της αποδοθεί το τρίγωνο του Κάραγατς στη Θράκη, γνωστό και ως Παλαιά Ορεστιάδα, αντί αποζημιώσεων.
Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες (το 1926 η τουρκική κυβέρνηση ακύρωσε με νόμο αυτή τη διάταξη).
Ο, δε, Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Η αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας
Σε αντάλλαγμα, με τη Συνθήκη της Λωζάνης η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία – στα… χαρτιά, όπως απέδειξε η μετέπειτα ιστορία.
Παράλληλα, αναγνώρισε ρητώς την ελληνική κυριαρχία επί όλων των νησιών της ανατολικής Μεσογείου και ιδία της Λέσβου, Σαμοθράκης, Λήμνου, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας με την οποία επικυρώνεται η ληφθείσα απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιάσκεψης του Λονδίνου (σε εκτέλεση των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17-30 Μαΐου 1913 και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1-14 Νοεμβρίου 1913), επομένως οι νίκες του στρατού και ναυτικού μας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η Ελλάδα προς εξασφάλιση της ειρήνης υποχρεούται, όπως γράφει η Συνθήκη της Λωζάνης, σε Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο και Ικαρία να μην εγκαταστήσει ναυτική βάση ή ανεγείρει οχυρωματικό έργο. Επίσης απαγορεύεται η ελληνική στρατιωτική αεροπλοΐα να υπερίπταται του εδάφους της Ανατολίας και αντίστοιχα η τουρκική να υπερίπταται των ειρημένων νησιών.
Το κομβικό άρθρο 16
Εξαιρετικής σημασίας τυγχάνει το άρθρο 16 στη Συνθήκη της Λωζάνης με το οποίο η Τουρκία δηλώνει expressis verbis ότι παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη τα οποία κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων, εκτός εκείνων των οποίων η κυριαρχία έχει αναγνωριστεί σε αυτήν δια της παρούσης συνθήκης, της τύχης των εδαφών και των νήσων τούτων κανονισθείσης ή κανονισθησομένης μεταξύ των ενδιαφερομένων.
Ναι, το άρθρο που η ερντογανική Τουρκία αγνοεί ή διαστρεβλώνει…
Επίσης, με τα άρθρα 6 και 12, η Τουρκία αποδέχεται το μονομερή καθορισμό και περιορισμό των θαλασσίων συνόρων της, καθώς μόνο τα νησιά και νησίδες που κείνται σε μικρότερη απόσταση των τριών μιλίων από την ασιατική ακτή παραμένουν υπό τουρκική κυριαρχία. Τα νησιά αυτά έχουν αιγιαλίτιδα ζώνη τρία ναυτικά μίλια αντίστοιχα μετρούμενα από την ακτή τους προς την ανοιχτή θάλασσα. Αντίστοιχη δέσμευση δεν υφίσταται για τα ελληνικά νησιά, καθώς σε κάθε περίπτωση η απόσταση των τριών μιλίων έχει σημείο αναφοράς μόνο την ηπειρωτική ακτή της Μικράς Ασίας ή Ανατολίας.
Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών
Με ξεχωριστή συμφωνία, δε, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η «μη εγκατάσταση ναυτικής βάσεως» κάποιων νησιών του Αιγαίου (Λήμνος, Σαμοθράκη, Σάμος, Χίος, Λέσβος, Ικαρία). Αργότερα με τη Συνθήκη του Μοντρέ, στην οποία η Ελλάδα ήταν συμβαλλόμενο μέρος, η Τουρκία ξαναπέκτησε το δικαίωμα στρατιωτικοποίησης των Στενών, της Ίμβρου, Τενέδου, και αντίστοιχα η Ελλάδα της Λήμνου και Σαμοθράκης.
Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 Οθωμανοί υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος.
Η θρησκεία και όχι η εθνικότητα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος «Τούρκος» αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στη διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες (ως αποκαλούνταν οι τουρκόφωνοι Έλληνες Μικρασιάτες Ορθόδοξοι Χριστιανοί που κατοικούσαν στην Καραμανία της αρχαίας Κιλικίας), καθώς και ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι, όπως Τουρκοκρητικοί και Βαλαάδες (σ.σ. Έλληνες που είχαν εξισλαμισθεί κατά την ύστερη περίοδο της τουρκοκρατίας – οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους ως Φούτσηδες).
Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Ρωμιοί κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου του 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Η Συνθήκη της Λωζάνης έμεινε στην ιστορία ως η μεγαλύτερη μετακίνηση των πληθυσμών στην ιστορία έως και τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου…
Βενιζέλος: «Υπέγραψα με την συναίσθησιν ότι προσφέρω υπηρεσίαν εις την χώραν»
Ο Βενιζέλος υπέγραψε χλωμός, αλλά πολύ ψύχραιμος. «Εις τα χείλη του δε εσημειώθη το αχώριστόν του μειδίαμα» έγραψε η εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» για τη Συνθήκη της Λωζάνης. «Χθες την 3.30′ μ.μ. υπεγράφη η ειρήνη μετά της Τουρκίας» ήταν ο κύριος τίτλος της εφημερίδας που διηύθυνε ο Δημήτρης Λαμπράκης, ενώ στους υποτίτλους αναφέρονταν τα εξής:
«Νέαι υποσχέσεις του Ισμέτ διά την εκτέλεσιν της συνθήκης και της αμνηστείας – Αι δυνάμεις παρητήθησαν πάσης επεμβάσεως εις τα εσωτερικά μας ζητήματα – Ο κ. Βενιζέλος αναχωρεί αύριον εκ της Λωζάνης διά το Σαιν Μωρίς».
Ακολουθούσαν στο δημοσίευμα του πρωτοσέλιδου του «Ελευθέρου Βήματος» όλα όσα είχε προλάβει να μεταδώσει την προτεραία (24η Ιουλίου) ο ανταποκριτής της αθηναϊκής εφημερίδας, Γεώργιος Συριώτης για τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Μεταξύ αυτών, ο Συριώτης ανέφερε ότι ο Βενιζέλος αφενός μεν τον είχε βεβαιώσει ότι δεν επρόκειτο να απευθύνει διάγγελμα στον ελληνικό λαό με αφορμή την υπογραφή της ειρήνης, αφετέρου δε του είχε υποσχεθεί πως θα έκανε σχετικές δηλώσεις στον ίδιον, τον ανταποκριτή του «Ελευθέρου Βήματος» στην ελβετική πόλη.
Αυτό όντως συνέβη, αργότερα εντός της ημέρας, κι έτσι στην τέταρτη και τελευταία σελίδα της εφημερίδας οι αναγνώστες της είχαν τη δυνατότητα να πληροφορηθούν κατ’ αποκλειστικότητα τις σκέψεις και τα συναισθήματα του μεγάλου πολιτικού ανδρός λίγες μόλις ώρες μετά την υπογραφή της περίφημης Συνθήκης της Λωζάννης. Εκεί λοιπόν διαβάζουμε τα εξής:
«Με ερωτάτε ποία είνε η εντύπωσίς μου εκ της υπογραφής της ειρήνης. Πώς να σας κρύψω την βαθείαν μελαγχολίαν με την οποίαν υπογράφω την συνθήκην της Λωζάνης, δι’ ης οριστικώς καταργείται η συνθήκη των Σεβρών;
Εν τούτοις υπέγραψα με την συναίσθησιν ότι προσφέρω υπηρεσίαν εις την χώραν. Ηττήθημεν. Και μετά την πλήρη διπλωματικήν απομόνωσιν εις ην περιήλθομεν διά της πολιτικής η οποία ωδήγησεν εις την ήτταν, η επανάληψις του πολέμου ηδύνατο να οδηγήση εις πλήρη όλεθρον της Ελλάδος.
Ενώ διά της θαυμαστής αναδιοργανώσεως του στρατού, την οποίαν κατώρθωσεν η Επανάστασις, επετύχομεν ειρήνην επιτρέπουσαν εις το Έθνος να τερματίση την πολεμικήν περίοδον και ν’ αφοσιωθή εις το έργον της εσωτερικής ανασυντάξεως.
Εάν, καταπαύοντες τον εμφύλιον σπαραγμόν και επαναφέροντες την κανονικήν λειτουργείαν του Πολιτεύματος, κατορθώσωμεν δι’ ελευθέρων εκλογών την συγκρότησιν Εθνικής αντιπροσωπείας δυναμένης να δώση εις την χώραν Κυβέρνησιν ανάλογον των περιστάσεων, πιστεύω ότι δυνάμεθα να αποβλέπωμεν μετ’ εμπιστοσύνης εις το μέλλον».
«Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν το πετρέλαιο»
Η Ελλάδα και η Τουρκία βρέθηκαν, με τη Συνθήκη της Λωζάνης, υπό τη διεθνή πίεση για συμβιβασμό. Ωστόσο αυτό που… έκαιγε περισσότερο τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής ήταν, φυσικά, το χρήμα. Το πετρέλαιο. Όπως αποκάλυψε στο βιβλίο του ο Τζορτζ Χόρτον, γενικός πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη το 1922, οι μεγάλες δυνάμεις ελάχιστα ασχολήθηκαν με τα εγκλήματα των Τούρκων και των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, αντιθέτως η μόνη τους έννοια ήταν πως οι εταιρίες τους θα μοιραστούν την «πίτα» του ορυκτού πλούτου στη Μέση Ανατολή και την Τουρκία.
«Επεσε στα χέρια μου ένα γράμμα που μου έστειλε ένα από τα παιδιά μας. Υπηρετούσε σε κάποιο αμερικανικό αντιτορπιλικό στη Σμύρνη. Μου γράφει ότι έπρεπε να μένει αμέτοχος τη στιγμή που βάρβαροι Τούρκοι στρατιώτες άρπαζαν όμορφα κορίτσια και τα έσερναν βίαια μακριά από τις μανάδες τους. Τα κακοποιούσαν δημοσίως, στην προκυμαία της Σμύρνης. Ο νεαρός ναύτης είδε με τα μάτια του αυτούς τους βαρβάρους να πυροβολούν ανυπεράσπιστες γυναίκες που κρατούσαν αγκαλιά τα παιδιά τους. Να δέρνουν άγρια άοπλους άνδρες και να τους σκοτώνουν κυριολεκτικά στο ξύλο» θυμάται.
Όσο για τη Συνθήκη της Λωζάνης; Γράφει: «Μηδενός εξαιρουμένου, όσοι συμμετείχαν στη συνδιάσκεψη της Λωζάνης, είχαν αποφασίσει να ενεργήσουν με γνώμονα την προστασία των πετρελαϊκών συμφερόντων τα οποία και πρωταγωνιστούσαν παρασκηνιακά. Αυτά τα συμφέροντα ήταν τόσο ισχυρά, ώστε παραμέρισαν εντελώς τα ανθρωπιστικά συμφέροντα. Στον αγώνα δρόμου που έγινε για το ποιος θα εξασφάλιζε πρώτος την εύνοια της Τουρκίας, το νήμα κόπηκε από Αμερικανούς. Ένα στέλεχος της Standard Oil ήρθε στη Λωζάνη λίγο προτού αρχίσει η συνδιάσκεψη. Η Λωζάνη ήταν ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι όφειλε να είναι μια διεθνής συνδιάσκεψη. Όλα θυσιάστηκαν για σκοπιμότητες. Αντικείμενο όλων των διαπραγματεύσεων ήταν η Μοσούλη και το δικαίωμα για μια θέση στα πετρέλαια».