Εκτός από το ανεπανάληπτο «Ψυχώ», «Τα Πουλιά» είναι σίγουρα η πιο τρομακτική ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ, μια αλληγορία, που παραμένει αδιευκρίνιστη από την πλευρά του «μετρ», αλλά έχει τροφοδοτήσει τόμους ανάλυσης από τους μελετητές του. Ταυτόχρονα, παραμένει ένα αξιοθαύμαστο κατασκευαστικό αριστούργημα, που στην εποχή του εξέπληξε για τα εμπνευσμένα και πρωτοποριακά εφέ, αλλά και μια δραματουργική έμπνευση που αγγίζει τις κορυφαίες στιγμές του Χιτς. Όμως, η ταινία παραμένει στην κορυφή του ενδιαφέροντος και ανατροφοδοτεί τη μυθική, πλέον, ιστορία της εμμονής του σκηνοθέτη με την πρωταγωνίστρια Τίπι Χέντρεν, που έφτασε στα όρια της κακοποίησης, με τα ψυχολογικά και όχι μόνο, βασανιστήρια που υπέστη στη διάρκεια των γυρισμάτων.
Η θρυλική ταινία φέτος συμπλήρωσε 60 χρόνια από την πρώτη της προβολή (1963) και συνεχίζει να απασχολεί τους σινεφίλ για το σκηνοθετικό μεγαλείο της και την αλληγορική της διάσταση, αλλά και για τη σκανδαλώδη αντιμετώπιση της Χέντρεν από τον Χίτσκοκ.
Η εμβληματική ταινία
Η συγγραφή του σενάριο των «Πουλιών», που είναι βασισμένο σε ένα διήγημα της Δάφνης ντι Μοριέ, αλλά αρκετά αλλαγμένο, για να ικανοποιηθεί ο Χίτσκοκ, πέρασε από πολλά βάσανα και ξεσκονίστηκε μέχρι εξαντλήσεως από τον συγγραφέα και νεόκοπο εκείνη την εποχή σεναριογράφο, Έβαν Χάντερ – γνωστό από τη δουλειά του στη «Ζούγκλα του Μαυροπίνακα».
Το στόρι μπορεί να είναι κατά βάση μία τυπική ταινία μαζικού πανικού – μιας τρομοκρατημένης τοπικής ήσυχης κοινωνίας, που τρέχει να σωθεί από την απειλή εξ ουρανού – αλλά το νόημα που τις δίνει ο Χίτσκοκ είναι πολλά περισσότερα.
Η σύνοψη της ταινίας, θέλει την Μέλανι Ντάνιελς, μια γυναίκα της καλής κοινωνίας, που έχει μάθει να αποκτά ότι θέλει, να συναντά τον δικηγόρο Μιτς Μπρένερ, σε ένα Petshop στο Σαν Φρανσίσκο. Εκεί θα της σκαρώσει μία φάρσα κι εκείνη γοητευμένη αποφασίζει να του την ανταποδώσει, ταξιδεύοντας στο Μποντέγκα Μπέι, μία παραθαλάσσια ήσυχη πόλη, όπου ο Μιτς περνάει τα Σαββατοκύριακα, μαζί με τη μητέρα του και τη μικρή του αδελφή. Η άφιξή της στο ψαροχώρι, συνοδεύεται από μία ανεξήγητη αλλαγή στη συμπεριφορά των πουλιών. Αρχικά ένας γλάρος επιτίθεται στη Μέλανι και ακολούθως στη μητέρα του Μιτς, ενώ σμήνη πουλιών θα σκοτώσουν έναν γείτονα. Σύντομα, τα πουλιά που συνεχώς πολλαπλασιάζονται, θα γίνουν ακόμη πιο επιθετικά και απειλητικά, προκαλώντας τον τρόμο στους κάτοικους της περιοχής.
Ο Χίτσκοκ, έπειτα από την πραγματικά θριαμβευτική δεκαετία του 1950 στο Χόλιγουντ, με το όνομά του να είναι στο βάθρο των κορυφαίων σκηνοθετών και μετά το «Ψυχώ», που θα άλλαζε την ιστορία του κινηματογραφικού τρόμου, είναι φανερό ότι διαισθάνεται την εποχή να τον ξεπερνά, βιώνει την πτώση των μεγάλων σταρ, μένει χωρίς τη «ξανθιά μούσα» του, την Γκρέις Κέλι (ο ρόλος του συμπρωταγωνιστή της ήταν για τον Κάρι Γκραντ, αλλά αυτός ήταν κλεισμένος σε άλλες παραγωγές), για την οποία προοριζόταν ο ρόλος, ενώ ήδη παρατηρείται μία έλλειψη από δυνατά σενάρια. Έτσι, ο «μετρ του σασπένς», θα δώσει μία διαφορετική διάσταση σε μια κλασική ταινία τρόμου, δημιουργώντας μία παραβολή για ένα νέο κόσμο, που έρχεται και είναι υπεύθυνος για το πρόωρο και τρομαχτικό φινάλε της ανθρωπότητας. Φτιάχνει ένα βαθιά απαισιόδοξο φιλμ, όπου συνυπάρχουν η υπαρξιακή αγωνία με την οικολογική ανησυχία. Διότι αν τα πουλιά απειλούν την ανθρώπινη φύση, τότε το μέλλον δεν μπορεί να είναι αισιόδοξο.
Απ’ την άλλη, για πολλούς μελετητές του κινηματογράφου, ο μυστηριώδης συμβολισμός της γυναίκας που φέρνει με την άφιξή της στο ψαροχώρι την καταστροφή, κρύβει τις πιο μισογυνικές δοξασίες της Αγίας Γραφής. Η σεξουαλική αμαρτία, τα ερωτικά ένστικτα παρασέρνουν τη μικρή κοινωνία και ο Θεός στέλνει προειδοποιητικό μήνυμα. Μοιάζει ως υπερβολική εξήγηση, αλλά το μυαλό του Χίτσκοκ χωράει τα πάντα. Οι αναγνώσεις του έργου του πολλές και πάντα ενδιαφέρουσες. Πάντως, το φιλμ το διαπερνούν καυτά ζητήματα της εποχής, όπως ο φεμινισμός, η ψυχανάλυση, ο μοντερνισμός, η επιθετικότητα μέσα από το Οιδιπόδειο.
Ο Χίτσκοκ, εθισμένος στην τελειότητα, θα παραδώσει ένα εκθαμβωτικό φιλμ, ένα κατασκευαστικό κατόρθωμα, όπου το μοτίβο του χάους, συνυπάρχει με τον τρόμο και το ρομάντζο. Σκηνοθετικά, ποτέ δεν αφήνει σε δεύτερη μοίρα την ψυχαγωγική διάσταση της ταινίας, τα πλάνα του τροφοδοτούν συνεχώς το κλίμα ανησυχίας, ενώ η αξιοποίηση του τεχνικολόρ εντυπωσιάζει. Χωρίς μουσική υπόκρουση, θα παίξει με τον ηλεκτρονικό ήχο, το μοντάζ του χαράσσει τη δική του πορεία και όλα με μία μοναδική ισορροπία.
Ο συμπαθέστατος Ροντ Τέιλορ και η έξοχη Τζέσικα Τάντι, στους ρόλους γιου και μητέρας, πλαισιώνουν την αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια Τίπι Χέντρεν, η οποία ήταν και ο κύριος λόγος που ενεργοποίησε τον Χίτσκοκ, για να προχωρήσει το σχέδιο των «Πουλιών»
Και το σκάνδαλο
Η Τίπι Χέντρεν, μητέρα της, επίσης, διάσημης ηθοποιού Μέλανι Γκρίφιθ, όταν την ανακάλυψε ο Χίτσκοκ ήταν ένα μοντέλο διαφημίσεων, χωρίς κινηματογραφική εμπειρία. Τον εντυπωσίασε και ενθουσιασμένος για την ανακάλυψή του, θα της κάνει κλειστό συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας, αναλαμβάνοντας απέναντί της τον ρόλο του Πυγμαλίωνα αλλά και του Σατράπη.
Η εμμονή του Χίτσκοκ για τις ξανθές πρωταγωνίστριές του ήταν αδιαμφισβήτητη. Όμως, με την Χέντρεν τα πράγματα ξέφυγαν, η νεαρή ηθοποιός θα πρέπει να αντιμετώπισε, εκτός από τις σκληρές απαιτήσεις του σκηνοθέτη και τα «θέλω» ενός «στερημένου» άνδρα.
Στην αυτοβιογραφία της «Tippi», η ηθοποιός θα φέρει στη δημοσιότητα ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τη σχέση της με τον Χίτσκοκ. Όπως γράφει η ίδια, ο Χιτς είχε απαγορέψει σε όλους τους συμπρωταγωνιστές της να «αγγίζουν το κορίτσι» ή να της μιλούν, ενώ πολλές φορές της είχε δείξει πιεστικά ότι ήθελε να συνάψουν ερωτικές σχέσεις. Τότε δεν υπήρχε ούτε ως σκέψη η «σεξουαλική παρενόχληση», αλλά ο Χίτσκοκ την εφάρμοσε με όλες τις δυνάμεις του επάνω της, τόσο στα γυρίσματα των «Πουλιών» όσο και στην επόμενη ταινία «Μάρνι», με την οποία ολοκληρώθηκε η συνεργασία τους. Εκεί μάλιστα, θα ανοίξει από το γραφείο του μία πόρτα για να μπαίνει κατευθείαν στο καμαρίνι της. «Ήταν σεξουαλικό, ήταν ανώμαλο. Όσο πιο έντονα τον έδιωχνα, τόσο πιο επιθετικός γινόταν», θα αναφέρει χαρακτηριστικά η ηθοποιός.
Η Χέντρεν, αφού έσπασε το συμβόλαιό της με τον Χίτσκοκ, θα μείνει για καιρό άνεργη, καθώς ο άνθρωπος που την έκανε σταρ, θα αναγκάσει παραγωγούς και σκηνοθέτες να της κλείνουν την πόρτα στα μούτρα.
Εφιάλτες από το Παρελθόν
Η Τίπι Χέντρεν, που αισίως έπιασε τα 93 χρόνια, δεν είχε την καριέρα που θα περίμενε κανείς, λόγω του Χίτσκοκ, αν και έπαιξε σε αρκετές ταινίες μετά το 1970, αλλά είχε χάσει την περίοδο της ακμής της. Θα παντρευτεί τον Πίτερ Γκρίφιθ και θα ασχοληθεί επίμονα με την προστασία των ζώων, ενώ αργότερα θα φτιάξει κι ένα ίδρυμα για γυναίκες πρόσφυγες. Εδώ και χρόνια απολαμβάνει μία ήρεμη ζωή, θέλοντας να ξεχάσει την εφιαλτική εποχή που έγινε σταρ…
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, μετά από τα «Πουλιά» θα αρχίσει να έχει καθοδική πορεία, ενώ προς το τέλος της διαδρομής του, θα βυθιστεί και στα λαγούμια μιας σκοτεινής ψυχολογίας. Ωστόσο, το συνολικό του έργο επηρέασε καθοριστικά το παγκόσμιο σινεμά, ενώ κάποιες απ’ τις ταινίες του βρίσκονται στους καταλόγους -και το κυριότερο στις συνειδήσεις κριτικών και θεατών- με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά ότι ο μεγάλος καλλιτέχνης μπορεί να είναι μικρός άνθρωπος…
Πηγή φωτογραφίας: Getty Images