Ναι, έχετε δίκιο, τα εργοστάσιά μας ρυπαίνουν τον πλανήτη, διοχετεύουν τόνους διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Αλλά τι θέλετε, να τα κλείσουμε; Να επιστρέψουμε στην εποχή των σπηλαίων; Ας κάνουμε κάτι άλλο, λοιπόν: Να επενδύσουμε στις μη ρυπογόνες πηγές ενέργειας, στην προστασία των δασών, στην αναδάσωση. Έτσι θα ρυπαίνουμε χωρίς να αισθανόμαστε τύψεις.
Αυτό, μέσα σε λίγες λέξεις, συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στις βαριές βιομηχανίες του πλανήτη. Κολοσσοί στον τομέα τους, όπως η Shell, η Gucci και η Disney, αλλά και χιλιάδες άλλες εταιρείες, έχουν αποφασίσει να αποτινάξουν από πάνω τους τις κατηγορίες ότι η δραστηριότητά τους προκαλεί ανυπολόγιστη ζημιά στον πλανήτη. Με ποιον τρόπο; Επενδύοντας ένα ποσό των κερδών τους σε δράσεις που, υποτίθεται, «ισοφαρίζουν» την δική τους ρυπογόνα παρουσία με μια σειρά από ενέργειες που αναζωογονούν την ατμόσφαιρα και προωθούν την πράσινη ενέργεια.
Σαν ιδέα, βέβαια, είναι ασυναγώνιστη. Εκατοντάδες, χιλιάδες εταιρίες ανά τον κόσμο έσπευσαν να υιοθετήσουν μια σειρά από περιβαλλοντικά projects, προκειμένου τα μεγαλοστελέχη τους να κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια και να ρυπαίνουν με την άνεσή τους.
Το ζήτημα είναι αν και σε ποιο βαθμό εξασφαλίζεται αυτή η «ισοπαλία», των ρύπων με την καθαρή ατμόσφαιρα. Και ποιες πιθανότητες έχει να καταλήξει σε νίκη του περιβάλλοντος ή αν θα μείνει στους αιώνας των αιώνων σαν μια συμβολική κίνηση απαλλαγής τύψεων. Σαν τις κυρίες της εκκλησίας, που συγκεντρώνουν αμαρτίες όλο το χρόνο, αλλά την… κατάλληλη στιγμή ρίχνουν ένα 20άρικο στον δίσκο της ενορίας τους για να συγχωρεθούν.
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν δεκάδες εταιρίες που στήθηκαν ακριβώς για να ικανοποιήσουν αυτή την ευαισθησία. Από τη Native Energy ως την terrapass και από την Carbon Checkout ως την Verra, είναι έτοιμες να προσφέρουν πολλές περιβαλλοντικές λύσεις, για όλα τα βαλάντια. Επειδή το project δεν απευθύνεται μόνο στους κολοσσούς, άσχετα αν εκεί στοχεύει. Οποιοδήποτε ευαίσθητος εργοστασιάρχης που αισθάνεται άσχημα όταν ρυπαίνει την περιοχή του μπορεί να συμμετέχει σ’ ένα project, για να αισθανθεί καλύτερα.
Τι περιλαμβάνουν αυτά τα projects;
Όπως διαβάσατε ήδη, δεν είναι μία δράση σε εξέλιξη. Το πράγμα λειτουργεί ως χρηματιστήριο, με τα πάνω και τα κάτω του, και στις τιμές και στις τάσεις. Για παράδειγμα, η τάση των τελευταίων χρόνων είναι να αγοράζονται τεράστιες εκτάσεις στην περιοχή της ζούγκλας του Αμαζονίου. Όχι τόσο από τη Βραζιλία, η οποία κατέχει βέβαια το μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά κυρίως από το Περού και το Εκουαδόρ. Είναι γνωστό ότι τα τροπικά δάση στη Νότια Αμερική είναι ο μεγαλύτερος πνεύμονας του πλανήτη και η προστασία τους είναι πια κομβικής σημασίας για την εξέλιξη του ανθρώπου. Οι εταιρίες, λοιπόν, αγοράζουν και δεσμεύουν από τις κυβερνήσεις τεράστιες εκτάσεις για να τις προστατέψουν από κακόβουλες δράσεις (ρύποι, υλοτομία κτλ.) και στη συνέχεια τις «νοικιάζουν» σε εταιρίες που θέλουν να επενδύσουν σ’ αυτή την προστασία.
Αυτό είναι το trend της εποχής, αλλά δεν είναι το μόνο. Υπάρχει σειρά άλλων δράσεων, όπως η επένδυση στην «αποθήκευση» μεθανίου σε συγκεκριμένες περιοχές, κυρίως ερημικές. Ή την χρηματοδότηση αιολικών πάρκων και πάρκων ηλιακής και κυματικής ενέργειας ανά τον πλανήτη. Ή ακόμα και η χρηματοδότηση εκστρατειών αναδάσωσης τεράστιων εκτάσεων που έχουν καταστραφεί από πυρκαγιές. Όποιος επισκεφθεί τις ιστοσελίδες αυτών των εταιριών θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν πολλά και ευέλικτα προγράμματα. Ανάλογα με την ευαισθησία του καθενός και την διάθεση που έχει να επενδύσει.
Αν αναρωτιέστε τι κοστίζει όλο αυτό και πόσο επιβαρύνει κυρίως τους κολοσσούς, η απάντηση είναι κάτι παραπάνω από συγκεχυμένη. Κάθε εταιρεία έχει τις δικές της τιμές, που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Το αντίτιμο για κάθε κυβικό τόνο διοξειδίου του άνθρακα τιμάται από 10 σεντς του δολαρίου μέχρι και 70 δολάρια! Μια «λογική τιμή», την οποία προωθούν οι σημαντικότερες εταιρίες πια, κυμαίνεται μεταξύ των 3 και 6 δολαρίων ανά κυβικό τόνο.
Είναι δίκαιη τιμή αυτή; Κανείς δεν μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά για να απαντήσει. Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις που δεν είναι μέσα στο κόλπο μιλούν για κοροϊδία. Άλλοι λένε ότι έγινε το πρώτο βήμα κι αυτά τα χρήματα είναι καλύτερα από το τίποτα.
Ούτως ή άλλως, η καχυποψία υποβόσκει. Στις ιστοσελίδες των περιβαλλοντικών εταιρειών μπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει την αγωνία τους να παρουσιαστούν ως αξιόπιστοι τεχνοκράτες, που βάζουν την προστασία του περιβάλλοντος πάνω από το κέρδος και υλοποιούν ό,τι υπόσχονται. Μερικοί απ’ αυτούς, μάλιστα, συνδέουν και τις σχετικά υψηλές τιμές τους μ’ αυτή την αξιοπιστία: Αν θέλεις να είσαι περιβαλλοντικά ευαίσθητος, πρέπει να ξηλωθείς και λίγο, όχι να τη βγάζεις στο τζάμπα. Ο τζίρος, άλλωστε, αυτών των εταιρειών υπολογίζεται ότι το 2022 ξεπέρασε τα 2,6 δις δολάρια. Καθόλου άσχημα.
Υπάρχουν, πάντως, και έρευνες που δεν ευνοούν καθόλου αυτή την αντιστοιχία. Η τελευταία απ’ αυτές δημοσιεύτηκε στις 20 Ιανουαρίου στον βρετανικό Guardian, την γερμανική Die Zeit και τον ανεξάρτητο δημοσιογραφικό οργανισμό SourceMaterial.
Η έρευνα επικεντρώθηκε στις δραστηριότητες της εταιρείας Verra στην περιοχή του βορειοανατολικού Περού και τα αποτελέσματά της είναι πολύ ανησυχητικά: Μόνο το ένα στα πέντε projects της συγκεκριμένης εταιρείας δείχνει ότι υπήρξε πραγματική προστασία του δάσους από την υλοτομία και την καταστροφή. Σύμφωνα με ανάλυση του 2022 από το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, που επικαλείται η έρευνα, ο κίνδυνος για καταστροφή των περιοχών που προστατεύονται από την εταιρεία αυξήθηκε κατά 400%.
Υπάρχουν, επίσης, πολλές επώνυμες καταγγελίες για κατάφωρη παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, με ιθαγενείς να παραπονιούνται ότι «άγνωστοι άνδρες» με τη βοήθεια των τοπικών αστυνομικών αρχών τους έδιωξαν από τις περιοχές που κατοικούσαν, τις περίφραξαν και κατέστρεψαν τις παραδοσιακές τους καλύβες. Η έρευνα τονίζει ότι επισκέφθηκε τα 2/3 των συνολικά 87 projects που τρέχει η Verra, οπότε δεν είναι κάτι που συμβαίνει τυχαία μόνο σε συγκεκριμένες τοποθεσίες.
Άρα, η καχυποψία παραμένει. Στο χρηματιστήριο του άνθρακα αυτό που ανεβοκατεβαίνει είναι το μέγεθος των projects, ο αριθμός των εταιρειών-πελατών και η τιμή των επενδύσεων ανά τόνο ρύπων.