21 Απριλίου 1967. Τοποθεσία: Λούιβιλ. Ο Πόλεμος του Βιετνάμ μαίνεται, «ο Θείος Σαμ σε χρειάζεται», αυτοί που δεν αντιμετωπίζουν κάποιο σωματικό, ψυχολογικό ή διανοητικό πρόβλημα, είναι υποχρεωμένοι να φορέσουν τη στολή παραλλαγής και να πάνε στην άλλη άκρη του κόσμου για να σκοτώσουν Βιετκόνγκ. Ο Μοχάμεντ Άλι λέει στους δημοσιογράφους ότι δεν πρόκειται να πολεμήσει σε έναν πόλεμο που δεν τον αφορά. «Γιατί πρέπει να μου ζητήσουν να βάλω μία στολή και να ταξιδέψω 10.000 μίλια από το σπίτι, όταν στους αποκαλούμενους νέγρους στο Λούιβιλ συμπεριφέρονται σαν σκυλιά και τους αρνούνται απλά ανθρώπινα δικαιώματα;», είπε.
Έπαιζε και λίγο εκ του ασφαλούς εκείνη τη μέρα ο Άλι. Μερικά χρόνια νωρίτερα, το 1964, στο τεστ ευφυΐας του αμερικανικού στρατού βαθμολογήθηκε κάτω από τη βάση. Επίτηδες; Πιθανότατα, καθώς σε όλη του την καριέρα έδειχνε ένας άνθρωπος ευφυής. Λοιδορήθηκε τότε ο Άλι για την πενιχρή του επίδοση στο τεστ IQ, βαθμολογία που δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις στράτευσης αλλά εκείνος καθόλου δεν πτοήθηκε: «Πάντοτε έλεγα ότι είμαι ο καλύτερος. Όχι ο εξυπνότερος». Για κακή του τύχη όμως, τα πράγματα άλλαξαν τα επόμενα χρόνια. Ο Πρόεδρος Λίντον Τζόνσον έκανε έκκληση για τη μαζική κατάταξη των νέων στα στρατεύματα και πλέον η εξυπνάδα δεν ήταν το βασικό κριτήριο: κορμιά ήθελαν για να τα στείλουν στη μηχανή του κιμά, όχι «διάνοιες». Η μέτρηση στο τεστ ευφυΐας έπεσε στο μισό, γεγονός που επέτρεπε στον Άλι να καταταγεί.
Cassius Marcellus Clay… Step Forward
28 Απριλίου του 1967: ο Άλι και 11 ακόμα άντρες στέκονται μπροστά στην επιτροπή κατάταξης των ΗΠΑ. «Κάσιους Μάρκελους Κλέι, στρατός, τρία βήματα και ορκίζεσαι». Το περίφημο «step forward». Εκείνος, παραμένει ακίνητος. Ο αξιωματικός επαναλαμβάνει τη διαταγή. Καμία ανταπόκριση. Ένας άλλος αξιωματικός καλεί τον πρωταθλητή βαρέων βαρών και του εξηγεί ότι εάν αρνηθεί την κατάταξη, θα πρέπει να πάει στη φυλακή. Ο Άλι τον κοιτάζει με το γνωστό, παγερό, υποτιμητικό βλέμμα που κοιτούσε τους αντιπάλους του, το «δεν σε βλέπω καν». Σε ένα άλλο δωμάτιο, μια νέα πρόσκληση να ορκιστεί, αυτή τη φορά μπροστά σε αξιωματούχους του FBI. Ο Άλι σκύβει σε ένα γραφείο και υπογράφει τη δήλωση απόρριψης, αγνοώντας ακόμα και τη συμβουλή ενός από τους δικηγόρους του, ο οποίος του είχε προτείνει μια εύκολη εναλλακτική: να υπηρετήσει στο Τέξας, έως ότου κριθούν οι προσφυγές.
Γιατί επέλεξε να ορθώσει το ανάστημά του με αυτόν τον τρόπο ο Άλι, γνωρίζοντας ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις, θα διχάσει τους Αμερικανούς και θα βάλει την καριέρα του «στον πάγο» ή ακόμα και σε κίνδυνο να την καταστρέψει; Προφανώς όχι από φόβο – ο Άλι δεν φοβήθηκε ποτέ και κανέναν. Προφανέστερα δεν ήταν «χαζός», ούτε «μειωμένης αντιληπτικής ικανότητας», ούτε άνθρωπος με χαμηλό IQ. Κι όπως εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε, ακόμα κι αν «ντυνόταν στο χακί» και τον έστελναν στο Βιετνάμ, στην πρώτη γραμμή δεν θα πήγαινε, ούτε στη ζούγκλα θα πολεμούσε, ούτε θα σφύριζαν γύρω του οι σφαίρες και θα έσκαγαν όλμοι – θα τον περιέφεραν σαν τον Επιτάφιο στα στρατόπεδα, να τονώνει το ηθικό των φαντάρων. Τότε, γιατί έκανε αυτό που έκανε; Διότι δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά: αν έλεγε «ναι», θα πρόδιδε τις αρχές του. Τις αξίες με τις οποίες πορεύτηκε. Θα πρόδιδε όλους αυτούς, αφροαμερικανούς κυρίως αλλά όχι μόνο, που τον κοιτούσαν στα μάτια και έπαιρναν δύναμη. Που με κάθε γροθιά που έριχνε εκείνος, «δυνάμωναν» αυτοί. Που κάθε νοκ-άουτ δικό του, ήταν μια νίκη δική τους.
Ο Γολγοθάς και η Δικαίωση
Ίσως βέβαια να μην περίμενε ότι ο πέλεκυς θα πέσει τόσο βαρύς στο κεφάλι του, ίσως να πίστευε ότι λόγω δημοφιλίας, επειδή ήταν αυτός που ήταν, θα έπεφτε στα μαλακά. Την επόμενη μέρα, στις 29 Απριλίου, η Επιτροπή Πυγμαχίας της Νέας Υόρκης ανακαλεί την άδεια του πυγμάχου. Ο Άλι δηλώνει: «Η συνείδησή μου δεν μου επιτρέπει να πάω να πυροβολήσω έναν αδερφό ή κάποιον άλλο με πιο σκούρο δέρμα, ή φτωχούς και πεινασμένους ανθρώπους στη λάσπη, για τη μεγάλη και ισχυρή Αμερική. Και γιατί να τους πυροβολήσω; Δεν με φώναξαν ποτέ “νέγρο”». Στις 20 Ιουνίου 1967, σε μία υπόθεση που κράτησε 20 λεπτά, καταδικάστηκε. Έπρεπε να εκτίσει πενταετή ποινή φυλάκισης και να πληρώσει 10.000 δολάρια πρόστιμο. Για να μην πάει φυλακή, πλήρωσε εγγύηση. Αλλά του είχε απαγορευτεί η δια βίου ενασχόληση με το επαγγελματικό μποξ. Ένας λευκός Εισαγγελέας είπε πως «αν διαφύγει απ΄ αυτό, όλοι οι μαύροι θα γίνουν μουσουλμάνοι για να ξεφύγουν με τον ίδιο τρόπο». Μια επιτροπή λευκών συμφώνησε. Και τον καταδίκασε.
Τα επόμενα χρόνια δικαίωσαν τον Άλι και όλους αυτούς που ήταν εναντίον ενός «παράλογου» και «μάταιου» πολέμου, στον οποίον οι ΗΠΑ δεν θα έπρεπε εξαρχής να είχαν εμπλακεί. Οι σακούλες με πτώματα νέων Αμερικανών γυρνούσαν ασταμάτητα στην πατρίδα, αυτοί που γυρνούσαν ζωντανοί έμοιαζαν με «ζωντανούς – νεκρούς», οι Βιετκόνγκ δεν έχαναν ούτε τα εδάφη τους, ούτε το ηθικό τους, ούτε το υψηλό του φρόνημα. Ο Άλι, όσο περιμένει την εκδίκαση της έφεσής του από το Ανώτατο Δικαστήριο, ο Αλί έδωσε δύο αγώνες, τον Οκτώβριο και το Δεκέμβριο του 1970, στον Καναδά. Κι όταν ήρθε η ώρα της κρίσης, ο Άλι πέτυχε ίσως τη σπουδαιότερη νίκη της καριέρας του: την αθώωσή του με ψήφους 8-0. «Δεν πρόκειται να πανηγυρίσω. Είπα μία μακρά προσευχή στον Αλλάχ και αυτός είναι ο πανηγυρισμός μου», είπε δυο ώρες αργότερα.
Δεν ήταν βέβαια τόσο «ξεκάθαρη» η δικαίωση, όσο μαρτυρούσε αυτό το 8-0. Στην αρχή τρεις δικαστές είχαν ψηφίσει υπέρ του Αλί και 5 κατά. Ο Δικαστής Χάρλαν το σκέφτηκε και άλλαξε την ψήφο του. Ισοπαλία, 4-4. Ο δικαστής Στιούαρτ δυσφόρησε με την ισοπαλία – ήξερε ότι θα προκαλούσε έξτρα αναταραχή στον κόσμο και αφορμή για νέες φασαρίες και ζήτησε από τους υπόλοιπους δικαστές να αφήσουν τον Αλί ελεύθερο. Ο αρχιδικαστής Μπέργκερ «αναγκάστηκε» να αλλάξει τη γνώμη του, όταν αναλογίστηκε ότι θα τον κατηγορείτο για ρατσισμό, σε περίπτωση που επέμενε. Η απόφαση ανακοινώθηκε στις 28 Ιουνίου 1971.